Count
|
Entry
|
Sources
|
65
|
῾ (h)
|
rough breathing, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, φρουρός, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, ἕπομαι, ἡμέρα, ἡμεῖς, ὑμεῖς
|
64
|
Η (Ē)
|
H, H, H, Ͱ, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌷
|
64
|
Τ (T)
|
LaTeX, T, TeX, tau, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐍄
|
63
|
π (p)
|
tau, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, φρουρός, χ, χ, ψ, ψιλός, ϊ, ϖ, ϗ, ܙܘܦܐ
|
62
|
Ζ (Z)
|
Z, Z, zeta, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌶
|
62
|
Π (P)
|
P, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, п, ∏, 𐍀
|
62
|
ν (n)
|
ny, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, βαίνω, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ξ, ξύνοιδα, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, ἀσάμινθος
|
62
|
τ (t)
|
extropy, tau, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, υ, φ, χ, χ, ψ, ψιλός, ϊ, ϖ, ϗ, Թենեդոս
|
62
|
φ (ph)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, διφθέρα, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φρουρός, χ, χ, ψ, ψιλός, ϊ, ϖ, ϗ, ֆ
|
61
|
Κ (K)
|
K, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, ᚲ, 𐌺
|
61
|
Λ (L)
|
L, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, λάβδωμα, λαβδοειδής, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
61
|
Μ (M)
|
M, m, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌼
|
61
|
Ν (N)
|
N, ny, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌽
|
61
|
Ο (O)
|
O, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌿, 𐍉
|
61
|
Ρ (R)
|
R, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌓, 𐍂
|
61
|
Σ (S)
|
S, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐍃
|
61
|
Ψ (Ps)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, ᛉ, 𐌸, 𐍈
|
61
|
θ (th)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ψιλός, ϊ, ϖ, ϗ, Թենեդոս, ἀσκηθής
|
61
|
λ (l)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λαβδακισμός, λαβδοειδής, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌻
|
61
|
ρ (r)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Κλείτωρ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, λαβδακισμός, μ, ν, ξ, ο, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, ☧
|
61
|
σ (s)
|
prothesis, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, θυγάτηρ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, πάσχω, ρ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
61
|
υ (u)
|
hyoïde, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, θυγάτηρ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, Ѵ
|
60
|
Θ (Th)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌸, 𐍈
|
60
|
Ω (Ō)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐍉
|
60
|
ι (i)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, ἶρις
|
60
|
ξ (x)
|
ophiothricid, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, ѯ
|
60
|
ο (o)
|
o, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, օ
|
60
|
ς (s)
|
ophiothricid, Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
`
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
¨
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
´
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
·
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
Ξ (X)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌾
|
59
|
Φ (Ph)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ, 𐌸
|
59
|
κ (k)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ψιλός, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
ψ (ps)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, διφθέρα, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
ω (ō)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
῀
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
59
|
﹔
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
58
|
μ (m)
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Ζ, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Υ, Υ, Φ, Χ, Χ, Ψ, Ϊ, ί, α, β, β, γ, γ, δ, δ, ε, ε, ζ, ζ, η, η, θ, ι, κ, λ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, χ, χ, ψ, ϊ, ϖ, ϗ
|
58
|
περι- (peri-)
|
periapt, pericarp, pericope, pericynthion, periegesis, periegete, perifrasi, perigynium, perihelion, perihelium, perikyma, perioecus, peristalsis, Πειρίθοος, Περίανδρος, Περικλύμενος, Περικλῆς, μπερδεύω, περίδειπνον, περίειμι, περίνεως, περίοικος, περίτονος, περίφρων, περιέχω, περιίστημι, περιβάλλω, περιγίγνομαι, περιδέξιος, περιδέραιον, περιθάλπω, περικάρπιον, περικαλλής, περικλείω, περικλυτός, περικλύμενον, περικρύπτω, περιλύω, περιμένω, περιοράω, περιπατέω, περιπλέω, περιπλόμενος, περιποιέω, περιπόρφυρος, περισκοπέω, περισπάω, περιστέλλω, περιτέμνω, περιτειχίζω, περιτρέχω, περιτυγχάνω, περιφέρεια, περιφέρω, περιφραδής, περιφρονέω, περπατάω, προσπεριγίγνομαι
|
54
|
-ρός (-rós)
|
αἰσχρός, καρτερός, καρφηρός, κλαγερός, λαμπρός, λαχανηρός, λεπρός, λιγυρός, λιμηρός, λιπαρός, λυπηρός, λυπρός, μαδαρός, μακρός, μογερός, μυρηρός, μυσαρός, νοσηρός, νωθρός, οἰκτρός, οἰνηρός, πλουτηρός, πνιγηρός, πονηρός, πυρρός, σαπρός, σθεναρός, σκιερός, σκληρός, σταθερός, στυγερός, σφαλερός, τολμηρός, φανερός, φλογερός, χαλαρός, χλιαρός, χόνδρος, ψαρός, ψαφαρός, ψεφαρός, ψυχρός, ἁδρός, ἐχθρός, ἱλαρός, ὀγκηρός, ὀδυνηρός, ὀκνηρός, ὀλισθηρός, ὀμβρηρός, ὀμφακηρός, ὀτρηρός, ὑδατηρός, ὑπνηρός
|
51
|
ἀναγκάζον (anankázon)
|
ἀνάγκαζε, ἀναγκάζει, ἀναγκάζειν, ἀναγκάζεις, ἀναγκάζεσθαι, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκάζεσθον, ἀναγκάζεται, ἀναγκάζετε, ἀναγκάζετον, ἀναγκάζησθε, ἀναγκάζησθον, ἀναγκάζηται, ἀναγκάζητε, ἀναγκάζητον, ἀναγκάζοι, ἀναγκάζοιεν, ἀναγκάζοιμεν, ἀναγκάζοιμι, ἀναγκάζοιντο, ἀναγκάζοιο, ἀναγκάζοις, ἀναγκάζοισθε, ἀναγκάζοισθον, ἀναγκάζοιτε, ἀναγκάζοιτο, ἀναγκάζοιτον, ἀναγκάζομεν, ἀναγκάζονται, ἀναγκάζου, ἀναγκάζουσι, ἀναγκάζουσιν, ἀναγκάζω, ἀναγκάζωμαι, ἀναγκάζωμεν, ἀναγκάζωνται, ἀναγκάζωσι, ἀναγκάζωσιν, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζῃς, ἀναγκαζέσθω, ἀναγκαζέσθων, ἀναγκαζέτω, ἀναγκαζέτων, ἀναγκαζοίμεθα, ἀναγκαζοίμην, ἀναγκαζοίσθην, ἀναγκαζοίτην, ἀναγκαζόμεθα, ἀναγκαζόντων, ἀναγκαζώμεθα
|
51
|
ἀναγκάζουσα (anankázousa)
|
ἀνάγκαζε, ἀναγκάζει, ἀναγκάζειν, ἀναγκάζεις, ἀναγκάζεσθαι, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκάζεσθον, ἀναγκάζεται, ἀναγκάζετε, ἀναγκάζετον, ἀναγκάζησθε, ἀναγκάζησθον, ἀναγκάζηται, ἀναγκάζητε, ἀναγκάζητον, ἀναγκάζοι, ἀναγκάζοιεν, ἀναγκάζοιμεν, ἀναγκάζοιμι, ἀναγκάζοιντο, ἀναγκάζοιο, ἀναγκάζοις, ἀναγκάζοισθε, ἀναγκάζοισθον, ἀναγκάζοιτε, ἀναγκάζοιτο, ἀναγκάζοιτον, ἀναγκάζομεν, ἀναγκάζονται, ἀναγκάζου, ἀναγκάζουσι, ἀναγκάζουσιν, ἀναγκάζω, ἀναγκάζωμαι, ἀναγκάζωμεν, ἀναγκάζωνται, ἀναγκάζωσι, ἀναγκάζωσιν, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζῃς, ἀναγκαζέσθω, ἀναγκαζέσθων, ἀναγκαζέτω, ἀναγκαζέτων, ἀναγκαζοίμεθα, ἀναγκαζοίμην, ἀναγκαζοίσθην, ἀναγκαζοίτην, ἀναγκαζόμεθα, ἀναγκαζόντων, ἀναγκαζώμεθα
|
51
|
ἀναγκάζων (anankázōn)
|
ἀνάγκαζε, ἀναγκάζει, ἀναγκάζειν, ἀναγκάζεις, ἀναγκάζεσθαι, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκάζεσθον, ἀναγκάζεται, ἀναγκάζετε, ἀναγκάζετον, ἀναγκάζησθε, ἀναγκάζησθον, ἀναγκάζηται, ἀναγκάζητε, ἀναγκάζητον, ἀναγκάζοι, ἀναγκάζοιεν, ἀναγκάζοιμεν, ἀναγκάζοιμι, ἀναγκάζοιντο, ἀναγκάζοιο, ἀναγκάζοις, ἀναγκάζοισθε, ἀναγκάζοισθον, ἀναγκάζοιτε, ἀναγκάζοιτο, ἀναγκάζοιτον, ἀναγκάζομεν, ἀναγκάζονται, ἀναγκάζου, ἀναγκάζουσι, ἀναγκάζουσιν, ἀναγκάζω, ἀναγκάζωμαι, ἀναγκάζωμεν, ἀναγκάζωνται, ἀναγκάζωσι, ἀναγκάζωσιν, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζῃς, ἀναγκαζέσθω, ἀναγκαζέσθων, ἀναγκαζέτω, ἀναγκαζέτων, ἀναγκαζοίμεθα, ἀναγκαζοίμην, ἀναγκαζοίσθην, ἀναγκαζοίτην, ἀναγκαζόμεθα, ἀναγκαζόντων, ἀναγκαζώμεθα
|
51
|
ἀναγκαζομένη (anankazoménē)
|
ἀνάγκαζε, ἀναγκάζει, ἀναγκάζειν, ἀναγκάζεις, ἀναγκάζεσθαι, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκάζεσθον, ἀναγκάζεται, ἀναγκάζετε, ἀναγκάζετον, ἀναγκάζησθε, ἀναγκάζησθον, ἀναγκάζηται, ἀναγκάζητε, ἀναγκάζητον, ἀναγκάζοι, ἀναγκάζοιεν, ἀναγκάζοιμεν, ἀναγκάζοιμι, ἀναγκάζοιντο, ἀναγκάζοιο, ἀναγκάζοις, ἀναγκάζοισθε, ἀναγκάζοισθον, ἀναγκάζοιτε, ἀναγκάζοιτο, ἀναγκάζοιτον, ἀναγκάζομεν, ἀναγκάζονται, ἀναγκάζου, ἀναγκάζουσι, ἀναγκάζουσιν, ἀναγκάζω, ἀναγκάζωμαι, ἀναγκάζωμεν, ἀναγκάζωνται, ἀναγκάζωσι, ἀναγκάζωσιν, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζῃς, ἀναγκαζέσθω, ἀναγκαζέσθων, ἀναγκαζέτω, ἀναγκαζέτων, ἀναγκαζοίμεθα, ἀναγκαζοίμην, ἀναγκαζοίσθην, ἀναγκαζοίτην, ἀναγκαζόμεθα, ἀναγκαζόντων, ἀναγκαζώμεθα
|
51
|
ἀναγκαζόμενον (anankazómenon)
|
ἀνάγκαζε, ἀναγκάζει, ἀναγκάζειν, ἀναγκάζεις, ἀναγκάζεσθαι, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκάζεσθον, ἀναγκάζεται, ἀναγκάζετε, ἀναγκάζετον, ἀναγκάζησθε, ἀναγκάζησθον, ἀναγκάζηται, ἀναγκάζητε, ἀναγκάζητον, ἀναγκάζοι, ἀναγκάζοιεν, ἀναγκάζοιμεν, ἀναγκάζοιμι, ἀναγκάζοιντο, ἀναγκάζοιο, ἀναγκάζοις, ἀναγκάζοισθε, ἀναγκάζοισθον, ἀναγκάζοιτε, ἀναγκάζοιτο, ἀναγκάζοιτον, ἀναγκάζομεν, ἀναγκάζονται, ἀναγκάζου, ἀναγκάζουσι, ἀναγκάζουσιν, ἀναγκάζω, ἀναγκάζωμαι, ἀναγκάζωμεν, ἀναγκάζωνται, ἀναγκάζωσι, ἀναγκάζωσιν, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζῃς, ἀναγκαζέσθω, ἀναγκαζέσθων, ἀναγκαζέτω, ἀναγκαζέτων, ἀναγκαζοίμεθα, ἀναγκαζοίμην, ἀναγκαζοίσθην, ἀναγκαζοίτην, ἀναγκαζόμεθα, ἀναγκαζόντων, ἀναγκαζώμεθα
|
51
|
ἀναγκαζόμενος (anankazómenos)
|
ἀνάγκαζε, ἀναγκάζει, ἀναγκάζειν, ἀναγκάζεις, ἀναγκάζεσθαι, ἀναγκάζεσθε, ἀναγκάζεσθον, ἀναγκάζεται, ἀναγκάζετε, ἀναγκάζετον, ἀναγκάζησθε, ἀναγκάζησθον, ἀναγκάζηται, ἀναγκάζητε, ἀναγκάζητον, ἀναγκάζοι, ἀναγκάζοιεν, ἀναγκάζοιμεν, ἀναγκάζοιμι, ἀναγκάζοιντο, ἀναγκάζοιο, ἀναγκάζοις, ἀναγκάζοισθε, ἀναγκάζοισθον, ἀναγκάζοιτε, ἀναγκάζοιτο, ἀναγκάζοιτον, ἀναγκάζομεν, ἀναγκάζονται, ἀναγκάζου, ἀναγκάζουσι, ἀναγκάζουσιν, ἀναγκάζω, ἀναγκάζωμαι, ἀναγκάζωμεν, ἀναγκάζωνται, ἀναγκάζωσι, ἀναγκάζωσιν, ἀναγκάζῃ, ἀναγκάζῃς, ἀναγκαζέσθω, ἀναγκαζέσθων, ἀναγκαζέτω, ἀναγκαζέτων, ἀναγκαζοίμεθα, ἀναγκαζοίμην, ἀναγκαζοίσθην, ἀναγκαζοίτην, ἀναγκαζόμεθα, ἀναγκαζόντων, ἀναγκαζώμεθα
|
48
|
πολυ- (polu-)
|
Karp, Polypodium, poliandrio, polydactyly, polygonum, polyhedron, polymorphous, polymyodian, polypodium, polypodium, Πολυμήστωρ, Πολυμνία, Πολυξένη, Πολυποίτης, Πολύβιος, Πολύγνωτος, Πολύδωρος, Πολύφημος, Πόλυβος, πολυάνθρωπος, πολυβενθής, πολυδάκτυλος, πολυκλήϊς, πολυμήχανος, πολυπαίπαλος, πολυπρόσωπος, πολυπῖδαξ, πολυστάφυλος, πολυτελής, πολυφάγος, πολυχρονικός, πολυχρόνιος, πολύδακρυς, πολύκαρπος, πολύκεστος, πολύκμητος, πολύκνημον, πολύλογος, πολύμυθος, πολύνευρον, πολύπικρος, πολύπους, πολύτρητος, πολύτριχος, πολύτροφος, πολύφρων, πολύχρυσος, πουλυβότειρα
|
46
|
-φόρος (-phóros)
|
-for, -phore, Commiphora, Ctenophora, Cycliophora, Discophora, Lophophorata, Lophophorus, Mastigophora, Neoophora, Pogonophora, canephoros, collophore, criophore, elaiophore, eosphorite, forus, leucophore, lofoforo, mastigophorus, pastophorus, psychophor, rabdophorus, retinophora, šviesoforas, Φωσφόρος, βουληφόρος, δερματοφόρος, θυλακοφόρος, θυρσοφόρος, μαστιγοφόρος, μυροφόρος, ναρθηκοφόρος, νικηφόρος, πυρσοφόρος, σκιαδηφόρος, σπαθηφόρος, τραπεζοφόρος, φαρμακοφόρος, φωσφόρος, ψηφοφόρος, ἀκρατοφόρος, Ἑωσφόρος, ὀλεθροφόρος, ὀπισθοφόρος, ὀψοφόρος
|
36
|
γεωγραφία (geōgraphía)
|
