|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
παρηγορώ - παρηγοράω1
|
παρηγορήσω
|
παρηγορούμαι - παρηγοριέμαι1
|
παρηγορηθώ
|
2 sg
|
παρηγορείς - παρηγοράς
|
παρηγορήσεις
|
παρηγορείσαι - παρηγοριέσαι
|
παρηγορηθείς
|
3 sg
|
παρηγορεί - παρηγοράει
|
παρηγορήσει
|
παρηγορείται - παρηγοριέται
|
παρηγορηθεί
|
|
1 pl
|
παρηγορούμε - παρηγοράμε
|
παρηγορήσουμε, [-ομε]
|
παρηγορούμαστε - παρηγοριόμαστε
|
παρηγορηθούμε
|
2 pl
|
παρηγορείτε - παρηγοράτε
|
παρηγορήσετε
|
παρηγορείστε, {παρηγορείσθε} - παρηγοριέστε, (‑ιόσαστε)
|
παρηγορηθείτε
|
3 pl
|
παρηγορούν(ε) - παρηγοράνε, παρηγοράν
|
παρηγορήσουν(ε)
|
παρηγορούνται - παρηγοριούνται, (‑ιόνται)
|
παρηγορηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
παρηγορούσα - παρηγόραγα
|
παρηγόρησα
|
[παρηγορούμουν]2 - παρηγοριόμουν(α)
|
παρηγορήθηκα
|
2 sg
|
παρηγορούσες - παρηγόραγες
|
παρηγόρησες
|
[παρηγορούσουν] - παρηγοριόσουν(α)
|
παρηγορήθηκες
|
3 sg
|
παρηγορούσε - παρηγόραγε
|
παρηγόρησε
|
παρηγορούνταν -παρηγοριόταν(ε)
|
παρηγορήθηκε
|
|
1 pl
|
παρηγορούσαμε - παρηγοράγαμε
|
παρηγορήσαμε
|
παρηγορούμασταν, (‑ούμαστε) - παρηγοριόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
παρηγορηθήκαμε
|
2 pl
|
παρηγορούσατε - παρηγοράγατε
|
παρηγορήσατε
|
[παρηγορούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - παρηγοριόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
παρηγορηθήκατε
|
3 pl
|
παρηγορούσαν(ε) - παρηγόραγαν, παρηγοράγανε
|
παρηγόρησαν, παρηγορήσαν(ε)
|
παρηγορούνταν - παρηγοριόνταν(ε), παρηγοριόντουσαν, παρηγοριούνταν
|
παρηγορήθηκαν, παρηγορηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα παρηγορώ - θα παρηγοράω ➤
|
θα παρηγορήσω ➤
|
θα παρηγορούμαι - παρηγοριέμαι ➤
|
θα παρηγορηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα παρηγορείς - παρηγοράς, …
|
θα παρηγορήσεις, …
|
θα παρηγορείσαι - παρηγοριέσαι, …
|
θα παρηγορηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … παρηγορήσει έχω, έχεις, … παρηγορημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … παρηγορηθεί είμαι, είσαι, … παρηγορημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … παρηγορήσει είχα, είχες, … παρηγορημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … παρηγορηθεί ήμουν, ήσουν, … παρηγορημένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … παρηγορήσει θα έχω, θα έχεις, … παρηγορημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … παρηγορηθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρηγορημένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
παρηγόρα, παρηγόραγε
|
παρηγόρησε, παρηγόρα
|
—
|
παρηγορήσου
|
2 pl
|
παρηγορείτε - παρηγοράτε
|
παρηγορήστε
|
παρηγορείστε - παρηγοριέστε
|
παρηγορηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
παρηγορώντας ➤
|
παρηγορούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας παρηγορήσει ➤
|
παρηγορημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
παρηγορήσει
|
παρηγορηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|