αλληλοδιδακτική
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλληλοδιδακτική • (allilodidaktikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αλληλοδιδακτικός (allilodidaktikós).
αλληλοδιδακτική • (allilodidaktikí)