μετράω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- μετρώ (metró)
Etymology
[edit]From Ancient Greek μετρέω (metréō), from μέτρον (métron).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μετράω • (metráo) / μετρώ (past μέτρησα, passive μετριέμαι/μετρούμαι, p‑past μετρήθηκα, ppp μετρημένος)
Conjugation
[edit]μετράω / μετρώ, μετριέμαι & μετρούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | μετράω, μετρώ | μετρήσω | μετριέμαι - μετρούμαι1 | μετρηθώ |
2 sg | μετράς | μετρήσεις | μετριέσαι - μετρείσαι | μετρηθείς |
3 sg | μετράει, μετρά | μετρήσει | μετριέται - μετρείται | μετρηθεί |
1 pl | μετράμε, μετρούμε | μετρήσουμε, [‑ομε] | μετριόμαστε - μετρούμαστε | μετρηθούμε |
2 pl | μετράτε | μετρήσετε | μετριέστε, (‑ιόσαστε) - μετρείστε, {μετρείσθε} | μετρηθείτε |
3 pl | μετράνε, μετράν, μετρούν(ε) | μετρήσουν(ε) | μετριούνται, (‑ιόνται) - μετρούνται | μετρηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | μετρούσα, μέτραγα | μέτρησα | μετριόμουν(α) - [μετρούμουν]1 2 | μετρήθηκα |
2 sg | μετρούσες, μέτραγες | μέτρησες | μετριόσουν(α) - [μετρούσουν]2 | μετρήθηκες |
3 sg | μετρούσε, μέτραγε | μέτρησε | μετριόταν(ε) - μετρούνταν, {(ε)μετρείτο} | μετρήθηκε |
1 pl | μετρούσαμε, μετράγαμε | μετρήσαμε | μετριόμασταν, (‑ιόμαστε) - μετρούμασταν, (‑ούμαστε) | μετρηθήκαμε |
2 pl | μετρούσατε, μετράγατε | μετρήσατε | μετριόσασταν, (‑ιόσαστε) - [μετρούσασταν, (‑ούσαστε)]2 | μετρηθήκατε |
3 pl | μετρούσαν(ε), μέτραγαν, (μετράγανε) | μέτρησαν, μετρήσαν(ε) | μετριόνταν(ε), μετριόντουσαν, μετριούνταν - μετρούνταν, {(ε)μετρούντο} | μετρήθηκαν, μετρηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα μετράω, θα μετρώ ➤ | θα μετρήσω ➤ | θα μετριέμαι - μετρούμαι ➤ | θα μετρηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα μετράς, … | θα μετρήσεις, … | θα μετριέσαι - μετρείσαι, … | θα μετρηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … μετρήσει έχω, έχεις, … μετρημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … μετρηθεί είμαι, είσαι, … μετρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … μετρήσει είχα, είχες, … μετρημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … μετρηθεί ήμουν, ήσουν, … μετρημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … μετρήσει θα έχω, θα έχεις, … μετρημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … μετρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … μετρημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | μέτρα, μέτραγε | μέτρησε, μέτρα | — | μετρήσου |
2 pl | μετράτε - μετρείτε | μετρήστε | μετριέστε - μετρείστε, {μετρείσθε} | μετρηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | μετρώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας μετρήσει ➤ | μετρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | μετρήσει | μετρηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class A for active and passive voice (with -ώ, -άς, -άς & -ιέμαι endings), but also Class B for passive voice (with -ούμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- φυλλομετρώ (fyllometró, “to leaf through a book”)
- and see: μέτρο n (métro, “measurement”)
Further reading
[edit]- μετράω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
The second passive μετρούμαι (metroúmai)