Jump to content

συμμετρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σύμμετρος (súmmetros) +‎ -ῐκός (-ikós, adjective suffix).[1]

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

συμμετρῐκός (summetrikósm (feminine συμμετρῐκή, neuter συμμετρῐκόν); first/second declension (Koine)

  1. of moderate size

Inflection

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ s.v. "συμμετρία" - συμμετρικός - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from French symétrique, from symétr(ie) < Ancient Greek συμμετρ(ία) f (summetr(ía)) + -ique < -ικός (-ikós) A different sense for the Hellenistic συμμετρικός (summetrikós, of moderate size).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.me.tɾiˈkos/
  • Hyphenation: συμ‧με‧τρι‧κός

Adjective

[edit]

συμμετρικός (symmetrikósm (feminine συμμετρική, neuter συμμετρικό)

  1. symmetrical, symmetric, regular

Declension

[edit]
Declension of συμμετρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμμετρικός (symmetrikós) συμμετρική (symmetrikí) συμμετρικό (symmetrikó) συμμετρικοί (symmetrikoí) συμμετρικές (symmetrikés) συμμετρικά (symmetriká)
genitive συμμετρικού (symmetrikoú) συμμετρικής (symmetrikís) συμμετρικού (symmetrikoú) συμμετρικών (symmetrikón) συμμετρικών (symmetrikón) συμμετρικών (symmetrikón)
accusative συμμετρικό (symmetrikó) συμμετρική (symmetrikí) συμμετρικό (symmetrikó) συμμετρικούς (symmetrikoús) συμμετρικές (symmetrikés) συμμετρικά (symmetriká)
vocative συμμετρικέ (symmetriké) συμμετρική (symmetrikí) συμμετρικό (symmetrikó) συμμετρικοί (symmetrikoí) συμμετρικές (symmetrikés) συμμετρικά (symmetriká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμμετρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμμετρικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ συμμετρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language