Jump to content

αμάραντος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀμάραντος (amárantos).

Adjective

[edit]

αμάραντος (amárantosm (feminine αμάραντη, neuter αμάραντο)

  1. undying, unwilting, unfading, eternal

Declension

[edit]
Declension of αμάραντος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμάραντος (amárantos) αμάραντη (amáranti) αμάραντο (amáranto) αμάραντοι (amárantoi) αμάραντες (amárantes) αμάραντα (amáranta)
genitive αμάραντου (amárantou) αμάραντης (amárantis) αμάραντου (amárantou) αμάραντων (amáranton) αμάραντων (amáranton) αμάραντων (amáranton)
accusative αμάραντο (amáranto) αμάραντη (amáranti) αμάραντο (amáranto) αμάραντους (amárantous) αμάραντες (amárantes) αμάραντα (amáranta)
vocative αμάραντε (amárante) αμάραντη (amáranti) αμάραντο (amáranto) αμάραντοι (amárantoi) αμάραντες (amárantes) αμάραντα (amáranta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμάραντος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμάραντος, etc.)

Derived terms

[edit]

Noun

[edit]

αμάραντος (amárantosm (plural αμάραντοι)

  1. (botany) amaranth
  2. everlasting flower

Declension

[edit]
see above

Further reading

[edit]