Jump to content

υδραυλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ὑδραυλικός (hudraulikós), equivalent to υδρ- (ydr-, water) +‎ αυλός (avlós, pipe) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /iðravliˈkos/
  • Hyphenation: υ‧δραυ‧λι‧κός

Adjective

[edit]

υδραυλικός (ydravlikósm (feminine υδραυλική, neuter υδραυλικό)

  1. hydraulic

Declension

[edit]
Declension of υδραυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υδραυλικός (ydravlikós) υδραυλική (ydravlikí) υδραυλικό (ydravlikó) υδραυλικοί (ydravlikoí) υδραυλικές (ydravlikés) υδραυλικά (ydravliká)
genitive υδραυλικού (ydravlikoú) υδραυλικής (ydravlikís) υδραυλικού (ydravlikoú) υδραυλικών (ydravlikón) υδραυλικών (ydravlikón) υδραυλικών (ydravlikón)
accusative υδραυλικό (ydravlikó) υδραυλική (ydravlikí) υδραυλικό (ydravlikó) υδραυλικούς (ydravlikoús) υδραυλικές (ydravlikés) υδραυλικά (ydravliká)
vocative υδραυλικέ (ydravliké) υδραυλική (ydravlikí) υδραυλικό (ydravlikó) υδραυλικοί (ydravlikoí) υδραυλικές (ydravlikés) υδραυλικά (ydravliká)

Derived terms

[edit]
[edit]

Noun

[edit]

υδραυλικός (ydravlikósm (plural υδραυλικοί)

  1. plumber
  2. hydraulic engineer

Declension

[edit]
Declension of υδραυλικός
singular plural
nominative υδραυλικός (ydravlikós) υδραυλικοί (ydravlikoí)
genitive υδραυλικού (ydravlikoú) υδραυλικών (ydravlikón)
accusative υδραυλικό (ydravlikó) υδραυλικούς (ydravlikoús)
vocative υδραυλικέ (ydravliké) υδραυλικοί (ydravlikoí)