στέρηση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek στέρησις (stérēsis).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]στέρηση • (stérisi) f (plural στερήσεις)
- deprivation, privation, lack
- Η παιδική μου ηλικία ήταν γεμάτη στερήσεις.
- I paidikí mou ilikía ítan gemáti steríseis.
- My childhood was full of deprivations. (much deprived)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στέρηση (stérisi) | στερήσεις (steríseis) |
genitive | στέρησης (stérisis) | στερήσεων (steríseon) |
accusative | στέρηση (stérisi) | στερήσεις (steríseis) |
vocative | στέρηση (stérisi) | στερήσεις (steríseis) |
Older or formal genitive singular: στερήσεως (steríseos)
Synonyms
[edit]- αποστέρηση f (apostérisi)
Related terms
[edit]- see: στερώ (steró, “deprive”)
See also
[edit]- καθυστέρηση f (kathystérisi, “delay”)
- υστέρηση f (ystérisi, “lagging; disability”)