Jump to content

βοτανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From βοτάνη (botánē, herb) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

βοτᾰνῐκός (botanikósm (feminine βοτᾰνῐκή, neuter βοτᾰνῐκόν); first/second declension

  1. pertaining to herbs
  2. pertaining to herbal remedies
  3. (nominalized, masculine plural) herb-gatherers
  4. (Byzantine, nominalized, masculine) vegan hermit

Declension

[edit]

Descendants

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek βοτανικός (botanikós), from βοτάνη (botánē, herb, pasture), from βόσκω (bóskō, to graze).

Adjective

[edit]

βοτανικός (votanikósm (feminine βοτανική, neuter βοτανικό)

  1. botanical

Declension

[edit]
Declension of βοτανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βοτανικός (votanikós) βοτανική (votanikí) βοτανικό (votanikó) βοτανικοί (votanikoí) βοτανικές (votanikés) βοτανικά (votaniká)
genitive βοτανικού (votanikoú) βοτανικής (votanikís) βοτανικού (votanikoú) βοτανικών (votanikón) βοτανικών (votanikón) βοτανικών (votanikón)
accusative βοτανικό (votanikó) βοτανική (votanikí) βοτανικό (votanikó) βοτανικούς (votanikoús) βοτανικές (votanikés) βοτανικά (votaniká)
vocative βοτανικέ (votaniké) βοτανική (votanikí) βοτανικό (votanikó) βοτανικοί (votanikoí) βοτανικές (votanikés) βοτανικά (votaniká)