Jump to content

διδακτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From διδάσκω (didáskō) +‎ -τικός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

δῐδακτῐκός (dĭdaktĭkósm (feminine δῐδακτῐκή, neuter δῐδακτῐκόν); first/second declension

  1. (Koine) apt at teaching
    • New Testament, Second Epistle to Timothy 2:24:
      δοῦλον δὲ κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι ἀλλ᾽ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας, διδακτικόν, ἀνεξίκακον
      doûlon dè kuríou ou deî mákhesthai all’ ḗpion eînai pròs pántas, didaktikón, anexíkakon
      And the servant of the Lord must not strive; but be gentle unto all men, apt to teach, patient

Declension

[edit]

Descendants

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek διδακτικός (didaktikós)

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

διδακτικός (didaktikósm (feminine διδακτική, neuter διδακτικό)

  1. (education) teaching, educational, education

Declension

[edit]
Declension of διδακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διδακτικός (didaktikós) διδακτική (didaktikí) διδακτικό (didaktikó) διδακτικοί (didaktikoí) διδακτικές (didaktikés) διδακτικά (didaktiká)
genitive διδακτικού (didaktikoú) διδακτικής (didaktikís) διδακτικού (didaktikoú) διδακτικών (didaktikón) διδακτικών (didaktikón) διδακτικών (didaktikón)
accusative διδακτικό (didaktikó) διδακτική (didaktikí) διδακτικό (didaktikó) διδακτικούς (didaktikoús) διδακτικές (didaktikés) διδακτικά (didaktiká)
vocative διδακτικέ (didaktiké) διδακτική (didaktikí) διδακτικό (didaktikó) διδακτικοί (didaktikoí) διδακτικές (didaktikés) διδακτικά (didaktiká)

Derived terms

[edit]
[edit]