|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
περιπλέκω
|
περιπλέξω
|
περιπλέκομαι
|
περιπλεχθώ, περιπλεχτώ
|
2 sg
|
περιπλέκεις
|
περιπλέξεις
|
περιπλέκεσαι
|
περιπλεχθείς, περιπλεχτείς
|
3 sg
|
περιπλέκει
|
περιπλέξει
|
περιπλέκεται
|
περιπλεχθεί, περιπλεχτεί
|
|
1 pl
|
περιπλέκουμε, [‑ομε]
|
περιπλέξουμε, [‑ομε]
|
περιπλεκόμαστε
|
περιπλεχθούμε, περιπλεχτούμε
|
2 pl
|
περιπλέκετε
|
περιπλέξετε
|
περιπλέκεστε, περιπλεκόσαστε
|
περιπλεχθείτε, περιπλεχτείτε
|
3 pl
|
περιπλέκουν(ε)
|
περιπλέξουν(ε)
|
περιπλέκονται
|
περιπλεχθούν(ε), περιπλεχτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
περιέπλεκα
|
περιέπλεξα
|
περιπλεκόμουν(α)
|
περιπλέχθηκα, περιπλέχτηκα, [{περιεπλάκην}]1
|
2 sg
|
περιέπλεκες
|
περιέπλεξες
|
περιπλεκόσουν(α)
|
περιπλέχθηκες, περιπλέχτηκες, [{περιεπλάκης}]
|
3 sg
|
περιέπλεκε
|
περιέπλεξε
|
περιπλεκόταν(ε)
|
περιπλέχθηκε, περιπλέχτηκε, {περιεπλάκη}
|
|
1 pl
|
περιπλέκαμε
|
περιπλέξαμε
|
περιπλεκόμασταν, (‑όμαστε)
|
περιπλεχθήκαμε, περιπλεχτήκαμε, [{περιεπλάκημεν}]
|
2 pl
|
περιπλέκατε
|
περιπλέξατε
|
περιπλεκόσασταν, (‑όσαστε)
|
περιπλεχθήκατε, περιπλεχτήκατε, [{περιεπλάκητε}]
|
3 pl
|
περιέπλεκαν, περιπλέκαν(ε)
|
περιέπλεξαν, περιπλέξαν(ε)
|
περιπλέκονταν, (περιπλεκόντουσαν)
|
περιπλέχθηκαν, περιπλεχθήκαν[ε_, περιπλέχτηκαν, περιπλεχτήκαν(ε), {περιεπλάκησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα περιπλέκω ➤
|
θα περιπλέξω ➤
|
θα περιπλέκομαι ➤
|
θα περιπλεχθώ / περιπλεχτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα περιπλέκεις, …
|
θα περιπλέξεις, …
|
θα περιπλέκεσαι, …
|
θα περιπλεχθείς / περιπλεχτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … περιπλέξει
|
έχω, έχεις, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί είμαι, είσαι, … περιπλεγμένος, ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … περιπλέξει
|
είχα, είχες, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί ήμουν, ήσουν, … περιπλεγμένος, ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … περιπλέξει
|
θα έχω, θα έχεις, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί θα είμαι, θα είσαι, … περιπλεγμένος, ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
περίπλεκε
|
περίπλεξε
|
—
|
—
|
2 pl
|
περιπλέκετε
|
περιπλέκετε
|
περιπλέκεστε
|
περιπλεχθείτε, περιπλεχτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
περιπλέκοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας περιπλέξει ➤
|
περιπλεγμένος, ‑η, ‑o {περιπεπλεγμένος, ‑η, ‑o} ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
περιπλέξει
|
περιπλεχθεί, περιπλεχτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Passive forms ending with -ην are very formal, as in the ancient aorist περιεπλάκην from the conjugation of περιπλέκω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|