Jump to content

σημερινός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σήμερον (sḗmeron, today) +‎ -ῐνός (-inós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

σημερῐνός (sēmerinósm (feminine σημερῐνή, neuter σημερῐνόν); first/second declension

  1. of today, today's
    Coordinate terms: χθεσινός (khthesinós), αὐρινός (aurinós)

Inflection

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek σήμερον (today)

Adjective

[edit]

σημερινός (simerinósm (feminine σημερινή, neuter σημερινό)

  1. today's, happening today

Declension

[edit]
Declension of σημερινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σημερινός (simerinós) σημερινή (simeriní) σημερινό (simerinó) σημερινοί (simerinoí) σημερινές (simerinés) σημερινά (simeriná)
genitive σημερινού (simerinoú) σημερινής (simerinís) σημερινού (simerinoú) σημερινών (simerinón) σημερινών (simerinón) σημερινών (simerinón)
accusative σημερινό (simerinó) σημερινή (simeriní) σημερινό (simerinó) σημερινούς (simerinoús) σημερινές (simerinés) σημερινά (simeriná)
vocative σημερινέ (simeriné) σημερινή (simeriní) σημερινό (simerinó) σημερινοί (simerinoí) σημερινές (simerinés) σημερινά (simeriná)
[edit]