Jump to content

αλληλοδιδακτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλληλο- (allilo-, reciprocal, mutual) +‎ διδακτικός (didaktikós, teaching)

Adjective

[edit]

αλληλοδιδακτικός (allilodidaktikósm (feminine αλληλοδιδακτική, neuter αλληλοδιδακτικό)

  1. (education) mutually instructive
    Στα χρόνια του Καποδίστρια, τα περισσότερα σχολεία ήταν αλληλοδιδακτικά, δηλαδή οι καλύτεροι και μεγαλύτεροι μαθητές δίδασκαν τους μικρότερους.
    Sta chrónia tou Kapodístria, ta perissótera scholeía ítan allilodidaktiká, diladí oi kalýteroi kai megalýteroi mathités dídaskan tous mikróterous.
    In the time of Kapodistrias, most schools were mutually taught, where the best and older students taught the younger ones.

Declension

[edit]
Declension of αλληλοδιδακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλληλοδιδακτικός (allilodidaktikós) αλληλοδιδακτική (allilodidaktikí) αλληλοδιδακτικό (allilodidaktikó) αλληλοδιδακτικοί (allilodidaktikoí) αλληλοδιδακτικές (allilodidaktikés) αλληλοδιδακτικά (allilodidaktiká)
genitive αλληλοδιδακτικού (allilodidaktikoú) αλληλοδιδακτικής (allilodidaktikís) αλληλοδιδακτικού (allilodidaktikoú) αλληλοδιδακτικών (allilodidaktikón) αλληλοδιδακτικών (allilodidaktikón) αλληλοδιδακτικών (allilodidaktikón)
accusative αλληλοδιδακτικό (allilodidaktikó) αλληλοδιδακτική (allilodidaktikí) αλληλοδιδακτικό (allilodidaktikó) αλληλοδιδακτικούς (allilodidaktikoús) αλληλοδιδακτικές (allilodidaktikés) αλληλοδιδακτικά (allilodidaktiká)
vocative αλληλοδιδακτικέ (allilodidaktiké) αλληλοδιδακτική (allilodidaktikí) αλληλοδιδακτικό (allilodidaktikó) αλληλοδιδακτικοί (allilodidaktikoí) αλληλοδιδακτικές (allilodidaktikés) αλληλοδιδακτικά (allilodidaktiká)

Derived terms

[edit]