καθυστέρηση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Katharevousa καθυστέρησις (kathystérisis), from καθυστερη- (kathysteri-) + -σις (-sis).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]καθυστέρηση • (kathystérisi) f (plural καθυστερήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθυστέρηση (kathystérisi) | καθυστερήσεις (kathysteríseis) |
genitive | καθυστέρησης (kathystérisis) | καθυστερήσεων (kathysteríseon) |
accusative | καθυστέρηση (kathystérisi) | καθυστερήσεις (kathysteríseis) |
vocative | καθυστέρηση (kathystérisi) | καθυστερήσεις (kathysteríseis) |
Older or formal genitive singular: καθυστερήσεως (kathysteríseos)