Erdkunde, Geographie, coğrafya, geograafia, geografeia, geografi, geografi, geografia, geografia, geografia, geografia, geografia, geografia, geografia, geografia, geografie, geografija, geografo, geographia, geography, géographie, géographie, jeografiya, zemljopis, ģeogrāfija, γεωγραφία, γῆ, географ, географија, жағрафия, жағырапия, палеогеография, ҷуғрофия, גיוגראפייה, جغرافيا, جغرافیا
|
35
|
πάππας (páppas)
|
Poopst, baabost, dad, faff, papa, papa, papa, papa, papa, papa, papa, papa, papa, pape, papież, papú, paus, paus, pop, pop, pope, popã, popă, pápa, μπαμπάς, πάπας, παππάς, папа, поп, поп, поп, поп, попъ, պապ, ܦܦܐ
|
34
|
-ή (-ḗ)
|
-η, βασταγή, διαγραφή, καταγραφή, κριγή, λαβή, λαλαγή, ξυλαμή, οἰμωγή, περιγραφή, περιοχή, πλαστή, προγραφή, σαγή, σαλαγή, στακτή, στρωμνή, συναφή, σφαγή, ταγή, ταραχή, ἀλλαγή, ἀναγραφή, ἁρμογή, ἁφή, ἐνιπή, ἐνοπή, ἰαχή, ἰυγή, ὀλολυγή, ὀπωπή, ὑπαλλαγή, ῥιπή, ῥωγή
|
34
|
-αῖος (-aîos)
|
-eo, Erythraea, Etnean, athenæer, athenæisk, etneo, europæer, europæisk, Αἰγαῖος, Θερμαῖος κόλπος, Θηβαῖος, Κερκυραῖος, Μουσαῖος, Μυκηναῖος, Πτολεμαῖος, Χανααναῖος, εἰρηναῖος, λαθραῖος, ναζειραῖος, οὐραῖος, σπουδαῖος, χερσαῖος, χορταῖος, ἀμορβαῖος, Ἀγκαῖος, Ἀλκαῖος, Ἀργαῖος, Ἀρισταῖος, Ἐρυθραῖος, ἠλυγαῖος, ἰωβηλαῖος, Ἰδαῖος, Ἰσαῖος, ὀπαῖος
|
33
|
'
|
Ζ, Θ, Ι, Κ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Φ, Ϊ, ί, γ, γ, δ, δ, ζ, ζ, θ, ι, λ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, ϖ, ϗ
|
33
|
¯
|
Ζ, Θ, Ι, Κ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Φ, Ϊ, ί, γ, γ, δ, δ, ζ, ζ, θ, ι, λ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, ϖ, ϗ
|
33
|
˘
|
Ζ, Θ, Ι, Κ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Φ, Ϊ, ί, γ, γ, δ, δ, ζ, ζ, θ, ι, λ, ν, ξ, ο, ρ, σ, σίγμα τελικό, τ, υ, φ, ϖ, ϗ
|
31
|
-ον (-on)
|
-ende, -on, -on, -ón, -έω, -ων, -𐌽𐌳𐍃, Asplenium, adynaton, anecdotum, apastron, archaeophyte, asplenium, criteria, octagon, pericynthion, perihelion, phenomena, prosencephalon, taxa, Μεταπόντιον, ελαιόλαδο, παρακλαυσίθυρον, афелий, перигелий, ־ון, ἀνάρρινον, ἀντίρρινον, ἔρρινον, ἡμίμιτρον, ὀξύγονον
|
29
|
καταλυτότατος (katalutótatos)
|
κατάλυτα, κατάλυτε, κατάλυτοι, κατάλυτον, κατάλυτος, καταλυτά, καταλυτέ, καταλυτή, καταλυτήν, καταλυταί, καταλυταῖν, καταλυτοί, καταλυτούς, καταλυτοῖν, καταλυτοῖς, καταλυτόν, καταλυτός, καταλυτώ, καταλυτῆς, καταλυτῇ, καταλυτῶν, καταλυτῷ, καταλύτοιν, καταλύτοις, καταλύτου, καταλύτους, καταλύτω, καταλύτων, καταλύτῳ
|
29
|
καταλυτότερος (katalutóteros)
|
κατάλυτα, κατάλυτε, κατάλυτοι, κατάλυτον, κατάλυτος, καταλυτά, καταλυτέ, καταλυτή, καταλυτήν, καταλυταί, καταλυταῖν, καταλυτοί, καταλυτούς, καταλυτοῖν, καταλυτοῖς, καταλυτόν, καταλυτός, καταλυτώ, καταλυτῆς, καταλυτῇ, καταλυτῶν, καταλυτῷ, καταλύτοιν, καταλύτοις, καταλύτου, καταλύτους, καταλύτω, καταλύτων, καταλύτῳ
|
29
|
ἀσπάραγος (aspáragos)
|
Asparagus, asparagas, asparagina, asparago, asparagus, asparagus, asparagus, asparges, asperge, asperge, espargo, espàrrec, espárrago, espárrago, parsa, shparg, sparanghel, sparc, spirač, spraġ, spàraciu, spàraxo, szparag, σπαράγγι, аспарагин, спаржа, ծնեբեկ, أسفراج, ἀσφάραγος
|
28
|
τεχνικός (tekhnikós)
|
pantechnicon, pyrotechnic, technical, techniek, technik, technika, technika, technika, technique, technique, tegniek, tehnika, tekniikka, teknik, teknik, teknik, teknik, teknik, teknikk, teknikk, técnico, técnico, τέχνη, техник, техника, טעכניק, פירוטכניקה, تيکنيک
|
27
|
ζύμη (zúmē)
|
Enzym, Zymonema, asmo, azymite, ensím, enzima, enzym, enzym, enzym, enzyme, enzyme, ius, leaven, prozymite, yeast, zyme, zymo-, ácimo, ένζυμο, ζέω, ζυμάρι, ζωμός, ζύμη, ζῦθος, ензим, ცომი, ἄζυμος
|
27
|
προστάτης (prostátēs)
|
Prostata, Vorsteherdrüse, chief, dülmirigy, head/translations, patron, president, prostaat, prostata, prostata, prostata, prostata, prostata, prostata, prostata, prostata, prostata, prostata, prostata, prostate, protector, pròstata, próstata, próstata, прастата, ⲡⲣⲟⲥⲧⲁⲧⲏⲥ, 전립선
|
27
|
ἀναλυτότατος (analutótatos)
|
ἀνάλυτα, ἀνάλυτε, ἀνάλυτοι, ἀνάλυτον, ἀνάλυτος, ἀναλυτά, ἀναλυτάς, ἀναλυτέ, ἀναλυτή, ἀναλυταῖς, ἀναλυτοί, ἀναλυτούς, ἀναλυτοῖν, ἀναλυτοῖς, ἀναλυτόν, ἀναλυτός, ἀναλυτώ, ἀναλυτῆς, ἀναλυτῶν, ἀναλυτῷ, ἀναλύτοιν, ἀναλύτοις, ἀναλύτου, ἀναλύτους, ἀναλύτω, ἀναλύτων, ἀναλύτῳ
|
27
|
ἀναλυτότερος (analutóteros)
|
ἀνάλυτα, ἀνάλυτε, ἀνάλυτοι, ἀνάλυτον, ἀνάλυτος, ἀναλυτά, ἀναλυτάς, ἀναλυτέ, ἀναλυτή, ἀναλυταῖς, ἀναλυτοί, ἀναλυτούς, ἀναλυτοῖν, ἀναλυτοῖς, ἀναλυτόν, ἀναλυτός, ἀναλυτώ, ἀναλυτῆς, ἀναλυτῶν, ἀναλυτῷ, ἀναλύτοιν, ἀναλύτοις, ἀναλύτου, ἀναλύτους, ἀναλύτω, ἀναλύτων, ἀναλύτῳ
|
26
|
̓
|
Α, Β, Γ, Γ, Δ, Δ, Ε, Λ, Υ, Υ, Χ, Χ, Ψ, α, β, β, ε, ε, η, η, κ, μ, χ, χ, ψ, ϊ
|
26
|
βασιλική (basilikḗ)
|
basalca, baselgia, basilica, basilica, basilica, basilica, basiliek, basilika, basilique, basoche, basílica, basílica, basílica, baxéłega, bazilică, baziliko, bisearicã, bisearică, biserică, bãsearicã, bãserãche, church, patria, regia, βασιλική, βασιλικός
|
26
|
γίγας (gígas)
|
gaiant, gegant, gegnisht, gegë, ghigante, giant, giga-, giga-, giga-, gigant, gigant, gigant, gigant, gigante, gigante, gigante, gigante, gigantesque, gigantic, gigantomastia, gigants, gigászi, géant, gíga-, γιγα-, гигант
|
25
|
-γράφος (-gráphos)
|
-grafo, -grafo, -grafo, asmatographer, pornhwa, telegraf, uranografo, βιβλιογράφος, διθυραμβογράφος, εἰκονογράφος, ζωγράφος, θαλασσογράφος, κωμῳδιογράφος, πινακόγραφος, πορνογράφος, σκηνογράφος, σκιαγράφος, τεχνογράφος, τραγῳδιογράφος, χωρογράφος, ψευδογράφος, ἡμερογράφος, ἰαμβογράφος, ὑμνογράφος, ῥυπαρογράφος
|
24
|
σπασμός (spasmós)
|
convulsion, espasme, espasmo, espasmo, espasmo, pasmar, pasmo, pasmo, phrenospasm, spaimă, spasm, spasm, spasme, spasme, spasme, spasmo, spasmo, spasmodic, spasmodico, spasmodisk, spazm, σπάω, σπασμός, σπαστικός
|
24
|
ὑδρο- (hudro-)
|
hidr-, hidro-, hidro-, hidro-, hidrógeno, homoiohydrisch, hydro-, hydro-, hydro-, hydro-, hydro-, hydromancie, hydromancie, hydromancie, hydromantia, hydromantis, hydrophobia, idro-, idromante, idromanzia, гидромеханика, гідрологія, ὑδροθήκη, ὕδωρ
|
23
|
δελφίν (delphín)
|
Delphinus, dauphîn, delfiini, delfin, delfin, delfìn, delfín, delphin, delphinus, dofí, dolphin, drafìn, golfinho, golfinno, golfiño, llofín, δελφίς, делфин, делфинъ, դելփին, دلفین, دلفین, დელფინი
|
23
|
κύνικλος (kúniklos)
|
coelho, coello, conejo, conexu, conilh, conill, connil, cony, conéjo, cunicio, cunigghiu, cunin, cwning, cõello, kelinci, kelinci, konijn, konikl, królik, kuilu, kunić, terwelu, κουνέλι
|
23
|
ἀλάβαστρος (alábastros)
|
Alabaster, alabaster, alabaster, alabaster, alabaster, alabastr, alabastre, alabastre, alabastre, alabastro, alabastro, alabastro, alabastro, alabastru, albas, albastar, albâtre, αλάβαστρο, алебастр, علبة, ἀλάβαστος, ἀλαβάστρινος, ἀλαβαστροθήκη
|
22
|
Κύριλλος (Kúrillos)
|
Cirilo, Cyril, Cyril, Cyril, Cyrill, Cyrillic, Cyrl, Kirill, Kirils, Kyrylo, cirílico, kyrillinen, Ǩiurrâl, Кирилл, Кирило, Кірыл, Կիւրեղ, Կյուրեղ, كيرلس, キリル, 基里爾, 西里爾
|
22
|
καταλυθέντως (kataluthéntōs)
|
καταλυθέν, καταλυθέντα, καταλυθέντας, καταλυθέντε, καταλυθέντες, καταλυθέντι, καταλυθέντοιν, καταλυθέντος, καταλυθέντων, καταλυθείς, καταλυθείσα, καταλυθείσαιν, καταλυθείσαις, καταλυθείσας, καταλυθείσης, καταλυθείσῃ, καταλυθεισῶν, καταλυθεῖσα, καταλυθεῖσαι, καταλυθεῖσαν, καταλυθεῖσι, καταλυθεῖσιν
|
22
|
καταλυσάντως (katalusántōs)
|
καταλυσάντοιν, καταλυσάντων, καταλυσάσα, καταλυσάσαιν, καταλυσάσαις, καταλυσάσας, καταλυσάσης, καταλυσάσῃ, καταλυσασῶν, καταλύσαντα, καταλύσαντας, καταλύσαντε, καταλύσαντες, καταλύσαντι, καταλύσαντος, καταλύσας, καταλύσασα, καταλύσασαι, καταλύσασαν, καταλύσασι, καταλύσασιν, καταλῦσαν
|
22
|
καταπολεμησάντως (katapolemēsántōs)
|
καταπολεμήσαντα, καταπολεμήσαντας, καταπολεμήσαντε, καταπολεμήσαντες, καταπολεμήσαντι, καταπολεμήσαντος, καταπολεμήσας, καταπολεμήσασα, καταπολεμήσασαι, καταπολεμήσασαν, καταπολεμήσασι, καταπολεμήσασιν, καταπολεμησάντοιν, καταπολεμησάντων, καταπολεμησάσα, καταπολεμησάσαιν, καταπολεμησάσαις, καταπολεμησάσας, καταπολεμησάσης, καταπολεμησάσῃ, καταπολεμησασῶν, καταπολεμῆσαν
|
22
|
κυδώνιον (kudṓnion)
|
cidonio, codogn, codogno, codoin, codonh, codony, coing, cotogna, cotognata, cotogno, cotoneum, gutui, gutuie, gutunj, gutunji, gutunjiu, kvitteni, quince, quiten, κυδώνι, дыня, дыня
|
22
|
πάπας (pápas)
|
Papa, Papa, Papa, Poopst, faff, papa, papa, papa, papa, papa, papa, pape, pape, paus, paus, pope, protopapas, pápa, πάπας, папа, პაპა, 𐍀𐌰𐍀𐌰
|
22
|
πρόγραμμα (prógramma)
|
Programm, Programm, program, program, program, program, program, programa, programa, programa, programa, programa, programa, programação, programma, programma, programmatique, programme, programme, rhaglen, προγράφω, برنامج
|
22
|
τειχιζόντως (teikhizóntōs)
|
τειχίζον, τειχίζοντα, τειχίζοντας, τειχίζοντε, τειχίζοντες, τειχίζοντι, τειχίζοντος, τειχίζουσα, τειχίζουσαι, τειχίζουσαν, τειχίζουσι, τειχίζουσιν, τειχίζων, τειχιζουσῶν, τειχιζούσα, τειχιζούσαιν, τειχιζούσαις, τειχιζούσας, τειχιζούσης, τειχιζούσῃ, τειχιζόντοιν, τειχιζόντων
|
22
|
ἀπολυθέντως (apoluthéntōs)
|
ἀπολυθέν, ἀπολυθέντα, ἀπολυθέντας, ἀπολυθέντε, ἀπολυθέντες, ἀπολυθέντι, ἀπολυθέντοιν, ἀπολυθέντος, ἀπολυθέντων, ἀπολυθείς, ἀπολυθείσα, ἀπολυθείσαιν, ἀπολυθείσαις, ἀπολυθείσας, ἀπολυθείσης, ἀπολυθείσῃ, ἀπολυθεισῶν, ἀπολυθεῖσα, ἀπολυθεῖσαι, ἀπολυθεῖσαν, ἀπολυθεῖσι, ἀπολυθεῖσιν
|
22
|
ἀποστερησάντως (aposterēsántōs)
|
ἀποστερήσαντα, ἀποστερήσαντας, ἀποστερήσαντε, ἀποστερήσαντες, ἀποστερήσαντι, ἀποστερήσαντος, ἀποστερήσας, ἀποστερήσασα, ἀποστερήσασαι, ἀποστερήσασαν, ἀποστερήσασι, ἀποστερήσασιν, ἀποστερησάντοιν, ἀποστερησάντων, ἀποστερησάσα, ἀποστερησάσαιν, ἀποστερησάσαις, ἀποστερησάσας, ἀποστερησάσης, ἀποστερησάσῃ, ἀποστερησασῶν, ἀποστερῆσαν
|
21
|
-ωμα (-ōma)
|
-oma, -oma, -oma, -ome, -ome, -óma, -ωμα, phakomatosis, sarcoma, sarcoma, sarcoma, stercoroma, trachoma, trachoma, δικαίωμα, λάβδωμα, πελίδνωμα, στοιχείωμα, саркома, تراخوما, ἀθήρωμα
|
21
|
αὐτόματον (autómaton)
|
automa, automaat, automat, automata, automate, automatic, automatik, automatik, automato, automaton, automaton, automatum, automatyczny, autômato, aŭtomato, otomat, otomatis, robot, αὐτόματος, אויטאָמאַטיש, ავტომატი
|
21
|
καταλυσαμένως (katalusaménōs)
|
καταλυσάμενα, καταλυσάμεναι, καταλυσάμενε, καταλυσάμενοι, καταλυσάμενον, καταλυσάμενος, καταλυσαμένα, καταλυσαμέναιν, καταλυσαμέναις, καταλυσαμένας, καταλυσαμένη, καταλυσαμένην, καταλυσαμένης, καταλυσαμένοιν, καταλυσαμένοις, καταλυσαμένου, καταλυσαμένους, καταλυσαμένω, καταλυσαμένων, καταλυσαμένῃ, καταλυσαμένῳ
|
21
|
καταλυσαμενώτατος (katalusamenṓtatos)
|
καταλυσάμενα, καταλυσάμεναι, καταλυσάμενε, καταλυσάμενοι, καταλυσάμενον, καταλυσάμενος, καταλυσαμένα, καταλυσαμέναιν, καταλυσαμέναις, καταλυσαμένας, καταλυσαμένη, καταλυσαμένην, καταλυσαμένης, καταλυσαμένοιν, καταλυσαμένοις, καταλυσαμένου, καταλυσαμένους, καταλυσαμένω, καταλυσαμένων, καταλυσαμένῃ, καταλυσαμένῳ
|
21
|
καταλυσαμενώτερος (katalusamenṓteros)
|
καταλυσάμενα, καταλυσάμεναι, καταλυσάμενε, καταλυσάμενοι, καταλυσάμενον, καταλυσάμενος, καταλυσαμένα, καταλυσαμέναιν, καταλυσαμέναις, καταλυσαμένας, καταλυσαμένη, καταλυσαμένην, καταλυσαμένης, καταλυσαμένοιν, καταλυσαμένοις, καταλυσαμένου, καταλυσαμένους, καταλυσαμένω, καταλυσαμένων, καταλυσαμένῃ, καταλυσαμένῳ
|
21
|
κομήτης (komḗtēs)
|
comed, comet, cometa, cometa, cometa, cometa, cometa, cometa, cometa, cometes, conmète, komeet, komeet, komeetta, komet, komet, kometa, komēta, long-haired, κόμη, комета
|
21
|
λαϊκός (laïkós)
|
