Jump to content

δεσποτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From δεσπότης (despótēs) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

δεσποτῐκός (despotikósm (feminine δεσποτῐκή, neuter δεσποτῐκόν); first/second declension

  1. pertaining to one's master
  2. despotic

Declension

[edit]

Descendants

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek δεσποτικός (despotikós). By surface analysis, δεσπότης (despótis) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

δεσποτικός (despotikósm (feminine δεσποτική, neuter δεσποτικό)

  1. despotic

Declension

[edit]
Declension of δεσποτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δεσποτικός (despotikós) δεσποτική (despotikí) δεσποτικό (despotikó) δεσποτικοί (despotikoí) δεσποτικές (despotikés) δεσποτικά (despotiká)
genitive δεσποτικού (despotikoú) δεσποτικής (despotikís) δεσποτικού (despotikoú) δεσποτικών (despotikón) δεσποτικών (despotikón) δεσποτικών (despotikón)
accusative δεσποτικό (despotikó) δεσποτική (despotikí) δεσποτικό (despotikó) δεσποτικούς (despotikoús) δεσποτικές (despotikés) δεσποτικά (despotiká)
vocative δεσποτικέ (despotiké) δεσποτική (despotikí) δεσποτικό (despotikó) δεσποτικοί (despotikoí) δεσποτικές (despotikés) δεσποτικά (despotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δεσποτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δεσποτικός, etc.)

[edit]