Jump to content

αμφιπρόστυλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀμφιπρόστυλος (amphipróstulos).

Adjective

[edit]

αμφιπρόστυλος (amfipróstylosm (feminine αμφιπρόστυλη, neuter αμφιπρόστυλο)

  1. (architecture) amphiprostyle

Declension

[edit]
Declension of αμφιπρόστυλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφιπρόστυλος (amfipróstylos) αμφιπρόστυλη (amfipróstyli) αμφιπρόστυλο (amfipróstylo) αμφιπρόστυλοι (amfipróstyloi) αμφιπρόστυλες (amfipróstyles) αμφιπρόστυλα (amfipróstyla)
genitive αμφιπρόστυλου (amfipróstylou) αμφιπρόστυλης (amfipróstylis) αμφιπρόστυλου (amfipróstylou) αμφιπρόστυλων (amfipróstylon) αμφιπρόστυλων (amfipróstylon) αμφιπρόστυλων (amfipróstylon)
accusative αμφιπρόστυλο (amfipróstylo) αμφιπρόστυλη (amfipróstyli) αμφιπρόστυλο (amfipróstylo) αμφιπρόστυλους (amfipróstylous) αμφιπρόστυλες (amfipróstyles) αμφιπρόστυλα (amfipróstyla)
vocative αμφιπρόστυλε (amfipróstyle) αμφιπρόστυλη (amfipróstyli) αμφιπρόστυλο (amfipróstylo) αμφιπρόστυλοι (amfipróstyloi) αμφιπρόστυλες (amfipróstyles) αμφιπρόστυλα (amfipróstyla)