laico, laico, laicus, laik, laikus, lajku, laoch, laoch, lay, laïc, laïque, leek, lego, lego, leigo, lek, lewd, láech, læg, λαϊκός, λαός
|
21
|
λυτρωσίμως (lutrōsímōs)
|
λυτρωσίμα, λυτρωσίμαιν, λυτρωσίμαις, λυτρωσίμας, λυτρωσίμη, λυτρωσίμην, λυτρωσίμης, λυτρωσίμοιν, λυτρωσίμοις, λυτρωσίμου, λυτρωσίμους, λυτρωσίμω, λυτρωσίμων, λυτρωσίμῃ, λυτρωσίμῳ, λυτρώσιμα, λυτρώσιμαι, λυτρώσιμε, λυτρώσιμοι, λυτρώσιμον, λυτρώσιμος
|
21
|
λυτρωσιμότατος (lutrōsimótatos)
|
λυτρωσίμα, λυτρωσίμαιν, λυτρωσίμαις, λυτρωσίμας, λυτρωσίμη, λυτρωσίμην, λυτρωσίμης, λυτρωσίμοιν, λυτρωσίμοις, λυτρωσίμου, λυτρωσίμους, λυτρωσίμω, λυτρωσίμων, λυτρωσίμῃ, λυτρωσίμῳ, λυτρώσιμα, λυτρώσιμαι, λυτρώσιμε, λυτρώσιμοι, λυτρώσιμον, λυτρώσιμος
|
21
|
λυτρωσιμότερος (lutrōsimóteros)
|
λυτρωσίμα, λυτρωσίμαιν, λυτρωσίμαις, λυτρωσίμας, λυτρωσίμη, λυτρωσίμην, λυτρωσίμης, λυτρωσίμοιν, λυτρωσίμοις, λυτρωσίμου, λυτρωσίμους, λυτρωσίμω, λυτρωσίμων, λυτρωσίμῃ, λυτρωσίμῳ, λυτρώσιμα, λυτρώσιμαι, λυτρώσιμε, λυτρώσιμοι, λυτρώσιμον, λυτρώσιμος
|
21
|
μαγεία (mageía)
|
maghia, magi, magi, magi, magia, magia, magia, magia, magia, magic, magie, magie, magie, màgia, mágia, sorcery, μάγια, μαγεία, магія, მაგია, ⲙⲁⲅⲓⲁ
|
21
|
ξυγκειμένως (xunkeiménōs)
|
ξυγκείμενα, ξυγκείμεναι, ξυγκείμενε, ξυγκείμενοι, ξυγκείμενον, ξυγκείμενος, ξυγκειμένα, ξυγκειμέναιν, ξυγκειμέναις, ξυγκειμένας, ξυγκειμένη, ξυγκειμένην, ξυγκειμένης, ξυγκειμένοιν, ξυγκειμένοις, ξυγκειμένου, ξυγκειμένους, ξυγκειμένω, ξυγκειμένων, ξυγκειμένῃ, ξυγκειμένῳ
|
21
|
ξυγκειμενώτατος (xunkeimenṓtatos)
|
ξυγκείμενα, ξυγκείμεναι, ξυγκείμενε, ξυγκείμενοι, ξυγκείμενον, ξυγκείμενος, ξυγκειμένα, ξυγκειμέναιν, ξυγκειμέναις, ξυγκειμένας, ξυγκειμένη, ξυγκειμένην, ξυγκειμένης, ξυγκειμένοιν, ξυγκειμένοις, ξυγκειμένου, ξυγκειμένους, ξυγκειμένω, ξυγκειμένων, ξυγκειμένῃ, ξυγκειμένῳ
|
21
|
ξυγκειμενώτερος (xunkeimenṓteros)
|
ξυγκείμενα, ξυγκείμεναι, ξυγκείμενε, ξυγκείμενοι, ξυγκείμενον, ξυγκείμενος, ξυγκειμένα, ξυγκειμέναιν, ξυγκειμέναις, ξυγκειμένας, ξυγκειμένη, ξυγκειμένην, ξυγκειμένης, ξυγκειμένοιν, ξυγκειμένοις, ξυγκειμένου, ξυγκειμένους, ξυγκειμένω, ξυγκειμένων, ξυγκειμένῃ, ξυγκειμένῳ
|
21
|
στείχοντας (steíkhontas)
|
στείχοντα, στείχοντε, στείχοντες, στείχοντι, στείχοντος, στείχουσα, στείχουσαι, στείχουσαν, στείχουσι, στείχουσιν, στείχων, στειχουσῶν, στειχούσα, στειχούσαιν, στειχούσαις, στειχούσας, στειχούσης, στειχούσῃ, στειχόντοιν, στειχόντων, στεῖχον
|
21
|
στειχόντως (steikhóntōs)
|
στείχοντα, στείχοντε, στείχοντες, στείχοντι, στείχοντος, στείχουσα, στείχουσαι, στείχουσαν, στείχουσι, στείχουσιν, στείχων, στειχουσῶν, στειχούσα, στειχούσαιν, στειχούσαις, στειχούσας, στειχούσης, στειχούσῃ, στειχόντοιν, στειχόντων, στεῖχον
|
21
|
συγκειμένως (sunkeiménōs)
|
συγκείμενα, συγκείμεναι, συγκείμενε, συγκείμενοι, συγκείμενον, συγκείμενος, συγκειμένα, συγκειμέναιν, συγκειμέναις, συγκειμένας, συγκειμένη, συγκειμένην, συγκειμένης, συγκειμένοιν, συγκειμένοις, συγκειμένου, συγκειμένους, συγκειμένω, συγκειμένων, συγκειμένῃ, συγκειμένῳ
|
21
|
συγκειμενώτατος (sunkeimenṓtatos)
|
συγκείμενα, συγκείμεναι, συγκείμενε, συγκείμενοι, συγκείμενον, συγκείμενος, συγκειμένα, συγκειμέναιν, συγκειμέναις, συγκειμένας, συγκειμένη, συγκειμένην, συγκειμένης, συγκειμένοιν, συγκειμένοις, συγκειμένου, συγκειμένους, συγκειμένω, συγκειμένων, συγκειμένῃ, συγκειμένῳ
|
21
|
συγκειμενώτερος (sunkeimenṓteros)
|
συγκείμενα, συγκείμεναι, συγκείμενε, συγκείμενοι, συγκείμενον, συγκείμενος, συγκειμένα, συγκειμέναιν, συγκειμέναις, συγκειμένας, συγκειμένη, συγκειμένην, συγκειμένης, συγκειμένοιν, συγκειμένοις, συγκειμένου, συγκειμένους, συγκειμένω, συγκειμένων, συγκειμένῃ, συγκειμένῳ
|
21
|
ἀποστερηθέντως (aposterēthéntōs)
|
ἀποστερηθέν, ἀποστερηθέντα, ἀποστερηθέντας, ἀποστερηθέντε, ἀποστερηθέντες, ἀποστερηθέντι, ἀποστερηθέντοιν, ἀποστερηθέντος, ἀποστερηθείς, ἀποστερηθείσα, ἀποστερηθείσαιν, ἀποστερηθείσαις, ἀποστερηθείσας, ἀποστερηθείσης, ἀποστερηθείσῃ, ἀποστερηθεισῶν, ἀποστερηθεῖσα, ἀποστερηθεῖσαι, ἀποστερηθεῖσαν, ἀποστερηθεῖσι, ἀποστερηθεῖσιν
|
21
|
ἀποστερησαμένως (aposterēsaménōs)
|
ἀποστερησάμενα, ἀποστερησάμεναι, ἀποστερησάμενε, ἀποστερησάμενοι, ἀποστερησάμενον, ἀποστερησάμενος, ἀποστερησαμένα, ἀποστερησαμέναιν, ἀποστερησαμέναις, ἀποστερησαμένας, ἀποστερησαμένη, ἀποστερησαμένην, ἀποστερησαμένης, ἀποστερησαμένοιν, ἀποστερησαμένοις, ἀποστερησαμένου, ἀποστερησαμένους, ἀποστερησαμένω, ἀποστερησαμένων, ἀποστερησαμένῃ, ἀποστερησαμένῳ
|
21
|
ἀποστερησαμενώτατος (aposterēsamenṓtatos)
|
ἀποστερησάμενα, ἀποστερησάμεναι, ἀποστερησάμενε, ἀποστερησάμενοι, ἀποστερησάμενον, ἀποστερησάμενος, ἀποστερησαμένα, ἀποστερησαμέναιν, ἀποστερησαμέναις, ἀποστερησαμένας, ἀποστερησαμένη, ἀποστερησαμένην, ἀποστερησαμένης, ἀποστερησαμένοιν, ἀποστερησαμένοις, ἀποστερησαμένου, ἀποστερησαμένους, ἀποστερησαμένω, ἀποστερησαμένων, ἀποστερησαμένῃ, ἀποστερησαμένῳ
|
21
|
ἀποστερησαμενώτερος (aposterēsamenṓteros)
|
ἀποστερησάμενα, ἀποστερησάμεναι, ἀποστερησάμενε, ἀποστερησάμενοι, ἀποστερησάμενον, ἀποστερησάμενος, ἀποστερησαμένα, ἀποστερησαμέναιν, ἀποστερησαμέναις, ἀποστερησαμένας, ἀποστερησαμένη, ἀποστερησαμένην, ἀποστερησαμένης, ἀποστερησαμένοιν, ἀποστερησαμένοις, ἀποστερησαμένου, ἀποστερησαμένους, ἀποστερησαμένω, ἀποστερησαμένων, ἀποστερησαμένῃ, ἀποστερησαμένῳ
|
21
|
ἀρχαιολογία (arkhaiología)
|
archaeology, archeologie, archeologija, archeology, archeologèja, archeologì, archioluggìa, archiulugghìa, archiuluggìa, archéologie, arheoloģija, arkeologi, arkeologio, arkeoloji, arkæologi, αρχαιολογία, археология, археологија, հնախօս, אַרכעאָלאָגיע, ארכאולוגיה
|
21
|
ἐρημίτης (erēmítēs)
|
Eremit, eremita, eremita, eremita, eremita, eremita, eremita, eremita, eremite, ermida, ermida, ermita, ermita, ermita, ermite, ermite, heremiet, hermida, hermit, ερημίτης, ἡσυχαστής
|
20
|
-εία (-eía)
|
-ija, -ija, -ija, -ija, -εῖος, -ия, ķīmija, Κογχεία, βακχεία, λαχανεία, λῃστεία, ξυλεία, πραγματεία, σατραπεία, τροχιλεία, τυρεία, χορεία, χυμεία, ἀγχιστεία, ἀλεία
|
20
|
αἱρετικός (hairetikós)
|
eretic, eretico, eretnek, erètge, haereticus, herege, hereje, heretge, heretic, heretiker, heretisk, herètic, herético, herético, häretisch, hérétique, reticuot, αιρετικός, αἱρέω, єретик
|
20
|
καθαιρομένως (kathairoménōs)
|
καθαιρομένα, καθαιρομέναιν, καθαιρομέναις, καθαιρομένας, καθαιρομένη, καθαιρομένην, καθαιρομένοιν, καθαιρομένοις, καθαιρομένου, καθαιρομένους, καθαιρομένω, καθαιρομένων, καθαιρομένῃ, καθαιρομένῳ, καθαιρόμενα, καθαιρόμεναι, καθαιρόμενε, καθαιρόμενοι, καθαιρόμενον, καθαιρόμενος
|
20
|
καθαιρομενώτατος (kathairomenṓtatos)
|
καθαιρομένα, καθαιρομέναιν, καθαιρομέναις, καθαιρομένας, καθαιρομένη, καθαιρομένην, καθαιρομένοιν, καθαιρομένοις, καθαιρομένου, καθαιρομένους, καθαιρομένω, καθαιρομένων, καθαιρομένῃ, καθαιρομένῳ, καθαιρόμενα, καθαιρόμεναι, καθαιρόμενε, καθαιρόμενοι, καθαιρόμενον, καθαιρόμενος
|
20
|
καθαιρομενώτερος (kathairomenṓteros)
|
καθαιρομένα, καθαιρομέναιν, καθαιρομέναις, καθαιρομένας, καθαιρομένη, καθαιρομένην, καθαιρομένοιν, καθαιρομένοις, καθαιρομένου, καθαιρομένους, καθαιρομένω, καθαιρομένων, καθαιρομένῃ, καθαιρομένῳ, καθαιρόμενα, καθαιρόμεναι, καθαιρόμενε, καθαιρόμενοι, καθαιρόμενον, καθαιρόμενος
|
20
|
καταλυτικότατος (katalutikótatos)
|
καταλυτικά, καταλυτικάς, καταλυτικέ, καταλυτική, καταλυτικήν, καταλυτικαί, καταλυτικαῖν, καταλυτικαῖς, καταλυτικοί, καταλυτικούς, καταλυτικοῖν, καταλυτικοῖς, καταλυτικοῦ, καταλυτικόν, καταλυτικός, καταλυτικώ, καταλυτικῆς, καταλυτικῇ, καταλυτικῶν, καταλυτικῷ
|
20
|
καταλυτικότερος (katalutikóteros)
|
καταλυτικά, καταλυτικάς, καταλυτικέ, καταλυτική, καταλυτικήν, καταλυτικαί, καταλυτικαῖν, καταλυτικαῖς, καταλυτικοί, καταλυτικούς, καταλυτικοῖν, καταλυτικοῖς, καταλυτικοῦ, καταλυτικόν, καταλυτικός, καταλυτικώ, καταλυτικῆς, καταλυτικῇ, καταλυτικῶν, καταλυτικῷ
|
20
|
καταλυτικῶς (katalutikôs)
|
καταλυτικά, καταλυτικάς, καταλυτικέ, καταλυτική, καταλυτικήν, καταλυτικαί, καταλυτικαῖν, καταλυτικαῖς, καταλυτικοί, καταλυτικούς, καταλυτικοῖν, καταλυτικοῖς, καταλυτικοῦ, καταλυτικόν, καταλυτικός, καταλυτικώ, καταλυτικῆς, καταλυτικῇ, καταλυτικῶν, καταλυτικῷ
|
20
|
κεραμικός (keramikós)
|
ceramic, ceramika, ceràmic, cerámico, céramique, keraaminen, keramiikka, keramik, keramik, keramik, keramika, keramikk, keramikk, seramik, κέραμος, керамика, керамика, керамика, керамика, קעראַמיק
|
20
|
κοιμητήριον (koimētḗrion)
|
cementerio, cementiri, cemetery, cemitério, chimitir, chimitiriu, chînm'tchiéthe, cimetière, cimitero, cimitir, cinterem, cintorín, cmentarz, coemeterium, graveyard, sementeryo, smyntŏrz, ċimiterju, țintirim, κοιμάω
|
20
|
τεθνηκότως (tethnēkótōs)
|
τεθνηκυία, τεθνηκυίαιν, τεθνηκυίαις, τεθνηκυίας, τεθνηκυίᾳ, τεθνηκυιῶν, τεθνηκυῖα, τεθνηκυῖαι, τεθνηκυῖαν, τεθνηκός, τεθνηκόσι, τεθνηκόσιν, τεθνηκότα, τεθνηκότας, τεθνηκότε, τεθνηκότι, τεθνηκότοιν, τεθνηκότος, τεθνηκότων, τεθνηκώς
|
20
|
φάλαινα (phálaina)
|
Phalaena, baleen, baleia, balein, baleine, baleine, balena, balena, balene, balyena, balẽa, bálna, faléna, phalaena, phalène, μπανέλα, σής, φάλλαινα, فالیونوس, ἠπίολος
|
20
|
φωνητικός (phōnētikós)
|
fonetico, fonetiek, fonetik, fonetikk, fonetikk, fonetikka, fonetyka, fonètic, fonética, fonética, fonético, fonético, fonético, phonetic, phonetisch, phonétique, φωνητικός, фонетика, фонетика, ფონეტიკა
|
20
|
ἀρχιεπίσκοπος (arkhiepískopos)
|
arcebispo, arcebispo, arcepiscopo, archbishop, archevêque, archiepiscopal, archiepiscopus, archêvêque, arcivescovo, arcybiskup, arcybiskup, arhiepiscop, arquebisbe, arzobispo, érsek, αρχιεπίσκοπος, архиепископ, архиепискоупъ, архієпископ, ارصبشب
|
20
|
ἐζητημένως (ezētēménōs)
|
ἐζητημένα, ἐζητημέναι, ἐζητημέναιν, ἐζητημέναις, ἐζητημένας, ἐζητημένε, ἐζητημένη, ἐζητημένην, ἐζητημένης, ἐζητημένοι, ἐζητημένοιν, ἐζητημένοις, ἐζητημένον, ἐζητημένος, ἐζητημένου, ἐζητημένους, ἐζητημένω, ἐζητημένων, ἐζητημένῃ, ἐζητημένῳ
|
20
|
ἐζητημενώτατος (ezētēmenṓtatos)
|
ἐζητημένα, ἐζητημέναι, ἐζητημέναιν, ἐζητημέναις, ἐζητημένας, ἐζητημένε, ἐζητημένη, ἐζητημένην, ἐζητημένης, ἐζητημένοι, ἐζητημένοιν, ἐζητημένοις, ἐζητημένον, ἐζητημένος, ἐζητημένου, ἐζητημένους, ἐζητημένω, ἐζητημένων, ἐζητημένῃ, ἐζητημένῳ
|
20
|
ἐζητημενώτερος (ezētēmenṓteros)
|
ἐζητημένα, ἐζητημέναι, ἐζητημέναιν, ἐζητημέναις, ἐζητημένας, ἐζητημένε, ἐζητημένη, ἐζητημένην, ἐζητημένης, ἐζητημένοι, ἐζητημένοιν, ἐζητημένοις, ἐζητημένον, ἐζητημένος, ἐζητημένου, ἐζητημένους, ἐζητημένω, ἐζητημένων, ἐζητημένῃ, ἐζητημένῳ
|
20
|
ἐκλυτικότατος (eklutikótatos)
|
ἐκλυτικά, ἐκλυτικάς, ἐκλυτικέ, ἐκλυτική, ἐκλυτικήν, ἐκλυτικαί, ἐκλυτικαῖν, ἐκλυτικαῖς, ἐκλυτικοί, ἐκλυτικούς, ἐκλυτικοῖν, ἐκλυτικοῖς, ἐκλυτικοῦ, ἐκλυτικόν, ἐκλυτικός, ἐκλυτικώ, ἐκλυτικῆς, ἐκλυτικῇ, ἐκλυτικῶν, ἐκλυτικῷ
|
20
|
ἐκλυτικότερος (eklutikóteros)
|
ἐκλυτικά, ἐκλυτικάς, ἐκλυτικέ, ἐκλυτική, ἐκλυτικήν, ἐκλυτικαί, ἐκλυτικαῖν, ἐκλυτικαῖς, ἐκλυτικοί, ἐκλυτικούς, ἐκλυτικοῖν, ἐκλυτικοῖς, ἐκλυτικοῦ, ἐκλυτικόν, ἐκλυτικός, ἐκλυτικώ, ἐκλυτικῆς, ἐκλυτικῇ, ἐκλυτικῶν, ἐκλυτικῷ
|
20
|
ἐκλυτικῶς (eklutikôs)
|
ἐκλυτικά, ἐκλυτικάς, ἐκλυτικέ, ἐκλυτική, ἐκλυτικήν, ἐκλυτικαί, ἐκλυτικαῖν, ἐκλυτικαῖς, ἐκλυτικοί, ἐκλυτικούς, ἐκλυτικοῖν, ἐκλυτικοῖς, ἐκλυτικοῦ, ἐκλυτικόν, ἐκλυτικός, ἐκλυτικώ, ἐκλυτικῆς, ἐκλυτικῇ, ἐκλυτικῶν, ἐκλυτικῷ
|
19
|
-οῦς (-oûs)
|
Δαφνοῦς, Κερασοῦς, Σελινοῦς, Σιδηροῦς, Σιδοῦς, Σκιλλοῦς, Τραπεζοῦς, Τρεμιθοῦς, Φηγοῦς, Φοινικοῦς, Χαραδροῦς, Ψαμαθοῦς, πυραμοῦς, Ἀμαθοῦς, Ἀνθεμοῦς, Ὀποῦς, Ὑδροῦς, Ῥαμνοῦς, Ῥιζοῦς
|
19
|
εὐθύτατος (euthútatos)
