Jump to content

βόρειος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Βορέας (Boréas) +‎ -ειος (-eios).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

βόρειος (bóreiosm or f (neuter βόρειον); second declension or
βόρειος (bóreiosm (feminine βορείᾱ, neuter βόρειον); first/second declension

  1. northern, from the quarter of the north wind
    Antonym: νότῐος (nótios)
  2. of the north wind or boreas

Declension

[edit]

Two-gender paradigm:

Three-gender paradigm:

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: βόρειος (vóreios)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈvo.ɾi.os/
  • Hyphenation: βό‧ρει‧ος

Adjective

[edit]

βόρειος (vóreiosm (feminine βόρεια or βόρειος, neuter βόρειο)

  1. north, northerly (toward the north, from the north)
    Ο βόρειος άνεμος είναι ψυχρός.O vóreios ánemos eínai psychrós.The northern wind is cold.

Usage notes

[edit]
  • The formal feminine βόρειος (vóreios), optionally in formal speech, when it refers to a named place
  1. Η βόρεια πλευρά του σπιτιού είναι πολύ κρύα.I vóreia plevrá tou spitioú eínai polý krýa.The northern part of the house is very cold.
    Βόρειος Ήπειρος, Βόρεια ΉπειροςVóreios Ípeiros, Vóreia ÍpeirosNorth Epirus
    Βόρειος Αμερική, Βόρεια ΑμερικήVóreios Amerikí, Vóreia AmerikíNorth America

Declension

[edit]
Declension of βόρειος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βόρειος (vóreios) βόρειος (vóreios)
βόρεια (vóreia)
βόρειο (vóreio) βόρειοι (vóreioi) βόρειοι (vóreioi)
βόρειες (vóreies)
βόρεια (vóreia)
genitive βόρειου (vóreiou) βόρειου (vóreiou)
βόρειας (vóreias)
βόρειου (vóreiou) βόρειων (vóreion) βόρειων (vóreion) βόρειων (vóreion)
accusative βόρειο (vóreio) βόρειο (vóreio)
βόρεια (vóreia)
βόρειο (vóreio) βόρειους (vóreious) βόρειους (vóreious)
βόρειες (vóreies)
βόρεια (vóreia)
vocative βόρειε (vóreie) βόρειε (vóreie)
βόρεια (vóreia)
βόρειο (vóreio) βόρειοι (vóreioi) βόρειοι (vóreioi)
βόρειες (vóreies)
βόρεια (vóreia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βόρειος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βόρειος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βορειότερος (voreióteros) βορειότερη (voreióteri) βορειότερο (voreiótero) βορειότεροι (voreióteroi) βορειότερες (voreióteres) βορειότερα (voreiótera)
genitive βορειότερου (voreióterou) βορειότερης (voreióteris) βορειότερου (voreióterou) βορειότερων (voreióteron) βορειότερων (voreióteron) βορειότερων (voreióteron)
accusative βορειότερο (voreiótero) βορειότερη (voreióteri) βορειότερο (voreiótero) βορειότερους (voreióterous) βορειότερες (voreióteres) βορειότερα (voreiótera)
vocative βορειότερε (voreiótere) βορειότερη (voreióteri) βορειότερο (voreiótero) βορειότεροι (voreióteroi) βορειότερες (voreióteres) βορειότερα (voreiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βορειότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βορειότατος (voreiótatos) βορειότατη (voreiótati) βορειότατο (voreiótato) βορειότατοι (voreiótatoi) βορειότατες (voreiótates) βορειότατα (voreiótata)
genitive βορειότατου (voreiótatou) βορειότατης (voreiótatis) βορειότατου (voreiótatou) βορειότατων (voreiótaton) βορειότατων (voreiótaton) βορειότατων (voreiótaton)
accusative βορειότατο (voreiótato) βορειότατη (voreiótati) βορειότατο (voreiótato) βορειότατους (voreiótatous) βορειότατες (voreiótates) βορειότατα (voreiótata)
vocative βορειότατε (voreiótate) βορειότατη (voreiótati) βορειότατο (voreiótato) βορειότατοι (voreiótatoi) βορειότατες (voreiótates) βορειότατα (voreiótata)

Synonyms

[edit]

Noun

[edit]

βόρειος (vóreiosm (plural βόρειοι, feminine βόρεια)

  1. northerner
    Οι βόρειοι έχουν συχνά ξανθά μαλλιά.
    Oi vóreioi échoun sychná xanthá malliá.
    Northerners often have blond hair.
    Ο πόλεμος βορείων και νοτίων.
    O pólemos voreíon kai notíon.
    The war between northerners and southerners.

Declension

[edit]
Declension of βόρειος
singular plural
nominative βόρειος (vóreios) βόρειοι (vóreioi)
genitive βορείου (voreíou) βορείων (voreíon)
accusative βόρειο (vóreio) βορείους (voreíous)
vocative βόρειε (vóreie) βόρειοι (vóreioi)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]