From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
θρυμματίζω • (thrymmatízo ) (past θρυμμάτισα , passive θρυμματίζομαι )
to shatter , smash , break
θρυμματίζω θρυμματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
θρυμματίζω
θρυμματίσω
θρυμματίζομαι
θρυμματιστώ
2 sg
θρυμματίζεις
θρυμματίσεις
θρυμματίζεσαι
θρυμματιστείς
3 sg
θρυμματίζει
θρυμματίσει
θρυμματίζεται
θρυμματιστεί
1 pl
θρυμματίζουμε , [‑ομε ]
θρυμματίσουμε , [‑ομε ]
θρυμματιζόμαστε
θρυμματιστούμε
2 pl
θρυμματίζετε
θρυμματίσετε
θρυμματίζεστε , θρυμματιζόσαστε
θρυμματιστείτε
3 pl
θρυμματίζουν (ε )
θρυμματίσουν (ε )
θρυμματίζονται
θρυμματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
θρυμμάτιζα
θρυμμάτισα
θρυμματιζόμουν (α )
θρυμματίστηκα
2 sg
θρυμμάτιζες
θρυμμάτισες
θρυμματιζόσουν (α )
θρυμματίστηκες
3 sg
θρυμμάτιζε
θρυμμάτισε
θρυμματιζόταν (ε )
θρυμματίστηκε
1 pl
θρυμματίζαμε
θρυμματίσαμε
θρυμματιζόμασταν , (‑όμαστε )
θρυμματιστήκαμε
2 pl
θρυμματίζατε
θρυμματίσατε
θρυμματιζόσασταν , (‑όσαστε )
θρυμματιστήκατε
3 pl
θρυμμάτιζαν , θρυμματίζαν (ε )
θρυμμάτισαν , θρυμματίσαν (ε )
θρυμματίζονταν , (θρυμματιζόντουσαν )
θρυμματίστηκαν , θρυμματιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα θρυμματίζω ➤
θα θρυμματίσω ➤
θα θρυμματίζομαι ➤
θα θρυμματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα θρυμματίζεις , …
θα θρυμματίσεις , …
θα θρυμματίζεσαι , …
θα θρυμματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … θρυμματίσει έχω, έχεις, … θρυμματισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … θρυμματιστεί είμαι , είσαι , … θρυμματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … θρυμματίσει είχα, είχες, … θρυμματισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … θρυμματιστεί ήμουν , ήσουν , … θρυμματισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … θρυμματίσει θα έχω, θα έχεις, … θρυμματισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … θρυμματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … θρυμματισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
θρυμμάτιζε
θρυμμάτισε
—
θρυμματίσου
2 pl
θρυμματίζετε
θρυμματίστε
θρυμματίζεστε
θρυμματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
θρυμματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας θρυμματίσει ➤
θρυμματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
θρυμματίσει
θρυμματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.