|
εὐθέα, εὐθέε, εὐθέοιν, εὐθέσι, εὐθέσιν, εὐθέων, εὐθεία, εὐθείαιν, εὐθείαις, εὐθείας, εὐθείᾳ, εὐθειῶν, εὐθεῖ, εὐθεῖαι, εὐθεῖαν, εὐθεῖς, εὐθύ, εὐθύν, εὐθύς
|
19
|
εὐθύτερος (euthúteros)
|
εὐθέα, εὐθέε, εὐθέοιν, εὐθέσι, εὐθέσιν, εὐθέων, εὐθεία, εὐθείαιν, εὐθείαις, εὐθείας, εὐθείᾳ, εὐθειῶν, εὐθεῖ, εὐθεῖαι, εὐθεῖαν, εὐθεῖς, εὐθύ, εὐθύν, εὐθύς
|
19
|
καταλυτηρίως (katalutēríōs)
|
καταλυτήρια, καταλυτήριαι, καταλυτήριε, καταλυτήριοι, καταλυτήριον, καταλυτήριος, καταλυτηρία, καταλυτηρίαιν, καταλυτηρίαις, καταλυτηρίαν, καταλυτηρίας, καταλυτηρίοιν, καταλυτηρίοις, καταλυτηρίου, καταλυτηρίους, καταλυτηρίω, καταλυτηρίων, καταλυτηρίᾳ, καταλυτηρίῳ
|
19
|
καταλυτηριότατος (katalutēriótatos)
|
καταλυτήρια, καταλυτήριαι, καταλυτήριε, καταλυτήριοι, καταλυτήριον, καταλυτήριος, καταλυτηρία, καταλυτηρίαιν, καταλυτηρίαις, καταλυτηρίαν, καταλυτηρίας, καταλυτηρίοιν, καταλυτηρίοις, καταλυτηρίου, καταλυτηρίους, καταλυτηρίω, καταλυτηρίων, καταλυτηρίᾳ, καταλυτηρίῳ
|
19
|
καταλυτηριότερος (katalutērióteros)
|
καταλυτήρια, καταλυτήριαι, καταλυτήριε, καταλυτήριοι, καταλυτήριον, καταλυτήριος, καταλυτηρία, καταλυτηρίαιν, καταλυτηρίαις, καταλυτηρίαν, καταλυτηρίας, καταλυτηρίοιν, καταλυτηρίοις, καταλυτηρίου, καταλυτηρίους, καταλυτηρίω, καταλυτηρίων, καταλυτηρίᾳ, καταλυτηρίῳ
|
19
|
κειμένως (keiménōs)
|
κείμενα, κείμεναι, κείμενε, κείμενοι, κείμενος, κειμένα, κειμέναιν, κειμέναις, κειμένας, κειμένην, κειμένης, κειμένοιν, κειμένοις, κειμένου, κειμένους, κειμένω, κειμένων, κειμένῃ, κειμένῳ
|
19
|
κειμενώτατος (keimenṓtatos)
|
κείμενα, κείμεναι, κείμενε, κείμενοι, κείμενος, κειμένα, κειμέναιν, κειμέναις, κειμένας, κειμένην, κειμένης, κειμένοιν, κειμένοις, κειμένου, κειμένους, κειμένω, κειμένων, κειμένῃ, κειμένῳ
|
19
|
κειμενώτερος (keimenṓteros)
|
κείμενα, κείμεναι, κείμενε, κείμενοι, κείμενος, κειμένα, κειμέναιν, κειμέναις, κειμένας, κειμένην, κειμένης, κειμένοιν, κειμένοις, κειμένου, κειμένους, κειμένω, κειμένων, κειμένῃ, κειμένῳ
|
19
|
κεντηνάριον (kentēnárion)
|
centenarius, cântar, kandar, kantar, kantar, qantar, quintal, quintal, quintal, quintal, quintal, quintal, καντάρι, кантар, кантар, кантар, قنطار, قنطار, قنطار
|
19
|
πάστα (pásta)
|
pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, pasta, paste, paste, pastís, pâte, pâte
|
19
|
πλαστός (plastós)
|
-plast, -plastia, -plastie, -plasto, -plasty, artificial, counterfeit, elaioplast, fake, false, feigned, plasta, plastid, plastyd, protoplast, protoplasto, spurious, πλάσσω, абдоминопластика
|
19
|
σπογγιά (spongiá)
|
Sclerospongiae, esponge, esponja, esponja, esponja, esponxa, esponxa, esponxa, sfincia, sfincione, spingiu, sponge, spongia, spongie, spongya, sponze, spânz, éponge, êponge
|
19
|
ἐπιλυτικέ (epilutiké)
|
ἐπιλυτικά, ἐπιλυτικάς, ἐπιλυτική, ἐπιλυτικήν, ἐπιλυτικαί, ἐπιλυτικαῖν, ἐπιλυτικαῖς, ἐπιλυτικοί, ἐπιλυτικούς, ἐπιλυτικοῖν, ἐπιλυτικοῖς, ἐπιλυτικοῦ, ἐπιλυτικόν, ἐπιλυτικός, ἐπιλυτικώ, ἐπιλυτικῆς, ἐπιλυτικῇ, ἐπιλυτικῶν, ἐπιλυτικῷ
|
19
|
ἐπιλυτικότατος (epilutikótatos)
|
ἐπιλυτικά, ἐπιλυτικάς, ἐπιλυτική, ἐπιλυτικήν, ἐπιλυτικαί, ἐπιλυτικαῖν, ἐπιλυτικαῖς, ἐπιλυτικοί, ἐπιλυτικούς, ἐπιλυτικοῖν, ἐπιλυτικοῖς, ἐπιλυτικοῦ, ἐπιλυτικόν, ἐπιλυτικός, ἐπιλυτικώ, ἐπιλυτικῆς, ἐπιλυτικῇ, ἐπιλυτικῶν, ἐπιλυτικῷ
|
19
|
ἐπιλυτικότερος (epilutikóteros)
|
ἐπιλυτικά, ἐπιλυτικάς, ἐπιλυτική, ἐπιλυτικήν, ἐπιλυτικαί, ἐπιλυτικαῖν, ἐπιλυτικαῖς, ἐπιλυτικοί, ἐπιλυτικούς, ἐπιλυτικοῖν, ἐπιλυτικοῖς, ἐπιλυτικοῦ, ἐπιλυτικόν, ἐπιλυτικός, ἐπιλυτικώ, ἐπιλυτικῆς, ἐπιλυτικῇ, ἐπιλυτικῶν, ἐπιλυτικῷ
|
19
|
ἐπιλυτικῶς (epilutikôs)
|
ἐπιλυτικά, ἐπιλυτικάς, ἐπιλυτική, ἐπιλυτικήν, ἐπιλυτικαί, ἐπιλυτικαῖν, ἐπιλυτικαῖς, ἐπιλυτικοί, ἐπιλυτικούς, ἐπιλυτικοῖν, ἐπιλυτικοῖς, ἐπιλυτικοῦ, ἐπιλυτικόν, ἐπιλυτικός, ἐπιλυτικώ, ἐπιλυτικῆς, ἐπιλυτικῇ, ἐπιλυτικῶν, ἐπιλυτικῷ
|
18
|
βασιλικόν (basilikón)
|
basil, basil, basilico, basilicon, basilicò, baxaicò, bazsalikom, bazylia, borzilok, busuioc, fesleğen, manjericão, vasinicola, βασιλικός, βασιλικός, босилек, босилок, فسلگن
|
18
|
γεγενημένως (gegenēménōs)
|
γεγενημέναι, γεγενημέναιν, γεγενημέναις, γεγενημένε, γεγενημένη, γεγενημένην, γεγενημένης, γεγενημένοι, γεγενημένοιν, γεγενημένοις, γεγενημένον, γεγενημένος, γεγενημένου, γεγενημένους, γεγενημένω, γεγενημένων, γεγενημένῃ, γεγενημένῳ
|
18
|
γεγενημενώτατος (gegenēmenṓtatos)
|
γεγενημέναι, γεγενημέναιν, γεγενημέναις, γεγενημένε, γεγενημένη, γεγενημένην, γεγενημένης, γεγενημένοι, γεγενημένοιν, γεγενημένοις, γεγενημένον, γεγενημένος, γεγενημένου, γεγενημένους, γεγενημένω, γεγενημένων, γεγενημένῃ, γεγενημένῳ
|
18
|
γεγενημενώτερος (gegenēmenṓteros)
|
γεγενημέναι, γεγενημέναιν, γεγενημέναις, γεγενημένε, γεγενημένη, γεγενημένην, γεγενημένης, γεγενημένοι, γεγενημένοιν, γεγενημένοις, γεγενημένον, γεγενημένος, γεγενημένου, γεγενημένους, γεγενημένω, γεγενημένων, γεγενημένῃ, γεγενημένῳ
|
18
|
λυτρωτέως (lutrōtéōs)
|
λυτρωτέα, λυτρωτέαι, λυτρωτέαιν, λυτρωτέαις, λυτρωτέαν, λυτρωτέας, λυτρωτέε, λυτρωτέοι, λυτρωτέοιν, λυτρωτέοις, λυτρωτέον, λυτρωτέος, λυτρωτέου, λυτρωτέους, λυτρωτέω, λυτρωτέων, λυτρωτέᾳ, λυτρωτέῳ
|
18
|
λυτρωτεώτατος (lutrōteṓtatos)
|
λυτρωτέα, λυτρωτέαι, λυτρωτέαιν, λυτρωτέαις, λυτρωτέαν, λυτρωτέας, λυτρωτέε, λυτρωτέοι, λυτρωτέοιν, λυτρωτέοις, λυτρωτέον, λυτρωτέος, λυτρωτέου, λυτρωτέους, λυτρωτέω, λυτρωτέων, λυτρωτέᾳ, λυτρωτέῳ
|
18
|
λυτρωτεώτερος (lutrōteṓteros)
|
λυτρωτέα, λυτρωτέαι, λυτρωτέαιν, λυτρωτέαις, λυτρωτέαν, λυτρωτέας, λυτρωτέε, λυτρωτέοι, λυτρωτέοιν, λυτρωτέοις, λυτρωτέον, λυτρωτέος, λυτρωτέου, λυτρωτέους, λυτρωτέω, λυτρωτέων, λυτρωτέᾳ, λυτρωτέῳ
|
18
|
ποιητικός (poiētikós)
|
-τικός, Poetik, nosopoetic, oenopoetic, poetic, poetico, poeticus, poetycki, poetyka, poietic, poètic, poético, poético, poétique, ποίημα, ποιέω, ποιητικός, поэтика
|
18
|
χημεία (khēmeía)
|
alchemie, alchemy, alquimia, alquimia, alquimia, alquimia, alquímia, chemicus, kimia, química, química, química, química, χυμεία, كيمياء, कीमिया, ꦏꦶꦩꦶꦲ, ꦏꦶꦩꦶꦲ
|
18
|
ψάλλω (psállō)
|
pello, psallo, psalm, psalmo, psaltery, psaltes, salmo, salmo, salmo, πόλεμος, ψάλλω, ψάλμα, ψάλτιγξ, ψαλμός, ψαλμός, ψαλτήριον, ψηλαφάω, ⲉⲣⲯⲁⲗⲓⲛ
|
18
|
ἀναλογία (analogía)
|
-λογία, Analogie, analogia, analogia, analogia, analogia, analogia, analogie, analogie, analogie, analogija, analogism, analogy, analogía, аналогія, վեր, ანალოგია, ἀνάλογος
|
18
|
ἀναλυτέως (analutéōs)
|
ἀναλυτέα, ἀναλυτέαι, ἀναλυτέαιν, ἀναλυτέαις, ἀναλυτέαν, ἀναλυτέας, ἀναλυτέε, ἀναλυτέοι, ἀναλυτέοιν, ἀναλυτέοις, ἀναλυτέον, ἀναλυτέος, ἀναλυτέου, ἀναλυτέους, ἀναλυτέω, ἀναλυτέων, ἀναλυτέᾳ, ἀναλυτέῳ
|
18
|
ἀναλυτεώτατος (analuteṓtatos)
|
ἀναλυτέα, ἀναλυτέαι, ἀναλυτέαιν, ἀναλυτέαις, ἀναλυτέαν, ἀναλυτέας, ἀναλυτέε, ἀναλυτέοι, ἀναλυτέοιν, ἀναλυτέοις, ἀναλυτέον, ἀναλυτέος, ἀναλυτέου, ἀναλυτέους, ἀναλυτέω, ἀναλυτέων, ἀναλυτέᾳ, ἀναλυτέῳ
|
18
|
ἀναλυτεώτερος (analuteṓteros)
|
ἀναλυτέα, ἀναλυτέαι, ἀναλυτέαιν, ἀναλυτέαις, ἀναλυτέαν, ἀναλυτέας, ἀναλυτέε, ἀναλυτέοι, ἀναλυτέοιν, ἀναλυτέοις, ἀναλυτέον, ἀναλυτέος, ἀναλυτέου, ἀναλυτέους, ἀναλυτέω, ἀναλυτέων, ἀναλυτέᾳ, ἀναλυτέῳ
|
18
|
ἀριθμητικέ (arithmētiké)
|
ἀριθμητικά, ἀριθμητικάς, ἀριθμητική, ἀριθμητικήν, ἀριθμητικαί, ἀριθμητικαῖν, ἀριθμητικαῖς, ἀριθμητικοί, ἀριθμητικούς, ἀριθμητικοῖν, ἀριθμητικοῖς, ἀριθμητικοῦ, ἀριθμητικός, ἀριθμητικώ, ἀριθμητικῆς, ἀριθμητικῇ, ἀριθμητικῶν, ἀριθμητικῷ
|
18
|
ἀριθμητικότατος (arithmētikótatos)
|
ἀριθμητικά, ἀριθμητικάς, ἀριθμητική, ἀριθμητικήν, ἀριθμητικαί, ἀριθμητικαῖν, ἀριθμητικαῖς, ἀριθμητικοί, ἀριθμητικούς, ἀριθμητικοῖν, ἀριθμητικοῖς, ἀριθμητικοῦ, ἀριθμητικός, ἀριθμητικώ, ἀριθμητικῆς, ἀριθμητικῇ, ἀριθμητικῶν, ἀριθμητικῷ
|
18
|
ἀριθμητικότερος (arithmētikóteros)
|
ἀριθμητικά, ἀριθμητικάς, ἀριθμητική, ἀριθμητικήν, ἀριθμητικαί, ἀριθμητικαῖν, ἀριθμητικαῖς, ἀριθμητικοί, ἀριθμητικούς, ἀριθμητικοῖν, ἀριθμητικοῖς, ἀριθμητικοῦ, ἀριθμητικός, ἀριθμητικώ, ἀριθμητικῆς, ἀριθμητικῇ, ἀριθμητικῶν, ἀριθμητικῷ
|
18
|
ἀριθμητικῶς (arithmētikôs)
|
ἀριθμητικά, ἀριθμητικάς, ἀριθμητική, ἀριθμητικήν, ἀριθμητικαί, ἀριθμητικαῖν, ἀριθμητικαῖς, ἀριθμητικοί, ἀριθμητικούς, ἀριθμητικοῖν, ἀριθμητικοῖς, ἀριθμητικοῦ, ἀριθμητικός, ἀριθμητικώ, ἀριθμητικῆς, ἀριθμητικῇ, ἀριθμητικῶν, ἀριθμητικῷ
|
18
|
ἐκλυτέως (eklutéōs)
|
ἐκλυτέα, ἐκλυτέαι, ἐκλυτέαιν, ἐκλυτέαις, ἐκλυτέαν, ἐκλυτέας, ἐκλυτέε, ἐκλυτέοι, ἐκλυτέοιν, ἐκλυτέοις, ἐκλυτέον, ἐκλυτέος, ἐκλυτέου, ἐκλυτέους, ἐκλυτέω, ἐκλυτέων, ἐκλυτέᾳ, ἐκλυτέῳ
|
18
|
ἐκλυτεώτατος (ekluteṓtatos)
|
ἐκλυτέα, ἐκλυτέαι, ἐκλυτέαιν, ἐκλυτέαις, ἐκλυτέαν, ἐκλυτέας, ἐκλυτέε, ἐκλυτέοι, ἐκλυτέοιν, ἐκλυτέοις, ἐκλυτέον, ἐκλυτέος, ἐκλυτέου, ἐκλυτέους, ἐκλυτέω, ἐκλυτέων, ἐκλυτέᾳ, ἐκλυτέῳ
|
18
|
ἐκλυτεώτερος (ekluteṓteros)
|
ἐκλυτέα, ἐκλυτέαι, ἐκλυτέαιν, ἐκλυτέαις, ἐκλυτέαν, ἐκλυτέας, ἐκλυτέε, ἐκλυτέοι, ἐκλυτέοιν, ἐκλυτέοις, ἐκλυτέον, ἐκλυτέος, ἐκλυτέου, ἐκλυτέους, ἐκλυτέω, ἐκλυτέων, ἐκλυτέᾳ, ἐκλυτέῳ
|
18
|
ἐπιλυτέως (epilutéōs)
|
ἐπιλυτέα, ἐπιλυτέαι, ἐπιλυτέαιν, ἐπιλυτέαις, ἐπιλυτέαν, ἐπιλυτέας, ἐπιλυτέε, ἐπιλυτέοι, ἐπιλυτέοιν, ἐπιλυτέοις, ἐπιλυτέον, ἐπιλυτέος, ἐπιλυτέου, ἐπιλυτέους, ἐπιλυτέω, ἐπιλυτέων, ἐπιλυτέᾳ, ἐπιλυτέῳ
|
18
|
ἐπιλυτεώτατος (epiluteṓtatos)
|
ἐπιλυτέα, ἐπιλυτέαι, ἐπιλυτέαιν, ἐπιλυτέαις, ἐπιλυτέαν, ἐπιλυτέας, ἐπιλυτέε, ἐπιλυτέοι, ἐπιλυτέοιν, ἐπιλυτέοις, ἐπιλυτέον, ἐπιλυτέος, ἐπιλυτέου, ἐπιλυτέους, ἐπιλυτέω, ἐπιλυτέων, ἐπιλυτέᾳ, ἐπιλυτέῳ
|
18
|
ἐπιλυτεώτερος (epiluteṓteros)
|
ἐπιλυτέα, ἐπιλυτέαι, ἐπιλυτέαιν, ἐπιλυτέαις, ἐπιλυτέαν, ἐπιλυτέας, ἐπιλυτέε, ἐπιλυτέοι, ἐπιλυτέοιν, ἐπιλυτέοις, ἐπιλυτέον, ἐπιλυτέος, ἐπιλυτέου, ἐπιλυτέους, ἐπιλυτέω, ἐπιλυτέων, ἐπιλυτέᾳ, ἐπιλυτέῳ
|
17
|
-φαγία (-phagía)
|
-fagia, -fagia, -fagia, -fagia, -fagia, -fàgia, -phagia, -phagic, -phagie, -phagy, adelphophagy, allotriophagy, ippofagia, omophagia, phloeophagy, poltophagy, rhypophagy
|
17
|
βαλλίστρα (ballístra)
|
baesta, balastrón, balestra, balista, balista, balista, baliste, balistrón, ballesta, ballesta, ballesta, ballista, ballista, besta, bestra, bésta, βάλλω
|
17
|
καταλυτέε (katalutée)
|
καταλυτέα, καταλυτέαι, καταλυτέαιν, καταλυτέαις, καταλυτέαν, καταλυτέας, καταλυτέοι, καταλυτέοιν, καταλυτέοις, καταλυτέον, καταλυτέος, καταλυτέου, καταλυτέους, καταλυτέω, καταλυτέων, καταλυτέᾳ, καταλυτέῳ
|
17
|
καταλυτέως (katalutéōs)
|
καταλυτέα, καταλυτέαι, καταλυτέαιν, καταλυτέαις, καταλυτέαν, καταλυτέας, καταλυτέοι, καταλυτέοιν, καταλυτέοις, καταλυτέον, καταλυτέος, καταλυτέου, καταλυτέους, καταλυτέω, καταλυτέων, καταλυτέᾳ, καταλυτέῳ
|
17
|
καταλυτεώτατος (kataluteṓtatos)
|
καταλυτέα, καταλυτέαι, καταλυτέαιν, καταλυτέαις, καταλυτέαν, καταλυτέας, καταλυτέοι, καταλυτέοιν, καταλυτέοις, καταλυτέον, καταλυτέος, καταλυτέου, καταλυτέους, καταλυτέω, καταλυτέων, καταλυτέᾳ, καταλυτέῳ
|
17
|
καταλυτεώτερος (kataluteṓteros)
|
καταλυτέα, καταλυτέαι, καταλυτέαιν, καταλυτέαις, καταλυτέαν, καταλυτέας, καταλυτέοι, καταλυτέοιν, καταλυτέοις, καταλυτέον, καταλυτέος, καταλυτέου, καταλυτέους, καταλυτέω, καταλυτέων, καταλυτέᾳ, καταλυτέῳ
|
17
|
καταλυτῶς (katalutôs)
|
καταλυτά, καταλυτέ, καταλυτή, καταλυτήν, καταλυταί, καταλυταῖν, καταλυτοί, καταλυτούς, καταλυτοῖν, καταλυτοῖς, καταλυτόν, καταλυτός, καταλυτώ, καταλυτῆς, καταλυτῇ, καταλυτῶν, καταλυτῷ
|
17
|
καταλύσῃ (katalúsēi)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλυθῆναι, καταλύσασθαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω, καταλῦσαι
|
17
|
λιτανεία (litaneía)
|
Litanei, ladainha, ladaíña, ledaỹa, letanía, litania, litania, litania, litanie, litanie, litanie, litanio, litaniya, litannie, litany, λιτανεύω, 𐌻𐌹𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃
