Learnedly, from Ancient Greek ἐπιγράφω ( epigráphō , “ graze, inscribe ” ) , sense "entitle" since Hellenistic times. Morphologically, from επι- ( “ on ” ) + γράφω ( “ write ” ) .
IPA (key ) : /e.piˈɣra.fo/
Hyphenation: ε‧πι‧γρά‧φω
επιγράφω • (epigráfo ) (past επέγραψα , passive επιγράφομαι )
to inscribe , engrave
to entitle , title
επιγράφω επιγράφομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
επιγράφω
επιγράψω
επιγράφομαι
επιγραφτώ , επιγραφώ
2 sg
επιγράφεις
επιγράψεις
επιγράφεσαι
επιγραφτείς , επιγραφείς
3 sg
επιγράφει
επιγράψει
επιγράφεται
επιγραφτεί , επιγραφεί
1 pl
επιγράφουμε , [‑ομε ]
επιγράψουμε , [‑ομε ]
επιγραφόμαστε
επιγραφτούμε , επιγραφούμε
2 pl
επιγράφετε
επιγράψετε
επιγράφεστε , επιγραφόσαστε
επιγραφτείτε , επιγραφείτε
3 pl
επιγράφουν (ε )
επιγράψουν (ε )
επιγράφονται
επιγραφτούν (ε ), επιγραφούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
επέγραφα
επέγραψα
επιγραφόμουν (α )
επιγράφτηκα , επιγράφηκα
2 sg
επέγραφες
επέγραψες
επιγραφόσουν (α )
επιγράφτηκες , επιγράφηκες
3 sg
επέγραφε
επέγραψε
επιγραφόταν (ε )
επιγράφτηκε , επιγράφηκε , [{επεγράφη }]
1 pl
επιγράφαμε
επιγράψαμε
επιγραφόμασταν , (‑όμαστε )
επιγραφτήκαμε , επιγραφήκαμε
2 pl
επιγράφατε
επιγράψατε
επιγραφόσασταν , (‑όσαστε )
επιγραφτήκατε , επιγραφήκατε
3 pl
επέγραφαν , επιγράφαν (ε )
επέγραψαν , επιγράψαν (ε )
επιγράφονταν , (επιγραφόντουσαν )
επιγράφτηκαν , επιγραφτήκαν (ε ), επιγράφηκαν , [{επεγράφησαν }]
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα επιγράφω ➤
θα επιγράψω ➤
θα επιγράφομαι ➤
θα επιγραφτώ / επιγραφώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα επιγράφεις , …
θα επιγράψεις , …
θα επιγράφεσαι , …
θα επιγραφτείς / επιγραφείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … επιγράψει έχω, έχεις, … επιγεγραμμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … επιγραφτεί / επιγραφεί είμαι , είσαι , … επιγεγραμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … επιγράψει είχα, είχες, … επιγεγραμμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … επιγραφτεί / επιγραφεί ήμουν , ήσουν , … επιγεγραμμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … επιγράψει θα έχω, θα έχεις, … επιγεγραμμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … επιγραφτεί / επιγραφεί θα είμαι, θα είσαι, … επιγεγραμμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
επίγραφε
επίγραψε
—
επιγράψου
2 pl
επιγράφετε
επιγράψτε
επιγράφεστε
επιγραφτείτε , επιγραφείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
επιγράφοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας επιγράψει ➤
{επιγεγραμμένος , ‑η, ‑o} ➤
Nonfinite form➤
επιγράψει
επιγραφτεί , επιγραφεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
ανεπίγραφος ( anepígrafos , “ uninscribed ” , adjective ) ενεπίγραφος ( enepígrafos , “ inscribed ” ) επιγεγραμμένος ( epigegramménos , “ inscribed ” , participle ) επίγραμμα n ( epígramma , “ inscription ” ) επιγραμματικός ( epigrammatikós , “ epigrammatic; of compact speech ” ) επιγραφή f ( epigrafí , “ inscription ” ) επιγραφική f ( epigrafikí , “ epigraphy ” ) επιγραφικός ( epigrafikós , “ epigraphic ” , adjective ) επιγραφολογία f ( epigrafología , “ epigraphy ” ) επιγραφολόγος m ( epigrafológos , “ epigraphist ” ) επιγραφοποιός m ( epigrafopoiós , “ sign writer ” ) ψευδεπίγραφος ( psevdepígrafos , “ with false title; spurious ” )