Jump to content

επιδημία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἐπιδημία (epidēmía).

Noun

[edit]

επιδημία (epidimíaf (plural επιδημίες)

  1. (pathology) epidemic
    Synonyms: συρμή (syrmí), συρμός (syrmós)

Declension

[edit]
Declension of επιδημία
singular plural
nominative επιδημία (epidimía) επιδημίες (epidimíes)
genitive επιδημίας (epidimías) επιδημιών (epidimión)
accusative επιδημία (epidimía) επιδημίες (epidimíes)
vocative επιδημία (epidimía) επιδημίες (epidimíes)

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]