Jump to content

ανδρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ανδρικός (andrikósm (feminine ανδρική, neuter ανδρικό)

  1. men's, for men
  2. masculine, male, not effeminate.

Declension

[edit]
Declension of ανδρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανδρικός (andrikós) ανδρική (andrikí) ανδρικό (andrikó) ανδρικοί (andrikoí) ανδρικές (andrikés) ανδρικά (andriká)
genitive ανδρικού (andrikoú) ανδρικής (andrikís) ανδρικού (andrikoú) ανδρικών (andrikón) ανδρικών (andrikón) ανδρικών (andrikón)
accusative ανδρικό (andrikó) ανδρική (andrikí) ανδρικό (andrikó) ανδρικούς (andrikoús) ανδρικές (andrikés) ανδρικά (andriká)
vocative ανδρικέ (andriké) ανδρική (andrikí) ανδρικό (andrikó) ανδρικοί (andrikoí) ανδρικές (andrikés) ανδρικά (andriká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανδρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανδρικός, etc.)

Coordinate terms

[edit]
[edit]