|
17
|
μαγικός (magikós)
|
madyik, magic, magical, magico, magicus, magik, magik, magisk, magisk, meiga, meigo, meigo, meigo, mágico, mágico, mágikus, μάγος
|
17
|
ξυγκείμενη (xunkeímenē)
|
ξυγκείμενα, ξυγκείμεναι, ξυγκείμενε, ξυγκείμενοι, ξυγκείμενον, ξυγκειμέναις, ξυγκειμένας, ξυγκειμένη, ξυγκειμένην, ξυγκειμένης, ξυγκειμένοις, ξυγκειμένου, ξυγκειμένους, ξυγκειμένω, ξυγκειμένων, ξυγκειμένῃ, ξυγκειμένῳ
|
17
|
παπάς (papás)
|
Pfaffe, papa, papaz, papp, pappi, pop, pop, popã, popă, pāvests, папа, поп, поп, поп, поп, попъ, պապ
|
17
|
παραβάλλω (parabállō)
|
parabola, parabool, parler, parler, pårler, βάλλω, παράβαλε, παράβαλλε, παρέβαλλον, παραβάλετε, παραβάλλεται, παραβάλλετε, παραβάλλομαι, παραβάλλω, παραβάλω, παραβολή, парабола
|
17
|
σημειωτικός (sēmeiōtikós)
|
semeiotica, semeiotico, semioottinen, semiotic, semiotico, semiotics, semiotiikka, semiotikk, semiotikk, semiotisk, semiotisk, semiotyka, semiótica, semiótico, semiótico, σημεῖον, семиотика
|
17
|
χαρακτηριστικός (kharaktēristikós)
|
Charakteristikum, caracteristică, caractéristique, caractéthistique, characteristic, characteristicus, charakterystyczny, charakterystyka, karakteristiek, karakteristiikka, karakteristika, karakteristinen, χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικέ, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικοί, χαρακτηριστικούς
|
16
|
-ωσις (-ōsis)
|
-ose, -ose, -ose, -osi, -osis, -osis, -oza, -óis, abiosis, acanthosis nigricans, cirrosi, citozo, psihoze, synchondrosis, syndesmosis, невроз
|
16
|
εἰλέω (eiléō)
|
ile, iléon, ul, vulgar, εἰλεός, εἶλαρ, εὐλή, οὐλαμός, οὖλον, գիւղ, ἅλυσις, ἑλένη, ἰλλάς, ἴουλος, ἶλιγξ, ὅλμος
|
16
|
ζυγωτός (zugōtós)
|
cigoto, okfruma, siogót, tsygootti, zigot, zigota, zigote, zigoto, zigoto, zigóta, zygot, zygota, zygota, zygote, ζυγόν, زيݢوت
|
16
|
καλλιγραφία (kalligraphía)
|
caligrafia, caligrafie, caligrafía, calligraphie, calligraphy, kaligrafia, kaligrāfija, kalligrafi, kalligrafi, kalligrafia, kalligrafie, kalligráfia, каллиграфия, каліграфія, краснопис, カリグラフィー
|
16
|
λογική (logikḗ)
|
Logik, logic, logica, logika, logika, logikk, logikk, logique, loighic, loģika, lògica, lógica, lógica, λογικός, логика, логика
|
16
|
μετωνυμία (metōnumía)
|
Metonymie, meatonaime, meatonaimeach, metonimia, metonimia, metonimia, metonimija, metonymi, metonymic, metonymie, metonymy, metonímia, métonymie, trawsenw, метонимия, метонимија
|
16
|
σχολεῖον (skholeîon)
|
escola, escola, escola, escòla, eskuwela, eskuyla, eskwela, scholar, school, sculii, skoalle, skola, skolo, skúli, σχολή, σχολείο
|
16
|
ἀορτέω (aortéō)
|
aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, аорта, аорта, аорта
|
16
|
ἐγκύκλιος παιδεία (enkúklios paideía)
|
ciclipéid, enciklopédia, encyclopaedia, encyclopedia, encyclopedie, encyklopædi, ensayklopedya, ensiklopedi, ensiklopedia, ensiklopedia, ensiklopedie, ensiklopedya, entsiklopediya, енциклопедія, энциклопедия, энциклопедия
|
16
|
ὑστερικός (husterikós)
|
histeria, histeryk, histèric, histérico, hisztéria, hisztérikus, hysteria, hysteric, hysterical, hystericus, hysterika, hysterisch, hystérique, isterico, testrionics, істерика
|
15
|
color
|
γλαυκός, κυάνεος, λευκός, μέλας, ξανθός, πολιός, πορφύρεος, πράσινος, φαιός, φοινίκεος, χλωρός, ἁλουργής, ἐρυθρός, ἰόεις, ὄρφνινος
|
15
|
colors
|
γλαυκός, κυάνεος, λευκός, μέλας, ξανθός, πολιός, πορφύρεος, πράσινος, φαιός, φοινίκεος, χλωρός, ἁλουργής, ἐρυθρός, ἰόεις, ὄρφνινος
|
15
|
βιωτικός (biōtikós)
|
-biotic, Antibiotikum, Probiotikum, abiotic, abiotisk, antibiotikum, antibiotikum, antibiotikum, antybiotyk, biotic, biotique, biotyczny, biótico, lively, ксенобиотик
|
15
|
εῖεν (eîen)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
15
|
κόλον (kólon)
|
Escherichia coli, colo, colon, colon, colon, colon, colostomía, kojlo, kolon, kulen, κόλον, κόλος, χολάς, ܩܘܠܘܢ, ἄκολος
|
15
|
τραπέζιον (trapézion)
|
Trapez, trapecio, trapecio, trapez, trapezi, trapeziform, trapezio, trapezium, trapezium, trapezium, trapezoid, trapézio, τράπεζα, τραπέζι, τραπέζιον
|
15
|
φυσική (phusikḗ)
|
ffiseg, fizika, fizyka, fysik, physic, physica, physical, physician, physics, pisikal, φυσικός, физик, физика, פֿיזיק, פיזיקה
|
15
|
ἀκρότερος (akróteros)
|
ἄκραι, ἄκραιν, ἄκραις, ἄκραν, ἄκρας, ἄκρε, ἄκροι, ἄκροιν, ἄκροις, ἄκρος, ἄκρου, ἄκρους, ἄκρω, ἄκρων, ἄκρᾳ
|
15
|
ἀναλυτῶς (analutôs)
|
ἀναλυτά, ἀναλυτάς, ἀναλυτέ, ἀναλυτή, ἀναλυταῖς, ἀναλυτοί, ἀναλυτούς, ἀναλυτοῖν, ἀναλυτοῖς, ἀναλυτόν, ἀναλυτός, ἀναλυτώ, ἀναλυτῆς, ἀναλυτῶν, ἀναλυτῷ
|
15
|
ἀντίδοτον (antídoton)
|
antidot, antidote, antidoto, antidoto, antidotum, antidotum, antidotum, antidotum, antydot, antídot, antídoto, antídoto, αντίδοτο, антидот, ἀντιδίδωμι
|
15
|
ἄκρως (ákrōs)
|
ἄκραι, ἄκραιν, ἄκραις, ἄκραν, ἄκρας, ἄκρε, ἄκροι, ἄκροιν, ἄκροις, ἄκρος, ἄκρου, ἄκρους, ἄκρω, ἄκρων, ἄκρᾳ
|
15
|
ἐπεισόδιον (epeisódion)
|
eipeasóid, episod, episode, episode, episode, episode, episode, episodio, episodio, episódio, epizod, epizód, épisode, επεισόδιο, епізод
|
15
|
ῆτε (ête)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
15
|
ῆτον (êton)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
15
|
ῇ (êi)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
15
|
ῇς (êis)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
15
|
ῶ (ô)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
15
|
ῶμεν (ômen)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
15
|
ῶσι (ôsi)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
15
|
ῶσιν (ôsin)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐναρίζω, ἐπείγω, ὠθέω
|
14
|
-ός (-ós)
|
-ώς, αγαθοεργός, δορός, κνηκός, λιθουργός, νομός, σκοπός, τροφός, ψοιθός, ἀργός, ἄπροικος, ἱπποφορβός, ὀρφνός, ὑφορβός
|
14
|
βασανίτης (basanítēs)
|
basal, basalt, basalt, basalt, basalt, basalt, basalt, basalte, basalto, basalto, basalto, базальт, базальт, базальт
|
14
|
γαλέα (galéa)
|
galai, galea, galera, galera, galera, galera, gali, galley, galär, galère, galé, gálya, γαλέη, 갤리
|
14
|
γεγονότως (gegonótōs)
|
γεγονυία, γεγονυίαιν, γεγονυίαις, γεγονυίας, γεγονυίᾳ, γεγονυιῶν, γεγονυῖα, γεγονυῖαι, γεγονυῖαν, γεγονότε, γεγονότες, γεγονότοιν, γεγονότων, γεγονώς
|
14
|
διαδέω (diadéō)
|
diadem, diadem, diadem, diadema, diadema, diadema, diadema, diadema, diadema, diadème, δέω, διάδημα, диадема, دام
|
14
|
καταλυθήσεσθε (kataluthḗsesthe)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσεσθον (kataluthḗsesthon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσεται (kataluthḗsetai)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοιντο (kataluthḗsointo)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοιο (kataluthḗsoio)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοισθε (kataluthḗsoisthe)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοισθον (kataluthḗsoisthon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοιτο (kataluthḗsoito)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσονται (kataluthḗsontai)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσῃ (kataluthḗsēi)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησοίμεθα (kataluthēsoímetha)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησοίμην (kataluthēsoímēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησοίσθην (kataluthēsoísthēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησομένη (kataluthēsoménē)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησόμεθα (kataluthēsómetha)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησόμενον (kataluthēsómenon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησόμενος (kataluthēsómenos)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσοίμεθα (katalusoímetha)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσοίμην (katalusoímēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσοίσθην (katalusoísthēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσοίτην (katalusoítēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσομένη (katalusoménē)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσόμεθα (katalusómetha)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσόμενον (katalusómenon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσόμενος (katalusómenos)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσεσθε (katalúsesthe)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσεσθον (katalúsesthon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσεται (katalúsetai)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοι (katalúsoi)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιεν (katalúsoien)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιμεν (katalúsoimen)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιμι (katalúsoimi)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιντο (katalúsointo)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιο (katalúsoio)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοις (katalúsois)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοισθε (katalúsoisthe)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοισθον (katalúsoisthon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιτε (katalúsoite)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιτο (katalúsoito)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιτον (katalúsoiton)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσονται (katalúsontai)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσουσα (katalúsousa)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσων (katalúsōn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλῦσον (katalûson)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
μαλάσσω (malássō)
|
amalgam, amalgam, amalgama, amalgama, amalgama, amalgama, malassata, malaxer, malaxo, soften, λαπαρός, μάλαμα, μαλακός, ملغم
|
14
|
μουσικός (mousikós)
|
musical, musical instrument, musician, musicus, musicus, musikus, musisi, muzsikus, músico, músico, músico, μουσική, ܡܘܣܝܩܪܐ, მუსიკოსი
|
14
|
νῷν (nôin)
|
με, μοι, νώ, νῶϊ, ἐγώ, ἐμέ, ἐμοί, ἐμοῦ, ἐμός, ἡμέτερος, ἡμεῖς, ἡμᾶς, ἡμῖν, ἡμῶν
|
14
|
πλεονασμός (pleonasmós)
|
Pleonasmus, pleonasm, pleonasmo, pleonasmo, pleonasmo, pleonasmo, pleonasmo, pleonasmo, pleonazm, pleonazmus, pléonasme, плеоназм, плеоназм, плеоназм
|
14
|
πρόσθεσις (prósthesis)
|
addition, application, prosthesis, prosthetic, protesi, proteza, prothesis, prothèse, pròtesi, θέσις, προσθετικός, προστίθημι, πρόθεση, протез
|
14
|
πόδιον (pódion)
|
pew, podium, podium, podium, poio, pueyo, pui, puig, puèg, pódium, καμηλοπόδιον, πούς, πόδι, ἱερακοπόδιον
|
14
|
σύρω (súrō)
|
Σύρτις, κολοσυρτός, σέρνω, σαίρω, σπέρνω, συρμή, συρτάρι, συρφετός, σύρμα, σύρμα, σύρομαι, σύρος, σύρω, σῦρ
|
14
|
φανταστικός (phantastikós)
|
fantastic, fantastický, fantastico, fantastique, fantastis, fantastisch, fantastyczny, fantasztikus, fantàstic, fantástico, fantástico, fantástico, phantasticus, φαντάζω
|
14
|
ἀοιδαῖν (aoidaîn)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδή, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
14
|
ἀριστοκρατία (aristokratía)
|
aristocracy, aristocratie, aristocratie, aristocrație, aristokrasi, aristokrati, aristokrati, aristokratija, aristokrātija, arisztokrácia, αριστοκρατία, аристократия, аристократія, אַריסטאָקראַטיע
