Jump to content

μονογαμία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μονογαμία (monogamíaf (plural μονογαμίες)

  1. monogamy (permanent pair bond between two beings)

Declension

[edit]
singular plural
nominative μονογαμία (monogamía) μονογαμίες (monogamíes)
genitive μονογαμίας (monogamías) μονογαμιών (monogamión)
accusative μονογαμία (monogamía) μονογαμίες (monogamíes)
vocative μονογαμία (monogamía) μονογαμίες (monogamíes)