συντρίβω
Appearance
Ancient Greek
[edit]Etymology
[edit]From συν- (sun-) + τρίβω (tríbō)
Pronunciation
[edit]- (5th BCE Attic) IPA(key): /syn.trǐː.bɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /synˈtri.bo/
- (4th CE Koine) IPA(key): /synˈtri.βo/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /synˈtri.vo/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /sinˈdri.vo/
Verb
[edit]συντρῑ́βω • (suntrī́bō)
Inflection
[edit] Present: σῠντρῑ́βω, σῠντρῑ́βομαι
Imperfect: σῠνέτρῑβον, σῠνετρῑβόμην
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | σῠνέτρῑβον | σῠνέτρῑβες | σῠνέτρῑβε(ν) | σῠνετρῑ́βετον | σῠνετρῑβέτην | σῠνετρῑ́βομεν | σῠνετρῑ́βετε | σῠνέτρῑβον | ||||
middle/ passive |
indicative | σῠνετρῑβόμην | σῠνετρῑ́βου | σῠνετρῑ́βετο | σῠνετρῑ́βεσθον | σῠνετρῑβέσθην | σῠνετρῑβόμεθᾰ | σῠνετρῑ́βεσθε | σῠνετρῑ́βοντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Derived terms
[edit]- συντριβή (suntribḗ)
- συντριβής (suntribḗs)
- σύντριμμα (súntrimma)
- συντριμμός (suntrimmós)
- σύντριψις (súntripsis)
Descendants
[edit]- Greek: συντρίβω (syntrívo)
Further reading
[edit]- συντρίβω in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- “συντρίβω”, in ΛΟΓΕΙΟΝ [Logeion] Dictionaries for Ancient Greek and Latin (in English, French, Spanish, German, Dutch and Chinese), University of Chicago, since 2011
- “συντρίβω”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- G4937 in Strong, James (1979) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
- Woodhouse, S. C. (1910) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1], London: Routledge & Kegan Paul Limited.
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek συντρίβω (suntríbō). Morphologically, from συν- (“together”) + τρίβω (“grate, grind”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συντρίβω • (syntrívo) (past συνέτριψα/σύντριψα, passive συντρίβομαι)
- to shatter, crush
- Synonyms: συνθλίβω (synthlívo), κομματιάζω (kommatiázo), θρυμματίζω (thrymmatízo), θραύω (thrávo)
- (figuratively) to beat, win completely (of a battle, conflict)
- Synonyms: διαλύω (dialýo), εξουδετερώνω (exoudeteróno), εξοντώνω (exontóno)
- (figuratively) to cause deep sorrow, to cause someone to be devastated
- Synonym: καταρρακώνω (katarrakóno)
Conjugation
[edit]συντρίβω συντρίβομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συντρίβω | συντρίψω | συντρίβομαι | συντριφτώ2, συντριφθώ, {συντριβώ}3 |
2 sg | συντρίβεις | συντρίψεις | συντρίβεσαι | συντριφτείς, συντριφθείς, {συντριβείς} |
3 sg | συντρίβει | συντρίψει | συντρίβεται | συντριφτεί, συντριφθεί, {συντριβεί} |
1 pl | συντρίβουμε, [‑ομε] | συντρίψουμε, [‑ομε] | συντριβόμαστε | συντριφτούμε, συντριφθούμε, {συντριβούμε} |
2 pl | συντρίβετε | συντρίψετε | συντρίβεστε, συντρίβεσθε, (συντριβόσαστε) | συντριφτείτε, συντριφθείτε, {συντριβείτε} |
3 pl | συντρίβουν(ε) | συντρίψουν(ε) | συντρίβονται | συντριφτούν(ε), συντριφθούν, {συντριβούν} |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συνέτριβα | συνέτριψα, (σύντριψα)1 | συντριβόμουν(α) | συντρίφτηκα2, συντρίφθηκα, [{συνετρίβην}]3 |
2 sg | συνέτριβες | συνέτριψες, σύντριψες | συντριβόσουν(α) | συντρίφτηκες, συντρίφθηκες, [{συνετρίβης}] |
3 sg | συνέτριβε | συνέτριψε, σύντριψε | συντριβόταν(ε) | συντρίφτηκε, συντρίφθηκε, {συνετρίβη} |
