Jump to content

αρσενικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀρσενικός (arsenikós, male, masculine).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αρσενικός (arsenikósm (feminine αρσενική or αρσενικιά, neuter αρσενικό)

  1. (grammar, biology) masculine
    Synonyms: (colloquial) σερνικός (sernikós), (abbreviation) αρσ. (ars.)
    Coordinate terms: θηλυκός (thilykós), ουδέτερος (oudéteros)

Declension

[edit]
Declension of αρσενικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρσενικός (arsenikós) αρσενική (arsenikí)
αρσενικιά (arsenikiá)
αρσενικό (arsenikó) αρσενικοί (arsenikoí) αρσενικές (arsenikés) αρσενικά (arseniká)
genitive αρσενικού (arsenikoú) αρσενικής (arsenikís)
αρσενικιάς (arsenikiás)
αρσενικού (arsenikoú) αρσενικών (arsenikón) αρσενικών (arsenikón) αρσενικών (arsenikón)
accusative αρσενικό (arsenikó) αρσενική (arsenikí)
αρσενικιά (arsenikiá)
αρσενικό (arsenikó) αρσενικούς (arsenikoús) αρσενικές (arsenikés) αρσενικά (arseniká)
vocative αρσενικέ (arseniké) αρσενική (arsenikí)
αρσενικιά (arsenikiá)
αρσενικό (arsenikó) αρσενικοί (arsenikoí) αρσενικές (arsenikés) αρσενικά (arseniká)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]