Jump to content

καθυστέρηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Katharevousa καθυστέρησις (kathystérisis), from καθυστερη- (kathysteri-) +‎ -σις (-sis).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.θiˈste.ɾi.si/
  • Hyphenation: κα‧θυ‧στέ‧ρη‧ση

Noun

[edit]

καθυστέρηση (kathystérisif (plural καθυστερήσεις)

  1. delay
  2. lag (bad Internet connection)

Declension

[edit]
singular plural
nominative καθυστέρηση (kathystérisi) καθυστερήσεις (kathysteríseis)
genitive καθυστέρησης (kathystérisis) καθυστερήσεων (kathysteríseon)
accusative καθυστέρηση (kathystérisi) καθυστερήσεις (kathysteríseis)
vocative καθυστέρηση (kathystérisi) καθυστερήσεις (kathysteríseis)

Older or formal genitive singular: καθυστερήσεως (kathysteríseos)

[edit]