1 pl | συντρίβαμε | συντρίψαμε | συντριβόμασταν, (‑όμαστε) | συντριφτήκαμε, συντριφθήκαμε, [{συνετρίβημεν}] |
2 pl | συντρίβατε | συντρίψατε | συντριβόσασταν, (‑όσαστε) | συντριφτήκατε, συντριφθήκατε, [{συνετρίβητε}] |
3 pl | συνέτριβαν, συντρίβαν(ε) | συνέτριψαν, συντρίψαν(ε), σύντριψαν | συντρίβονταν, (συντριβόντουσαν) | συντρίφτηκαν, συντριφτήκανε, συντρίφθηκαν, {συνετρίβησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συντρίβω ➤ | θα συντρίψω ➤ | θα συντρίβομαι ➤ | θα συντριφτώ2, συντριφθώ, {συντριβώ}3 ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συντρίβεις, … | θα συντρίψεις, … | θα συντρίβεσαι, … | θα συντριφτείς, συντριφθείς, {συντριβείς} |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συντρίψει | έχω, έχεις, ... συντριφτεί2, συντριφθεί, {συντριβεί}3 είμαι, είσαι, … συντριμμένος, ‑η, ‑ο / συντετριμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συντρίψει | είχα, είχες, ... συντριφτεί, συντριφθεί, {συντριβεί} ήμουν, ήσουν, … συντριμμένος, ‑η, ‑ο / συντετριμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συντρίψει | θα έχω, θα έχεις, ... συντριφτεί, συντριφθεί, {συντριβεί} θα είμαι, θα είσαι, … συντριμμένος, ‑η, ‑ο / συντετριμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σύντριβε | σύντριψε | — | συντρίψου |
2 pl | συντρίβετε | συντρίψτε | συντρίβεστε, συντρίβεσθε | συντριφτείτε2, συντριφθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συντρίβοντας ➤ | συντριβόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συντρίψει ➤ | συντριμμένος, ‑η, ‑o {συντετριμμένος, ‑η, ‑o}4 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συντρίψει | συντριφτεί2, (συντριφθεί), {συντριβεί}3 | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Forms without the internal augment -έ- (συν-έ-) are colloquial and more rare. 2. Passive forms with -φτ- are colloquial. The -φθ- are formal. 3. Passive forms with -β- are very formal, as in the ancient aorist συνετρίβην from the conjugation of συντρίβω. In Modern Greek, found in the 3rd persons (all persons included here, for reference). 4. Passive perfect participles: συντριμμένος (“shattered”) and the formal ancient with reduplication "τ+ε‑τ-" συντετριμμένος (“devasted”) • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- συντριμμένος (syntrimménos, “shattered, devasted”, participle)
- συντετριμμένος (syntetrimménos, “devasted”, participle with reduplication) (formal)
Related terms
[edit]- ασύντριπτος (asýntriptos, “uncrashed, invincible”)
- ασύντριφτος (asýntriftos, “uncrashed, invincible”)
- συντριβή f (syntriví, “crash, smash, demolition”)
- σύντριμμα n (sýntrimma, “crashed material, usually stones”)
- συντρίμμι n (syntrímmi, “wreckage, debris”)
- συντριπτικός (syntriptikós, “crashing, overwhelming”)
- and see: τρίβω (trívo, “to grate, to grind”)
Categories:
- Ancient Greek terms derived from Proto-Indo-European
- Ancient Greek terms derived from the Proto-Indo-European root *terh₁-
- Ancient Greek terms prefixed with συν-
- Ancient Greek 3-syllable words
- Ancient Greek terms with IPA pronunciation
- Ancient Greek lemmas
- Ancient Greek verbs
- Ancient Greek paroxytone terms
- Greek terms borrowed from Ancient Greek
- Greek learned borrowings from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek terms prefixed with συν-
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek verb conjugation group 'τρίβω'