Jump to content

ανεπίγραφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀνεπίγραφος (anepígraphos). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) +‎ επι-γραφ(ή) (epi-graf(í), inscription) +‎ -ος (-os).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.neˈpi.ɣra.fos/
  • Hyphenation: α‧νε‧πί‧γρα‧φος

Adjective

[edit]

ανεπίγραφος (anepígrafosm (feminine ανεπίγραφη, neuter ανεπίγραφο)

  1. uninscribed, unengraved, untitled

Declension

[edit]
Declension of ανεπίγραφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπίγραφος (anepígrafos) ανεπίγραφη (anepígrafi) ανεπίγραφο (anepígrafo) ανεπίγραφοι (anepígrafoi) ανεπίγραφες (anepígrafes) ανεπίγραφα (anepígrafa)
genitive ανεπίγραφου (anepígrafou) ανεπίγραφης (anepígrafis) ανεπίγραφου (anepígrafou) ανεπίγραφων (anepígrafon) ανεπίγραφων (anepígrafon) ανεπίγραφων (anepígrafon)
accusative ανεπίγραφο (anepígrafo) ανεπίγραφη (anepígrafi) ανεπίγραφο (anepígrafo) ανεπίγραφους (anepígrafous) ανεπίγραφες (anepígrafes) ανεπίγραφα (anepígrafa)
vocative ανεπίγραφε (anepígrafe) ανεπίγραφη (anepígrafi) ανεπίγραφο (anepígrafo) ανεπίγραφοι (anepígrafoi) ανεπίγραφες (anepígrafes) ανεπίγραφα (anepígrafa)

Antonyms

[edit]
[edit]