|
14
|
ἔμπλαστρον (émplastron)
|
emplaster, emplastron, emplastrum, empliâtre, emplâtre, flastrom, plaster, plastron, plastrón, pleister, pleisteren, plester, plâtre, ἔμπλαστρος
|
13
|
-λόγος (-lógos)
|
-log, -logo, -logue, -λογία, astrology, cosmologie, cosmology, diabologue, gynecologist, hematólogo, palillogy, palilogy, theolog
|
13
|
Πύθων (Púthōn)
|
Python, Python, piton, piton, piton, pitó, pitón, python, python, python, питон, питон, питон
|
13
|
αὖος (aûos)
|
austere, austère, dry, sauss, sear, sudus, αὐστηρός, αὐχμός, αὔω, ξηρός, σαυκός, сухой, ἄζω
|
13
|
γραφία (graphía)
|
adoxography, choreografia, choreography, grafìa, graphie, koreografi, koreográfia, typographia, typography, тѵпоґрафїѧ, хореография, хореография, كوريقرافيا
|
13
|
διδακτικός (didaktikós)
|
didactic, didactique, didaktický, didaktik, didaktik, didaktiko, didaktinen, didattico, didàctic, didáctico, didático, διδακτική, διδακτική
|
13
|
εὐθανασία (euthanasía)
|
eutanasia, eutanasia, eutanasia, eutanasia, eutanazja, eutanásia, eutanázia, euthanasia, euthanasie, ötanazi, ευθανασία, евтаназія, էվթանազիա
|
13
|
κανονικός (kanonikós)
|
canonge, canonicus, canònic, canónico, canónico, canónigo, chanoine, cóengo, kanoniczny, kanonik, kanunnik, κανονικός, κανών
|
13
|
λεόπαρδος (leópardos)
|
leopard, leopardo, leopardo, leopards, leopardus, leopárd, liopard, luipaard, luiperd, λέων, λεοπάρδαλη, леопард, леопардъ
|
13
|
λυτρωτότατος (lutrōtótatos)
|
λυτρωτά, λυτρωτέ, λυτρωτή, λυτρωταῖν, λυτρωτοί, λυτρωτούς, λυτρωτοῖν, λυτρωτοῖς, λυτρωτόν, λυτρωτός, λυτρωτώ, λυτρωτῆς, λυτρωτῷ
|
13
|
λυτρωτότερος (lutrōtóteros)
|
λυτρωτά, λυτρωτέ, λυτρωτή, λυτρωταῖν, λυτρωτοί, λυτρωτούς, λυτρωτοῖν, λυτρωτοῖς, λυτρωτόν, λυτρωτός, λυτρωτώ, λυτρωτῆς, λυτρωτῷ
|
13
|
λυτρωτῶς (lutrōtôs)
|
λυτρωτά, λυτρωτέ, λυτρωτή, λυτρωταῖν, λυτρωτοί, λυτρωτούς, λυτρωτοῖν, λυτρωτοῖς, λυτρωτόν, λυτρωτός, λυτρωτώ, λυτρωτῆς, λυτρωτῷ
|
13
|
νεόφυτος (neóphutos)
|
Neofit, neofiet, neofita, neofita, neophyte, neophytus, neòfit, neófito, neófito, νέος, неофит, ნეოფიტი, 𐌽𐌹𐌿𐌾𐌰𐍃𐌰𐍄𐌹𐌸𐍃
|
13
|
πάρδος (párdos)
|
leopard, leopardo, leopardo, leopards, leopardus, leopárd, liopard, pard, pardus, párduc, λεοπάρδαλη, πάρδαλις, पृदाकु
|
13
|
παιωνία (paiōnía)
|
paeonia, peon, peon, peonia, peony, peònia, pioen, pion, pion, pioni, pivoine, pivoňka, півоня
|
13
|
πρόγνωσις (prógnōsis)
|
foreknowledge, prog'nose, prognos, prognose, prognose, prognosi, prognosis, prognosis, prognoza, prognoze, prognózis, γνῶσις, прогноз
|
13
|
πύθω (púthō)
|
Python, Python, piton, pitón, pizio, pus, puter, puçërr, pyo-, pūt, Πυθώ, πύον, питон
|
13
|
σάκχαρον (sákkharon)
|
Saccharomyces, Saccharomycetes, Saccharomycotina, saccaro, saccharine, saccharon, saharin, suzzacchera, σάκχαρ, сахар, сахар, сахарин, сахарин
|
13
|
σεῦκλον (seûklon)
|
cikla, cvekla, cvikla, cékla, sfeclă, ćwikła, σέσκουλο, свёкла, цвекла, цвекло, цвекло, цикла, شلغم
|
13
|
σωματικός (sōmatikós)
|
bodily, metasomatite, somaattinen, somatic, somatický, somatico, somatique, somatisch, somatisk, somatisk, somatisk, somático, σῶμα
|
13
|
τραγικός (tragikós)
|
traagikko, traaginen, tragic, tragico, tragicus, tragikus, tragique, tragisk, tragisk, tragisk, trágico, trágico, τράγος
|
13
|
τὼς (tṑs)
|
Σπαρτιάτης, δᾶμος, ζωμός, ναϝός, ξένος, οἶκος, οἶνος, πυλεών, σίδαρος, σφάξ, ἄναξ, ὁπλίτης, ὠρανός
|
13
|
χλωρομέλας (khlōromélas)
|
γλαυκός, κυάνεος, λευκός, μέλας, πολιός, πορφύρεος, πράσινος, φοινίκεος, χλωρός, ἁλουργής, ἐρυθρός, ἰόεις, ὄρφνινος
|
13
|
ώμεθα (ṓmetha)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
13
|
ἀμάω (amáō)
|
aam, meto, mow, piramide, piramide, pyramid, sabulum, sand, πυραμίς, аам, ἀμνίον, ἄμαλλα, ἄμη
|
13
|
ἀντίδοτος (antídotos)
|
antidot, antidote, antidoto, antidoto, antidotum, antidotum, antidotum, antidotum, antydot, antídoto, antídoto, антидот, ἀλεξιφάρμακον
|
13
|
ἀοιδοῖν (aoidoîn)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀοιδότατος (aoidótatos)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀοιδότερος (aoidóteros)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀοιδώ (aoidṓ)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀοιδῶς (aoidôs)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀποβάλλω (apobállō)
|
discard, throw away, αποβάλλω, βάλλω, ἀπέβαλλον, ἀπέβαλον, ἀπεβλήθην, ἀποβάλετε, ἀποβάλλετε, ἀποβάλλομαι, ἀποβάλω, ἀπόβαλε, ἀπόβαλλε
|
13
|
ἀφασία (aphasía)
|
afasi, afasi, afasia, afasia, afasia, afasia, afasia, afasie, afazio, afazja, aphasia, афазия, афазия
|
13
|
ἄνθεμον (ánthemon)
|
Anthemis, chrysanthemum, krisan, krisantemum, krizantém, ανθέμιο, βοάνθεμον, λευκάνθεμον, χρυσάνθεμο, χρυσάνθεμον, כריזאַנטעמע, ἄργεμον, Ἀνθεμοῦς
|
13
|
ἄστατος (ástatos)
|
astat, astat, astat, astatin, astatin, astatine, astato, astato, astato, astats, asztácium, астат, ἵστημι
|
13
|
ἐγκυκλοπαιδεία (enkuklopaideía)
|
enciklopedio, encyclopaedia, encyclopedia, encyclopedie, ensayklopedya, ensiklopedi, ensiklopedia, ensiklopedia, ensiklopedie, ensiklopedya, енциклопедія, энциклопедия, энциклопедия
|
13
|
ἐπιληψία (epilēpsía)
|
epilepsi, epilepsi, epilepsi, epilepsi, epilepsia, epilepsia, epilepsie, epilepsja, epilepsy, epilepszia, épilepsie, épilepsie, ἐπιλαμβάνω
|
13
|
ἑρμηνευτικός (hermēneutikós)
|
Hermeneutik, hermeneutic, hermeneutics, hermeneutiikka, hermeneutik, hermeneutisch, hermeneutisk, hermeneuttinen, hermenéutica, hermenéutica, herméneutique, герменевтика, ἑρμηνεύω
|
13
|
ἔγκαυστον (énkauston)
|
encaustum, encre, encre, enque, inchiostro, inghiastro, ink, inkt, linka, ynke, انکاس, ఇంకి, インキ
|
13
|
ἔρημος (érēmos)
|
Eremit, desolate, eremita, ermida, ermida, ermita, ermita, hermida, hermit, wilderness, yermo, έρημος, ⲉⲣⲏⲙⲟⲥ
|
13
|
ἰατρεία (iatreía)
|
-iatria, -iatrie, -iatry, -iatría, psihiatrija, psykiatri, treatment, γιατρειά, ψυχιατρική, педіатрія, психіатрія, фтизиатрия, ἰατρός
|
13
|
ῆσθε (êsthe)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
13
|
ῆσθον (êsthon)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
13
|
ῆται (êtai)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
13
|
Ῥωσία (Rhōsía)
|
Rosja, Rusia, Rusia, Rusia, Rusia, Rusia, Арассыыйа, Ресей, Росси, Росси, Русия, Русь, Ῥῶς
|
13
|
ῶμαι (ômai)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
13
|
ῶνται (ôntai)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, ξυνίημι, σαλεύω, συνίημι, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
12
|
-εος (-eos)
|
-ης, -ος, purpureal, κτίδεος, κυάνεος, λίνεος, πορφύρεος, φοινίκεος, χάλκεος, χρύσεος, ἀργύρεος, ῥόδεος
|
12
|
-ινός (-inós)
|
θερινός, λαρινός, νυκτερινός, σημερινός, τητινός, χειμερινός, χθεσινός, χοιρινό, ἀληθινός, ἁδινός, ἡμερινός, ὀπωρινός
|
12
|
διαλυσιφίλως (dialusiphílōs)
|
διαλυσίφιλα, διαλυσίφιλε, διαλυσίφιλοι, διαλυσίφιλον, διαλυσίφιλος, διαλυσιφίλοιν, διαλυσιφίλοις, διαλυσιφίλου, διαλυσιφίλους, διαλυσιφίλω, διαλυσιφίλων, διαλυσιφίλῳ
|
12
|
διαλυσιφιλότατος (dialusiphilótatos)
|
διαλυσίφιλα, διαλυσίφιλε, διαλυσίφιλοι, διαλυσίφιλον, διαλυσίφιλος, διαλυσιφίλοιν, διαλυσιφίλοις, διαλυσιφίλου, διαλυσιφίλους, διαλυσιφίλω, διαλυσιφίλων, διαλυσιφίλῳ
|
12
|
διαλυσιφιλότερος (dialusiphilóteros)
|
διαλυσίφιλα, διαλυσίφιλε, διαλυσίφιλοι, διαλυσίφιλον, διαλυσίφιλος, διαλυσιφίλοιν, διαλυσιφίλοις, διαλυσιφίλου, διαλυσιφίλους, διαλυσιφίλω, διαλυσιφίλων, διαλυσιφίλῳ
|
12
|
δοχή (dokhḗ)
|
doagã, doagă, doga, doga, doga, douve, dove, duag, dugħ, duig, reception, ἱστοδόκη
|
12
|
δραματουργός (dramatourgós)
|
Dramaturg, dramaturg, dramaturg, dramaturg, dramaturg, dramaturge, dramaturgo, dramaturgo, dramaturgo, playwright, δραματουργία, δρᾶμα
|
12
|
δυσδιαλυτότατος (dusdialutótatos)
|
δυσδιάλυτα, δυσδιάλυτε, δυσδιάλυτοι, δυσδιάλυτον, δυσδιάλυτος, δυσδιαλύτοιν, δυσδιαλύτοις, δυσδιαλύτου, δυσδιαλύτους, δυσδιαλύτω, δυσδιαλύτων, δυσδιαλύτῳ
|
12
|
δυσδιαλυτότερος (dusdialutóteros)
|
δυσδιάλυτα, δυσδιάλυτε, δυσδιάλυτοι, δυσδιάλυτον, δυσδιάλυτος, δυσδιαλύτοιν, δυσδιαλύτοις, δυσδιαλύτου, δυσδιαλύτους, δυσδιαλύτω, δυσδιαλύτων, δυσδιαλύτῳ
|
12
|
δυσδιαλύτως (dusdialútōs)
|
δυσδιάλυτα, δυσδιάλυτε, δυσδιάλυτοι, δυσδιάλυτον, δυσδιάλυτος, δυσδιαλύτοιν, δυσδιαλύτοις, δυσδιαλύτου, δυσδιαλύτους, δυσδιαλύτω, δυσδιαλύτων, δυσδιαλύτῳ
|
12
|
εὐδιαλυτότατος (eudialutótatos)
|
εὐδιάλυτα, εὐδιάλυτε, εὐδιάλυτοι, εὐδιάλυτον, εὐδιάλυτος, εὐδιαλύτοιν, εὐδιαλύτοις, εὐδιαλύτου, εὐδιαλύτους, εὐδιαλύτω, εὐδιαλύτων, εὐδιαλύτῳ
|
12
|
εὐδιαλυτότερος (eudialutóteros)
|
εὐδιάλυτα, εὐδιάλυτε, εὐδιάλυτοι, εὐδιάλυτον, εὐδιάλυτος, εὐδιαλύτοιν, εὐδιαλύτοις, εὐδιαλύτου, εὐδιαλύτους, εὐδιαλύτω, εὐδιαλύτων, εὐδιαλύτῳ
|
12
|
εὐδιαλύτως (eudialútōs)
|
εὐδιάλυτα, εὐδιάλυτε, εὐδιάλυτοι, εὐδιάλυτον, εὐδιάλυτος, εὐδιαλύτοιν, εὐδιαλύτοις, εὐδιαλύτου, εὐδιαλύτους, εὐδιαλύτω, εὐδιαλύτων, εὐδιαλύτῳ
|
12
|
καταλυσίμως (katalusímōs)
|
καταλυσίμοιν, καταλυσίμοις, καταλυσίμου, καταλυσίμους, καταλυσίμω, καταλυσίμων, καταλυσίμῳ, καταλύσιμα, καταλύσιμε, καταλύσιμοι, καταλύσιμον, καταλύσιμος
|
12
|
καταλυσιμότατος (katalusimótatos)
|
καταλυσίμοιν, καταλυσίμοις, καταλυσίμου, καταλυσίμους, καταλυσίμω, καταλυσίμων, καταλυσίμῳ, καταλύσιμα, καταλύσιμε, καταλύσιμοι, καταλύσιμον, καταλύσιμος
|
12
|
καταλυσιμότερος (katalusimóteros)
|
καταλυσίμοιν, καταλυσίμοις, καταλυσίμου, καταλυσίμους, καταλυσίμω, καταλυσίμων, καταλυσίμῳ, καταλύσιμα, καταλύσιμε, καταλύσιμοι, καταλύσιμον, καταλύσιμος
|
12
|
καταλύτως (katalútōs)
|
κατάλυτα, κατάλυτε, κατάλυτοι, κατάλυτον, κατάλυτος, καταλύτοιν, καταλύτοις, καταλύτου, καταλύτους, καταλύτω, καταλύτων, καταλύτῳ
|
12
|
κιχώριον (kikhṓrion)
|
chicory, chicorée, chicória, chicôrée, cichorium, cicoare, cicoria, cykoria, suikerij, tsicoarã, xicoira, κιχώριον
|
12
|
κορίανδρον (koríandron)
|
Koriander, cilantro, coentro, colanto, coriander, coriandolo, coriandre, coriandru, coriandrum, culantro, culantro, κορίαννον
|
12
|
λογία (logía)
|
-ologio, biologo, bloemlezing, brachiologia, brachylogy, brachyology, braquilogia, braquilogía, gnomology, λόγιος, λόγιος, ოოლოგია
|
12
|
μαγνησία (magnēsía)
|
magnesia, magnesia, magnesia, magnesium, magnesium oxide, magnesiwm, magnésium, mangan, manganese, manganîs, Μάγνης, مغنيسيا
|
12
|
πανθαμαρτήτως (panthamartḗtōs)
|
πανθαμάρτητα, πανθαμάρτητε, πανθαμάρτητοι, πανθαμάρτητον, πανθαμάρτητος, πανθαμαρτήτοιν, πανθαμαρτήτοις, πανθαμαρτήτου, πανθαμαρτήτους, πανθαμαρτήτω, πανθαμαρτήτων, πανθαμαρτήτῳ
|
12
|
πανθαμαρτητότατος (panthamartētótatos)
|
πανθαμάρτητα, πανθαμάρτητε, πανθαμάρτητοι, πανθαμάρτητον, πανθαμάρτητος, πανθαμαρτήτοιν, πανθαμαρτήτοις, πανθαμαρτήτου, πανθαμαρτήτους, πανθαμαρτήτω, πανθαμαρτήτων, πανθαμαρτήτῳ
|
12
|
πανθαμαρτητότερος (panthamartētóteros)
|
πανθαμάρτητα, πανθαμάρτητε, πανθαμάρτητοι, πανθαμάρτητον, πανθαμάρτητος, πανθαμαρτήτοιν, πανθαμαρτήτοις, πανθαμαρτήτου, πανθαμαρτήτους, πανθαμαρτήτω, πανθαμαρτήτων, πανθαμαρτήτῳ
|
12
|
πανικός (panikós)
|
panic, panico, paniek, paniikki, panika, panikk, panikk, panisch, pànic, pánik, pânico, პანიკა
|
12
|
πρακτική (praktikḗ)
|
practise, praktijk, praktik, praktika, praktis, praktyk, praticar, praticare, pratiquer, pratitcher, pratitchi, πρακτικός
|
12
|
στρόφος (stróphos)
|
Strophanthus, colic, estorbada, estrobo, gripe, strap, strop, stroppus, strup, struppus, Στρόφιος, πάνυσσα
|
12
|
στύππη (stúppē)
|
estopa, estopa, estopa, shtupë, stifle, stop, stope, stoppa, stuppa, stupã, étoupe, στυππεῖον
