Jump to content

στέρηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Ancient Greek στέρησις (stérēsis).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈste.ɾi.si/
  • Hyphenation: στέ‧ρη‧ση

Noun

[edit]

στέρηση (stérisif (plural στερήσεις)

  1. deprivation, privation, lack
    Η παιδική μου ηλικία ήταν γεμάτη στερήσεις.
    I paidikí mou ilikía ítan gemáti steríseis.
    My childhood was full of deprivations. (much deprived)

Declension

[edit]
Declension of στέρηση
singular plural
nominative στέρηση (stérisi) στερήσεις (steríseis)
genitive στέρησης (stérisis) στερήσεων (steríseon)
accusative στέρηση (stérisi) στερήσεις (steríseis)
vocative στέρηση (stérisi) στερήσεις (steríseis)

Older or formal genitive singular: στερήσεως (steríseos)

Synonyms

[edit]
[edit]

See also

[edit]