κοινοβιάτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- κοινοβίτης (koinovítis)
Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek κοινοβιάτης (koinobiátēs)[1] from Koine Greek κοινόβιον (koinóbion, “coenobium, religious commune”), κοινοβιακός (koinobiakós, “related to a coenobium”).[2]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κοινοβιάτης • (koinoviátis) m (plural κοινοβιάτες, feminine κοινοβιάτισσα)
- (ecclesiastical) cenobite
Declension
[edit]Declension of κοινοβιάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοινοβιάτης • | κοινοβιάτες • |
genitive | κοινοβιάτη • | κοινοβιατών • |
accusative | κοινοβιάτη • | κοινοβιάτες • |
vocative | κοινοβιάτη • | κοινοβιάτες • |
Related terms
[edit]- see: κοινόβιο n (koinóvio)
See also
[edit]- Coenobita (taxonomic genus)
- Coenobitidae (taxonomic familia)
References
[edit]- ^ κοινοβ - Kriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)
- ^ κοινοβ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language