|
12
|
τροχηλάτως (trokhēlátōs)
|
τροχήλατα, τροχήλατε, τροχήλατοι, τροχήλατον, τροχήλατος, τροχηλάτοιν, τροχηλάτοις, τροχηλάτου, τροχηλάτους, τροχηλάτω, τροχηλάτων, τροχηλάτῳ
|
12
|
τροχηλατότατος (trokhēlatótatos)
|
τροχήλατα, τροχήλατε, τροχήλατοι, τροχήλατον, τροχήλατος, τροχηλάτοιν, τροχηλάτοις, τροχηλάτου, τροχηλάτους, τροχηλάτω, τροχηλάτων, τροχηλάτῳ
|
12
|
τροχηλατότερος (trokhēlatóteros)
|
τροχήλατα, τροχήλατε, τροχήλατοι, τροχήλατον, τροχήλατος, τροχηλάτοιν, τροχηλάτοις, τροχηλάτου, τροχηλάτους, τροχηλάτω, τροχηλάτων, τροχηλάτῳ
|
12
|
όν (ón)
|
βλίσσω, βλίττω, κατάγω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
12
|
ἀμάραντος (amárantos)
|
Amarant, Amaranthus, amarantas, amaranth, amaranthine, amarantine, amaranto, amaranto, amarantti, amarantus, αμάραντος, ἀμάραντον
|
12
|
ἀνέκδοτος (anékdotos)
|
Anekdote, anecdote, anecdotum, anedota, anekdootti, anekdot, anekdote, anekdote, anekdote, anekdote, אַנעקדאָט, ანეკდოტი
|
12
|
ἀναλύτως (analútōs)
|
ἀνάλυτα, ἀνάλυτε, ἀνάλυτοι, ἀνάλυτον, ἀνάλυτος, ἀναλύτοιν, ἀναλύτοις, ἀναλύτου, ἀναλύτους, ἀναλύτω, ἀναλύτων, ἀναλύτῳ
|
12
|
ἀνατρέπω (anatrépō)
|
anatropo, capsize, overturn, ανατρέπω, τρέπω, ἀνέτρεψα, ἀνατρέπομαι, ἀνατρέπομεν, ἀνατροπή, ἀνετράπη, ἀνετράπην, ἀνετράπησαν
|
12
|
ἀντιπάθεια (antipátheia)
|
antipathy, antipati, antipati, antipatia, antipatia, antipatia, antipatía, antipatía, antipátia, antypatia, ellenszenv, антипатія
|
12
|
ἀπολογητικός (apologētikós)
|
apologeta, apologetic, apologetico, apologeticus, apologetisch, apologètic, apologético, apologétique, prologetic, απολογητικός, απολογητικώς, ἀπολογητικῶς
|
12
|
ἀποστολικός (apostolikós)
|
apostolic, apostolico, apostolicus, apostolik, apostolique, apostolique, apostolisk, apostolisk protonotar, apostòlic, apostólico, apostólico, ἀποστέλλω
|
12
|
ἀσκητής (askētḗs)
|
aiséiteach, aiséitiúil, asceet, asceta, asceta, asceta, ascetic, asket, asketo, aszkéta, skete, скит
|
12
|
Ἀλέξιος (Aléxios)
|
Aleix, Alejo, Aleksis, Alexej, Alexej, Alexius, Alexius, Lesh, Алексей, Аляксей, Олекса, Олексій
|
12
|
ἐκλυτηρίως (eklutēríōs)
|
ἐκλυτήρια, ἐκλυτήριε, ἐκλυτήριοι, ἐκλυτήριον, ἐκλυτήριος, ἐκλυτηρίοιν, ἐκλυτηρίοις, ἐκλυτηρίου, ἐκλυτηρίους, ἐκλυτηρίω, ἐκλυτηρίων, ἐκλυτηρίῳ
|
12
|
ἐκλυτηριότατος (eklutēriótatos)
|
ἐκλυτήρια, ἐκλυτήριε, ἐκλυτήριοι, ἐκλυτήριον, ἐκλυτήριος, ἐκλυτηρίοιν, ἐκλυτηρίοις, ἐκλυτηρίου, ἐκλυτηρίους, ἐκλυτηρίω, ἐκλυτηρίων, ἐκλυτηρίῳ
|
12
|
ἐκλυτηριότερος (eklutērióteros)
|
ἐκλυτήρια, ἐκλυτήριε, ἐκλυτήριοι, ἐκλυτήριον, ἐκλυτήριος, ἐκλυτηρίοιν, ἐκλυτηρίοις, ἐκλυτηρίου, ἐκλυτηρίους, ἐκλυτηρίω, ἐκλυτηρίων, ἐκλυτηρίῳ
|
12
|
ἐκλυτότατος (eklutótatos)
|
ἐκλύτοιν, ἐκλύτοις, ἐκλύτου, ἐκλύτους, ἐκλύτω, ἐκλύτων, ἐκλύτῳ, ἔκλυτα, ἔκλυτε, ἔκλυτοι, ἔκλυτον, ἔκλυτος
|
12
|
ἐκλυτότερος (eklutóteros)
|
ἐκλύτοιν, ἐκλύτοις, ἐκλύτου, ἐκλύτους, ἐκλύτω, ἐκλύτων, ἐκλύτῳ, ἔκλυτα, ἔκλυτε, ἔκλυτοι, ἔκλυτον, ἔκλυτος
|
12
|
ἐπιδήμιος (epidḗmios)
|
eipidéim, epideemia, epidemi, epidemia, epidemia, epidemia, epidemic, epidemie, epidemy, epidémia, épidémie, эпидемия
|
12
|
ἐπιλυτρότατος (epilutrótatos)
|
ἐπίλυτρα, ἐπίλυτρε, ἐπίλυτροι, ἐπίλυτρον, ἐπίλυτρος, ἐπιλύτροιν, ἐπιλύτροις, ἐπιλύτρου, ἐπιλύτρους, ἐπιλύτρω, ἐπιλύτρων, ἐπιλύτρῳ
|
12
|
ἐπιλυτρότερος (epilutróteros)
|
ἐπίλυτρα, ἐπίλυτρε, ἐπίλυτροι, ἐπίλυτρον, ἐπίλυτρος, ἐπιλύτροιν, ἐπιλύτροις, ἐπιλύτρου, ἐπιλύτρους, ἐπιλύτρω, ἐπιλύτρων, ἐπιλύτρῳ
|
12
|
ἐπιλυτότατος (epilutótatos)
|
ἐπίλυτα, ἐπίλυτε, ἐπίλυτοι, ἐπίλυτον, ἐπίλυτος, ἐπιλύτοιν, ἐπιλύτοις, ἐπιλύτου, ἐπιλύτους, ἐπιλύτω, ἐπιλύτων, ἐπιλύτῳ
|
12
|
ἐπιλυτότερος (epilutóteros)
|
ἐπίλυτα, ἐπίλυτε, ἐπίλυτοι, ἐπίλυτον, ἐπίλυτος, ἐπιλύτοιν, ἐπιλύτοις, ἐπιλύτου, ἐπιλύτους, ἐπιλύτω, ἐπιλύτων, ἐπιλύτῳ
|
12
|
ἐπιλύτρως (epilútrōs)
|
ἐπίλυτρα, ἐπίλυτρε, ἐπίλυτροι, ἐπίλυτρον, ἐπίλυτρος, ἐπιλύτροιν, ἐπιλύτροις, ἐπιλύτρου, ἐπιλύτρους, ἐπιλύτρω, ἐπιλύτρων, ἐπιλύτρῳ
|
12
|
ἐπιλύτως (epilútōs)
|
ἐπίλυτα, ἐπίλυτε, ἐπίλυτοι, ἐπίλυτον, ἐπίλυτος, ἐπιλύτοιν, ἐπιλύτοις, ἐπιλύτου, ἐπιλύτους, ἐπιλύτω, ἐπιλύτων, ἐπιλύτῳ
|
12
|
ἑπταλοφώτατος (heptalophṓtatos)
|
ἑπταλόφα, ἑπταλόφε, ἑπταλόφοι, ἑπταλόφοιν, ἑπταλόφοις, ἑπταλόφον, ἑπταλόφος, ἑπταλόφου, ἑπταλόφους, ἑπταλόφω, ἑπταλόφων, ἑπταλόφῳ
|
12
|
ἑπταλοφώτερος (heptalophṓteros)
|
ἑπταλόφα, ἑπταλόφε, ἑπταλόφοι, ἑπταλόφοιν, ἑπταλόφοις, ἑπταλόφον, ἑπταλόφος, ἑπταλόφου, ἑπταλόφους, ἑπταλόφω, ἑπταλόφων, ἑπταλόφῳ
|
12
|
ἑπταλόφως (heptalóphōs)
|
ἑπταλόφα, ἑπταλόφε, ἑπταλόφοι, ἑπταλόφοιν, ἑπταλόφοις, ἑπταλόφον, ἑπταλόφος, ἑπταλόφου, ἑπταλόφους, ἑπταλόφω, ἑπταλόφων, ἑπταλόφῳ
|
11
|
-ακός (-akós)
|
-ac, -άζω, -κός, Aegyptiacus, Egyptiac, abdominocardiac, haeresiacus, paradisiacus, Μιθριακός, στοιχειακός, συμποσιακός
|
11
|
Πάνθειον (Pántheion)
|
Panteon, Pantheon, Pantheon, Pantheon, panteon, panteão, panteón, panthéon, πάνθεον, пантеон, بانثيون
|
11
|
Τοπάζιος (Topázios)
|
topaasi, topacio, topacio, topas, topaz, topazi, topazio, topazius, topázio, tópás, топаз
|
11
|
άν (án)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
άντων (ántōn)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
άτε (áte)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
άτον (áton)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
άτω (átō)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
άτων (átōn)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
αῖ (aî)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
αῖμι (aîmi)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
αῖς (aîs)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
βιβλιογραφία (bibliographía)
|
Bibliographie, bibleagrafaíocht, bibliografia, bibliografia, bibliografia, bibliografie, bibliografiya, bibliografía, bibliography, bibliyograpiya, βιβλιογράφος
|
11
|
δρέπανον (drépanon)
|
scythe, sickle, βίρρη, δορυδρέπανον, δρεπάνη, δρεπάνι, δρεπάνιον, ξιφοδρέπανον, πληγάς, დრეპანი, ἀγκαλίς
|
11
|
δραματικός (dramatikós)
|
dramaattinen, dramatic, dramatický, dramaticus, dramatique, dramatis, dramatisch, dramático, dramático, dramático, δρᾶμα
|
11
|
εὐστοχώτατος (eustokhṓtatos)
|
εὐστόχοιν, εὐστόχοις, εὐστόχου, εὐστόχους, εὐστόχω, εὐστόχων, εὐστόχῳ, εὔστοχα, εὔστοχε, εὔστοχοι, εὔστοχος
|
11
|
εὐστοχώτερος (eustokhṓteros)
|
εὐστόχοιν, εὐστόχοις, εὐστόχου, εὐστόχους, εὐστόχω, εὐστόχων, εὐστόχῳ, εὔστοχα, εὔστοχε, εὔστοχοι, εὔστοχος
|
11
|
εὐστόχως (eustókhōs)
|
εὐστόχοιν, εὐστόχοις, εὐστόχου, εὐστόχους, εὐστόχω, εὐστόχων, εὐστόχῳ, εὔστοχα, εὔστοχε, εὔστοχοι, εὔστοχος
|
11
|
εῖας (eîas)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
εῖε (eîe)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
καλόπους (kalópous)
|
galoche, galosh, garbo, gálibo, kaliber, kalucsni, last, καλοπόδιον, κᾶλον, ҡалып, قالب
|
11
|
κατηχίζω (katēkhízō)
|
catechism, catechismus, catechize, catechizo, catechizzare, catequizar, catequizar, catéchiser, katechizm, katekismus, κατηχέω
|
11
|
κόνικλος (kóniklos)
|
Chüngel, coniglio, conigliu, cuniculus, cunigliu, cunigru, kuneho, kunić, κονικλοτροφείο, κουνέλι, قنية
|
11
|
μανδήλη (mandḗlē)
|
mandil, mandil, mandilio, mandylion, mantele, mendil, μαντήλα, χαρτομάντιλο, منديل, مندیل, მანდილი
|
11
|
μανιακός (maniakós)
|
maniac, maniaco, maniak, maniaque, manyak, manyakis, manyakis, maníaco, maníaco, melomaniac, μανία
|
11
|
μείωσις (meíōsis)
|
diminution, extenuatio, meiosi, meiosi, meiosis, meiosis, meiózis, mejoza, reduction, μείωση, мейоз
|
11
|
μελαγχολικός (melankholikós)
|
malencolik, malinconico, melancholic, melancholicus, melancolique, melancólico, melancólico, melancólico, melankolikko, melankolikus, μελαγχολία
|
11
|
μωρέ (mōré)
|
bre, bre, βρε, μωρέ, μωρός, ρε, бе, бе, бре, бре, бре
|
11
|
πατριώτης (patriṓtēs)
|
patriot, patriot, patriot, patriot, patriot, patriot, patriota, patriote, patriotic, patriotik, патриот
|
11
|
πλακόεντα (plakóenta)
|
placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placentă, plasenta, plăcintă
|
11
|
σύνταγμα (súntagma)
|
compilation, sintagma, syntagma, syntagma, syntagmatarchy, syntagme, συνταγματάρχης, συνταγματάρχης, σύνταγμα, τάγμα, сѵнтаґма
|
11
|
φανάριον (phanárion)
|
fanal, fanal, fanal, fanal, φαίνω, φανάρι, фонарь, фонарь, فنار, فنر, فنر
|
11
|
χορδά (khordá)
|
chord, cord, corda, corda, corda, corda, corde, koord, koorde, kord, χορδή
|
11
|
ἀναιμία (anaimía)
|
anemi, anemi, anemia, anemia, anemia, anemia, anemia, anemie, anemio, anémie, ანემია
|
11
|
ἀπολυέσθω (apoluésthō)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυέσθων (apoluésthōn)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυέτω (apoluétō)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυέτων (apoluétōn)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυοίμεθα (apoluoímetha)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυοίμην (apoluoímēn)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυοίσθην (apoluoísthēn)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυοίτην (apoluoítēn)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυομένη (apoluoménē)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυόμεθα (apoluómetha)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυόμενον (apoluómenon)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυόμενος (apoluómenos)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυόντων (apoluóntōn)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολυώμεθα (apoluṓmetha)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύεσθε (apolúesthe)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύεσθον (apolúesthon)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύεται (apolúetai)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύησθε (apolúēsthe)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύησθον (apolúēsthon)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύηται (apolúētai)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύητε (apolúēte)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύητον (apolúēton)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοι (apolúoi)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοιεν (apolúoien)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοιμεν (apolúoimen)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοιμι (apolúoimi)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοιντο (apolúointo)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοιο (apolúoio)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοις (apolúois)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοισθε (apolúoisthe)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοισθον (apolúoisthon)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοιτε (apolúoite)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοιτο (apolúoito)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύοιτον (apolúoiton)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύου (apolúou)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύουσα (apolúousa)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύωμαι (apolúōmai)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύωμεν (apolúōmen)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύων (apolúōn)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύωνται (apolúōntai)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύωσι (apolúōsi)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύωσιν (apolúōsin)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύῃ (apolúēi)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολύῃς (apolúēis)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπολῦον (apolûon)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀπόλυε (apólue)
