Jump to content

Μητροπολίτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek μητροπολίτης (mētropolítēs).

Noun

[edit]

Μητροπολίτης (Mitropolítism (plural Μητροπολίτες)

  1. surname

Declension

[edit]
Declension of Μητροπολίτης
singular plural
nominative Μητροπολίτης (Mitropolítis) Μητροπολίτες (Mitropolítes)
genitive Μητροπολίτη (Mitropolíti) Μητροπολιτών (Mitropolitón)
accusative Μητροπολίτη (Mitropolíti) Μητροπολίτες (Mitropolítes)
vocative Μητροπολίτη (Mitropolíti) Μητροπολίτες (Mitropolítes)

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]