Jump to content

μετρημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of μετριέμαι (metriémai), passive voice of active μετράω/μετρώ (I count, measure).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /me.tɾiˈme.nos/
  • Hyphenation: με‧τρη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

μετρημένος (metriménosm (feminine μετρημένη, neuter μετρημένο)

  1. counted, measured
  2. (figuratively) moderate, careful in speech and manners, never exaggerating

Declension

[edit]
Declension of μετρημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μετρημένος (metriménos) μετρημένη (metriméni) μετρημένο (metriméno) μετρημένοι (metriménoi) μετρημένες (metriménes) μετρημένα (metriména)
genitive μετρημένου (metriménou) μετρημένης (metriménis) μετρημένου (metriménou) μετρημένων (metriménon) μετρημένων (metriménon) μετρημένων (metriménon)
accusative μετρημένο (metriméno) μετρημένη (metriméni) μετρημένο (metriméno) μετρημένους (metriménous) μετρημένες (metriménes) μετρημένα (metriména)
vocative μετρημένε (metriméne) μετρημένη (metriméni) μετρημένο (metriméno) μετρημένοι (metriménoi) μετρημένες (metriménes) μετρημένα (metriména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετρημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετρημένος, etc.)

[edit]