συμμετρικός
Jump to navigation
Jump to search
Ancient Greek
[edit]Etymology
[edit]From σύμμετρος (súmmetros) + -ῐκός (-ikós, adjective suffix).[1]
Pronunciation
[edit]- (1st CE Egyptian) IPA(key): /sym.me.triˈkos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /sym.me.triˈkos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /sym.me.triˈkos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /si.me.triˈkos/
Adjective
[edit]συμμετρῐκός • (summetrikós) m (feminine συμμετρῐκή, neuter συμμετρῐκόν); first/second declension (Koine)
- of moderate size
Inflection
[edit]Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | συμμετρῐκός summetrikós |
συμμετρῐκή summetrikḗ |
συμμετρῐκόν summetrikón |
συμμετρῐκώ summetrikṓ |
συμμετρῐκᾱ́ summetrikā́ |
συμμετρῐκώ summetrikṓ |
συμμετρῐκοί summetrikoí |
συμμετρῐκαί summetrikaí |
συμμετρῐκᾰ́ summetriká | |||||
Genitive | συμμετρῐκοῦ summetrikoû |
συμμετρῐκῆς summetrikês |
συμμετρῐκοῦ summetrikoû |
συμμετρῐκοῖν summetrikoîn |
συμμετρῐκαῖν summetrikaîn |
συμμετρῐκοῖν summetrikoîn |
συμμετρῐκῶν summetrikôn |
συμμετρῐκῶν summetrikôn |
συμμετρῐκῶν summetrikôn | |||||
Dative | συμμετρῐκῷ summetrikôi |
συμμετρῐκῇ summetrikêi |
συμμετρῐκῷ summetrikôi |
συμμετρῐκοῖν summetrikoîn |
συμμετρῐκαῖν summetrikaîn |
συμμετρῐκοῖν summetrikoîn |
συμμετρῐκοῖς summetrikoîs |
συμμετρῐκαῖς summetrikaîs |
συμμετρῐκοῖς summetrikoîs | |||||
Accusative | συμμετρῐκόν summetrikón |
συμμετρῐκήν summetrikḗn |
συμμετρῐκόν summetrikón |
συμμετρῐκώ summetrikṓ |
συμμετρῐκᾱ́ summetrikā́ |
συμμετρῐκώ summetrikṓ |
συμμετρῐκούς summetrikoús |
συμμετρῐκᾱ́ς summetrikā́s |
συμμετρῐκᾰ́ summetriká | |||||
Vocative | συμμετρῐκέ summetriké |
συμμετρῐκή summetrikḗ |
συμμετρῐκόν summetrikón |
συμμετρῐκώ summetrikṓ |
συμμετρῐκᾱ́ summetrikā́ |
συμμετρῐκώ summetrikṓ |
συμμετρῐκοί summetrikoí |
συμμετρῐκαί summetrikaí |
συμμετρῐκᾰ́ summetriká | |||||
Notes: |
|
Related terms
[edit]- and see: μέτρον n (métron)
References
[edit]- ^ s.v. "συμμετρία" - συμμετρικός - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas (in Greek), Athens: Lexicology Centre
Further reading
[edit]- “συμμετρικός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from French symétrique, from symétr(ie) < Ancient Greek συμμετρ(ία) f (summetr(ía)) + -ique < -ικός (-ikós) A different sense for the Hellenistic συμμετρικός (summetrikós, “of moderate size”).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συμμετρικός • (symmetrikós) m (feminine συμμετρική, neuter συμμετρικό)
Declension
[edit]Declension of συμμετρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συμμετρικός • | συμμετρική • | συμμετρικό • | συμμετρικοί • | συμμετρικές • | συμμετρικά • |
genitive | συμμετρικού • | συμμετρικής • | συμμετρικού • | συμμετρικών • | συμμετρικών • | συμμετρικών • |
accusative | συμμετρικό • | συμμετρική • | συμμετρικό • | συμμετρικούς • | συμμετρικές • | συμμετρικά • |
vocative | συμμετρικέ • | συμμετρική • | συμμετρικό • | συμμετρικοί • | συμμετρικές • | συμμετρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμμετρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμμετρικός, etc.) |
Related terms
[edit]- and see: σύμμετρος (sýmmetros)
References
[edit]- ^ συμμετρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Ancient Greek terms suffixed with -ικός
- Ancient Greek 4-syllable words
- Ancient Greek terms with IPA pronunciation
- Ancient Greek lemmas
- Ancient Greek adjectives
- Ancient Greek oxytone terms
- Koine Greek
- Greek terms borrowed from French
- Greek learned borrowings from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms suffixed with -ικός
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ός-ή-ό
- Greek terms prefixed with συμ-