From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly, from Ancient Greek περιπλέκω ( periplékō , “ twine, fold around ” ) . By surface analysis , περι- ( “ around ” ) + πλέκω ( “ knit; intertwine ” ) .
IPA (key ) : /pe.ɾiˈple.ko/
Hyphenation: πε‧ρι‧πλέ‧κω
περιπλέκω • (peripléko ) (past περιέπλεξα , passive περιπλέκομαι )
to complicate
to entangle
περιπλέκω περιπλέκομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
περιπλέκω
περιπλέξω
περιπλέκομαι
περιπλεχθώ , περιπλεχτώ
2 sg
περιπλέκεις
περιπλέξεις
περιπλέκεσαι
περιπλεχθείς , περιπλεχτείς
3 sg
περιπλέκει
περιπλέξει
περιπλέκεται
περιπλεχθεί , περιπλεχτεί
1 pl
περιπλέκουμε , [‑ομε ]
περιπλέξουμε , [‑ομε ]
περιπλεκόμαστε
περιπλεχθούμε , περιπλεχτούμε
2 pl
περιπλέκετε
περιπλέξετε
περιπλέκεστε , περιπλεκόσαστε
περιπλεχθείτε , περιπλεχτείτε
3 pl
περιπλέκουν (ε )
περιπλέξουν (ε )
περιπλέκονται
περιπλεχθούν (ε ), περιπλεχτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
περιέπλεκα
περιέπλεξα
περιπλεκόμουν (α )
περιπλέχθηκα , περιπλέχτηκα , [{περιεπλάκην }]1
2 sg
περιέπλεκες
περιέπλεξες
περιπλεκόσουν (α )
περιπλέχθηκες , περιπλέχτηκες , [{περιεπλάκης }]
3 sg
περιέπλεκε
περιέπλεξε
περιπλεκόταν (ε )
περιπλέχθηκε , περιπλέχτηκε , {περιεπλάκη }
1 pl
περιπλέκαμε
περιπλέξαμε
περιπλεκόμασταν , (‑όμαστε )
περιπλεχθήκαμε , περιπλεχτήκαμε , [{περιεπλάκημεν }]
2 pl
περιπλέκατε
περιπλέξατε
περιπλεκόσασταν , (‑όσαστε )
περιπλεχθήκατε , περιπλεχτήκατε , [{περιεπλάκητε }]
3 pl
περιέπλεκαν , περιπλέκαν (ε )
περιέπλεξαν , περιπλέξαν (ε )
περιπλέκονταν , (περιπλεκόντουσαν )
περιπλέχθηκαν , περιπλεχθήκαν [ε _, περιπλέχτηκαν , περιπλεχτήκαν (ε ), {περιεπλάκησαν }
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα περιπλέκω ➤
θα περιπλέξω ➤
θα περιπλέκομαι ➤
θα περιπλεχθώ / περιπλεχτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα περιπλέκεις , …
θα περιπλέξεις , …
θα περιπλέκεσαι , …
θα περιπλεχθείς / περιπλεχτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … περιπλέξει
έχω, έχεις, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί είμαι , είσαι , … περιπλεγμένος , ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … περιπλέξει
είχα, είχες, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί ήμουν , ήσουν , … περιπλεγμένος , ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … περιπλέξει
θα έχω, θα έχεις, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί θα είμαι, θα είσαι, … περιπλεγμένος , ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
περίπλεκε
περίπλεξε
—
—
2 pl
περιπλέκετε
περιπλέκετε
περιπλέκεστε
περιπλεχθείτε , περιπλεχτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
περιπλέκοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας περιπλέξει ➤
περιπλεγμένος , ‑η, ‑o {περιπεπλεγμένος , ‑η, ‑o} ➤
Nonfinite form➤
περιπλέξει
περιπλεχθεί , περιπλεχτεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Passive forms ending with -ην are very formal, as in the ancient aorist περιεπλάκην from the conjugation of περιπλέκω . In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.