Jump to content

μελανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek μέλας (mélas, black, dark).

Adjective

[edit]

μελανός (melanósm (feminine μελανή, neuter μελανό)

  1. black, dark, blue
  2. bruised

Declension

[edit]
Declension of μελανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελανός (melanós) μελανή (melaní) μελανό (melanó) μελανοί (melanoí) μελανές (melanés) μελανά (melaná)
genitive μελανού (melanoú) μελανής (melanís) μελανού (melanoú) μελανών (melanón) μελανών (melanón) μελανών (melanón)
accusative μελανό (melanó) μελανή (melaní) μελανό (melanó) μελανούς (melanoús) μελανές (melanés) μελανά (melaná)
vocative μελανέ (melané) μελανή (melaní) μελανό (melanó) μελανοί (melanoí) μελανές (melanés) μελανά (melaná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μελανός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μελανός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελανότερος (melanóteros) μελανότερη (melanóteri) μελανότερο (melanótero) μελανότεροι (melanóteroi) μελανότερες (melanóteres) μελανότερα (melanótera)
genitive μελανότερου (melanóterou) μελανότερης (melanóteris) μελανότερου (melanóterou) μελανότερων (melanóteron) μελανότερων (melanóteron) μελανότερων (melanóteron)
accusative μελανότερο (melanótero) μελανότερη (melanóteri) μελανότερο (melanótero) μελανότερους (melanóterous) μελανότερες (melanóteres) μελανότερα (melanótera)
vocative μελανότερε (melanótere) μελανότερη (melanóteri) μελανότερο (melanótero) μελανότεροι (melanóteroi) μελανότερες (melanóteres) μελανότερα (melanótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μελανότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελανότατος (melanótatos) μελανότατη (melanótati) μελανότατο (melanótato) μελανότατοι (melanótatoi) μελανότατες (melanótates) μελανότατα (melanótata)
genitive μελανότατου (melanótatou) μελανότατης (melanótatis) μελανότατου (melanótatou) μελανότατων (melanótaton) μελανότατων (melanótaton) μελανότατων (melanótaton)
accusative μελανότατο (melanótato) μελανότατη (melanótati) μελανότατο (melanótato) μελανότατους (melanótatous) μελανότατες (melanótates) μελανότατα (melanótata)
vocative μελανότατε (melanótate) μελανότατη (melanótati) μελανότατο (melanótato) μελανότατοι (melanótatoi) μελανότατες (melanótates) μελανότατα (melanótata)