Jump to content

προσγεγραμμένη

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
 

Participle

[edit]

προσγεγραμμένη (prosgegramménē)

  1. nominative/vocative singular feminine of προσγεγραμμένος (prosgegramménos)
  2. (nominalized) iota adscript

See also

[edit]

(προσῳδίαι ἑλληνικαί) προσῳδία; βαρεῖα ⟨ ` ⟩, βραχεῖα ⟨ ˘ ⟩, δασεῖα ⟨  ⟩, διαίρεσις ⟨ ¨ ⟩, κορωνίς ⟨  ⟩, μακρά ⟨ ¯ ⟩, ὀξεῖα ⟨ ´ ⟩, περισπωμένη ⟨  ⟩, προσγεγραμμένη ⟨ ι ⟩, ὑπογεγραμμένη ⟨ ͺ ⟩, ψιλή ⟨ ᾿ ⟩ (Category: grc:Diacritical marks)