Jump to content

αποστέρηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποστέρηση (apostérisif (plural αποστερήσεις)

  1. deprivation

Declension

[edit]
Declension of αποστέρηση
singular plural
nominative αποστέρηση (apostérisi) αποστερήσεις (aposteríseis)
genitive αποστέρησης (apostérisis) αποστερήσεων (aposteríseon)
accusative αποστέρηση (apostérisi) αποστερήσεις (aposteríseis)
vocative αποστέρηση (apostérisi) αποστερήσεις (aposteríseis)

Older or formal genitive singular: αποστερήσεως (aposteríseos)

[edit]

Further reading

[edit]