|
ἀπολύει, ἀπολύειν, ἀπολύεις, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσι, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
11
|
ἀρσενικός (arsenikós)
|
arsanaic, arsen, arsenic, arsenicum, arsenig, arsenik, arsenik, masculine, αρσενικός, ἀρσενικόν, ἄρσην
|
11
|
ἀρχέτυπον (arkhétupon)
|
Archetyp, archetyp, archetype, arketipo, arketyp, arketyp, arketype, arketype, arkkityyppi, arquetip, arquetipo
|
11
|
ἀστεροειδής (asteroeidḗs)
|
asteroid, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroīds
|
11
|
ἁρπάγη (harpágē)
|
arpagone, arpione, arpão, harpago, harpagon, harpagon, harpon, harpoon, harpun, sarpo, ἁρπάζω
|
11
|
ἐπιγράφω (epigráphō)
|
epigraph, epígrafe, spell, γράφω, επιγράφω, эпиграф, ἐπέγραψα, ἐπίγραμμα, ἐπιγράφομαι, ἐπιγραφή, 𐌿𐍆𐌰𐍂𐌼𐌴𐌻𐌾𐌰𐌽
|
11
|
ἐπισκοπέω (episkopéō)
|
archbishop, archevêque, archiepiscopus, archêvêque, biskup, biskup, biskup, discuss, σκοπέω, бискоупъ, бискуп
|
11
|
ἑκτικός (hektikós)
|
hectic, hektický, hektisk, hektisk, hektisk, jektika, étique, étisie, χτικιάζω, χτικιό, јектика
|
11
|
ὁμόλογος (homólogos)
|
homolog, homologar, homologar, homologous, homologue, omologare, omologo, prologetic, ομόλογος, ὁμολογέω, ὁμολογία
|
11
|
ὁρμῶ (hormô)
|
hormon, hormon, hormona, hormona, hormona, hormona, hormona, hormone, hormons, гормон, ὁρμάω
|
11
|
ὑποτίθημι (hupotíthēmi)
|
hipotesis, hypotheca, hypothecate, hypothesis, hypothèse, τίθημι, ենթա-, ենթադրեմ, ὑποθήκη, ὑπόθεσις, ὑπόκειμαι
|
11
|
ᾶς (âs)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
ᾶσα (âsa)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
11
|
ῥητορική (rhētorikḗ)
|
oratory, rederijker, retorica, retorică, retoriek, retorika, retòrica, rhetoric, rhétorique, риторика, ῥητορικός
|
10
|
-ειος (-eios)
|
-ης, Αθανασάκειος, Βάκχειος, Ξενοφόντειος, Ξενοφώντειος, βόειος, βόρειος, ἀφνειός, ὀνείδειος, ὀνείρειος
|
10
|
Νάρκισσος (Nárkissos)
|
Narcisse, Narcissus, Narcissus, Narcissus, Narcisus, Narcís, narcis, narcist, Νάρκισσος, ナルキッソス
|
10
|
Περγαμηνός (Pergamēnós)
|
Pergamene, parchemyn, parchment, pergameno, pergaments, pergamenus, pergameo, pergamiño, perkament, Πέργαμον
|
10
|
άμενον (ámenon)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
άμενος (ámenos)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
άσθαι (ásthai)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
άσθε (ásthe)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
άσθον (ásthon)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
άσθω (ásthō)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
άσθων (ásthōn)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αίμεθα (aímetha)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αίμην (aímēn)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αίσθην (aísthēn)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αίτην (aítēn)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αμένη (aménē)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αῖεν (aîen)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αῖμεν (aîmen)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αῖο (aîo)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αῖσθε (aîsthe)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αῖσθον (aîsthon)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αῖτε (aîte)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αῖτο (aîto)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀμείβω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
αῖτον (aîton)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
βερικοκκία (berikokkía)
|
abricot, abricó, aibreog, apricot, aprikos, aprikos, aprikoze, bricyll, πραικόκιον, برقوق
|
10
|
βλάξ (bláx)
|
blasphemous, idiot, imbecile, moron, muļķis, stupid, βεβρός, βλάκας, βλακεία, ἀσύνετος
|
10
|
γεω- (geō-)
|
Geococcyx, Geomys, Georgo, geo-, geo-, geo-, geo-, geostrophic, geotérmico, γεωγραφία
|
10
|
διά- (diá-)
|
dia-, diaphonical, diaspora, diaspora, diasporal, diorama, diorama, διάστημα, διαίρεσις, діаспора
|
10
|
εἰδύλλιον (eidúllion)
|
idilio, idylatry, idyll, idyll, idylle, idílio, ειδύλλιο, εἶδος, идиллия, идиллия
|
10
|
εἴλω (eílō)
|
homily, vjeshtë, volvo, vulgus, εἰλεός, οὖλον, ἁλία, ἡλιαία, ἴλη, ὅμιλος
|
10
|
εῖαν (eîan)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, νεικέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
10
|
καλάϊνος (kaláïnos)
|
γλαυκός, κυάνεος, λευκός, μέλας, πολιός, πορφύρεος, χλωρός, ἁλουργής, ἐρυθρός, ἰόεις
|
10
|
καταρράκτης (katarrháktēs)
|
cataract, cataract, cataract, cataracta, katarak, kōtrāāk, waterfall, אגטרגטא, ⲕⲁⲧⲁϩⲣⲁⲕⲧⲏⲥ, ⲕⲁⲧⲁⲣⲁⲕⲧⲏⲥ
|
10
|
κορυφαῖος (koruphaîos)
|
Koryphäe, coryfee, coryphaeus, coryphaeus, corypheus, coryphée, coryphée, korifeo, koryfeusz, κορυφή
|
10
|
κοσμητική (kosmētikḗ)
|
cosmetic, cosmetics, kasmutik, kosmeettinen, kosmetiikka, kosmetik, kosmetikk, kosmetikk, kozmetika, косметика
|
10
|
κοσμητικός (kosmētikós)
|
cosmetic, cosmetics, cosmetisch, cosmétique, kasmutik, kosmetický, kosmetik, kozmetikus, κοσμητικός, קאָסמעטיק
|
10
|
κοσμογονία (kosmogonía)
|
Kosmogonie, cosmogonie, cosmogony, cosmogonía, cosmogonía, kosmogonie, kosmogonio, kozmogonija, козмогонија, космогонія
|
10
|
κυκλικός (kuklikós)
|
ciclico, circular, cyclic, cyclicus, cyklický, cíclico, syklinen, zyklisch, κυκλοτερής, στρογγύλος
|
10
|
κωνικός (kōnikós)
|
conic, conical, conicus, conisch, cónico, cónico, konisk, konisk, konisk, κῶνος
|
10
|
κωνωπεῖον (kōnōpeîon)
|
canape, canapé, canopy, conopeum, kanapa, kanape, kanapé, καναπές, канапа, канапа
|
10
|
λάσκω (láskō)
|
burst, lamentum, latro, leh, lessus, lolium, lullen, lullen, λῆρος, лаꙗти
|
10
|
λόφοις (lóphois)
|
λόφε, λόφοι, λόφοιν, λόφον, λόφος, λόφου, λόφους, λόφω, λόφων, λόφῳ
|
10
|
μανδίλιον (mandílion)
|
mandil, mandil, mandilio, mandylion, mantele, mendil, μαντήλα, منديل, مندیل, მანდილი
|
10
|
μαντίλιον (mantílion)
|
mandil, mandil, mandilio, mandylion, mantele, mendil, μαντήλα, منديل, مندیل, მანდილი
|
10
|
μονόκερως (monókerōs)
|
Einhorn, einhurno, monoceros, monocerote, unicorn, unicornis, κέρας, יינהאָרן, მარტორქა, მარტორქაჲ
|
10
|
νεκρο- (nekro-)
|
necro-, necro-, necro-, necro-, nekro-, nekro-, nekrologo, nekropsio, νεκρο-, νεκρός
|
10
|
ξένον (xénon)
|
ksenon, ksenons, xeanón, xenon, xenon, xenon, xenon, ξένος, ксенон, քսենոն
|
10
|
οὐράνιος (ouránios)
|
Uranian, Uranismus, heavenly, skyward, uranico, uranide, uranism, ουράνιος, οὐρανός, ἐπουράνιος
|
10
|
παιών (paiṓn)
|
paeon, paeonia, peon, peon, peon, peone, peoni, peony, pion, pion
|
10
|
παπᾶς (papâs)
|
faff, paap, papa, pape, pape, papież, pop, pope, pápa, πάπας
|
10
|
πεντάτευχος (pentáteukhos)
|
Pentateuch, Pentateuch, Pentateuch, Pentateuco, Pentateuco, Pentateuco, Pentateukki, Pięcioksiąg, pięcioksiąg, τεῦχος
|
10
|
πριαπισμός (priapismós)
|
priapic, priapism, priapisme, priapisme, priapisme, priapisme, priapisme, priapisme, priapisme, priapismo
|
10
|
προβληματικός (problēmatikós)
|
problematic, problematico, problematicus, problematikus, problematyczny, problemático, problemático, problièmatique, problématique, проблематика
|
10
|
σκάζω (skázō)
|
cingid, limp, scazon, scazon, shank, σκάζω, σκάζων, σκάω, σκαληνός, шега
|
10
|
σμῆγμα (smêgma)
|
smegma, smegma, smegma, smegma, smegma, soap, σμάω, σμῆμα, սմեգմա, ܙܡܡܐ
|
10
|
σπήλαιον (spḗlaion)
|
cave, speleo-, speleoloģija, speleothem, spelerpe, spéléologie, szpeleológia, σπέος, σπηλιά, σπῆλυγξ
|
10
|
στρίγξ (strínx)
|
shtrigë, stria, strie, striga, strigã, strigă, stryge, strzyżyk, στρίξ, стрекотать
|
10
|
συνοπτικός (sunoptikós)
|
sinoptika, sinoptikas, sinóptico, sinóptico, synoptic, synoptisk, synoptisk, συνοπτικός, синоптика, ὀπτός
|
10
|
σχολαστικός (skholastikós)
|
escolástico, escolástico, ischoràsthiggu, scholastic, scholasticus, scholastique, scolastico, scolastique, σχολή, სქოლასტიკოსი
|
10
|
σύγχρονος (súnkhronos)
|
contemporary, sinkron, synchrone, synchronisch, synchronous, synchronus, synchroon, συγχρονίζω, συγχρονίζω, χρόνος
|
10
|
σύκχος (súkkhos)
|
sack, socco, soccus, sock, socka, sok, sok, sokkur, sokkur, συγχίς
|
10
|
τήγανον (tḗganon)
|
tegame, tegula, σαγάνι, σαγανάκι, τάγηνον, τηγάνι, تغار, تیان, طاجن, ܛܓܢܐ
|
10
|
ταρταροῦχος (tartaroûkhos)
|
dortoka, tartaruga, tortoise, tortue, tortue, tortuga, tortuga, tortuga, turtar, Τάρταρος
|
10
|
τετράρχης (tetrárkhēs)
|
tetrarca, tetrarca, tetrarca, tetrarch, tetrarch, tetrarches, tetrarh, ܛܛܪܪܟܐ, 𐍄𐌰𐌹𐍄𐍂𐌰𐍂𐌺𐌴𐍃, 𐍆𐌹𐌳𐌿𐍂𐍂𐌰𐌲𐌹𐌽𐌾𐌰
|
10
|
τρυπάω (trupáō)
|
Trypeta, bore, trypanophobe, trypanophobia, trypanophobic, τρυπάνι, τρυπάω, τρυπώ, τρύπανον, τρύπημα
|
10
|
φαραώ (pharaṓ)
|
Faraon, faraón, faraón, faraón, paraon, Φαραώ, ⲉⲣⲣⲟ, ⲟⲩⲣⲟ, ⲣⲣⲟ, ⲫⲁⲣⲁⲱ
|
10
|
φιλο- (philo-)
|
φιλεραστής, φιλοβάρβαρος, φιλοδέσποτος, φιλοζέφυρος, φιλοκίνδυνος, φιλονικία, φιλοψευδής, φιλόδοξος, φιλόκοπρος, φιλόξενος
|
10
|
φυσιολογία (phusiología)
|
fisiologi, fisiologi, fizioloģija, fiziológia, fysiologie, fyziologie, physiologia, physiology, физиология, фізіологія
|
10
|
ἀλωπεκία (alōpekía)
|
allopicie, alopecia, alopecia, alopecia, alopecia, alopecja, alopesia, alopécie, αλωπεκία, ἀλώπηξ
|
10
|
ἀνομία (anomía)
|
anomi, anomi, anomia, anomia, anomie, anomie, anomie, νόμος, ἄνομος, 𐌿𐌽𐌲𐌰𐍂𐌰𐌹𐌷𐍄𐌴𐌹
|
10
|
ἀποδεικτικός (apodeiktikós)
|
apodeictic, apodictic, apodicticus, apodictique, apodiktisch, apodittico, apodyktyczny, apodíctico, apodíctico, ἀποδείκνυμι
|
10
|
ἀπορώτατος (aporṓtatos)
|
ἀπόροιν, ἀπόροις, ἀπόρου, ἀπόρω, ἀπόρων, ἄπορα, ἄπορε, ἄποροι, ἄπορον, ἄπορος
|
10
|
ἀπορώτερος (aporṓteros)
|
ἀπόροιν, ἀπόροις, ἀπόρου, ἀπόρω, ἀπόρων, ἄπορα, ἄπορε, ἄποροι, ἄπορον, ἄπορος
|
10
|
ἀπόρως (apórōs)
|
ἀπόροιν, ἀπόροις, ἀπόρου, ἀπόρω, ἀπόρων, ἄπορα, ἄπορε, ἄποροι, ἄπορον, ἄπορος
|
10
|
ἄμαθος (ámathos)
|
-ուտ, sabulum, sand, sand/translations, άμαθος, ψάμαθος, աւազ, ἄμμος, Ἀμαθοῦς, ἠμαθόεις
|
10
|
Ἀθανάσιος (Athanásios)
|
Atanasie, Athanase, Athanasius, Tănase, Αθανάσιος, θάνατος, Афанасий, Афанасій, Панас, ⲁⲑⲁⲛⲁⲥⲓⲟⲥ
|
10
|
ἐκστατικός (ekstatikós)
|
ecstatic, ecstatica, ekstaattinen, ekstatyczny, estatico, extatique, extatisch, στατικός, екстатичний, ἐξίστημι
|
10
|
Ἰούδα (Ioúda)
|
Jiddisch, Juda, Judah, Judaism, Jude, jiddisch, jidysz, jüdisch, Ἰουδαῖος, Ἰούδας
|
10
|
ὕδρωψ (húdrōps)
|
anasarca, dropsy, hidropesía, hydropic, hydrops, hydrops, ydropisia, ydropisie, индрик, ὕδερος
|
10
|
ὤχρα (ṓkhra)
|
ochra, ochraceus, ochre, ockra, ocra, oker, oker, okra, вохра, ὠχρός
|
9
|
Μαυρός (Maurós)
|
Mauritania, Maurus, Moor, Murzyn, morus, Μαυρουσία, Μαυρούσιος, ⲙⲁⲩⲣⲏⲥ, ⲙⲱⲣⲓⲥ
|
9
|
Νοέμβριος (Noémbrios)
|
noiembrie, november, nuembru, Νοέμβριος, ноябрь, ноябрь, նոյեմբեր, ნოემბერი, ⲛⲟⲉⲙⲃⲣⲓⲟⲥ
|
9
|
Πλειάδες (Pleiádes)
|
Pleiades, Pleias, Plejadit, Pléiades, Pléyades, plejada, plejadi, Πλειάδες, Πλειάς
|
9
|
αὐτοδίδακτος (autodídaktos)
|
autodidact, autodidacte, autodidakt, autodidakti, autodidatta, aŭtodidakto, self-educated, självlärd, автодидакт
|
9
|
αῖντο (aînto)
|
βλίσσω, βλίττω, κατανοέω, σαλεύω, τέλλω, ἀκολουθέω, ἀπωθέω, ἐπείγω, ὠθέω
|
9
|
βάρις (báris)
|
barge, barge, barge, barge, bark, bark, barke, barko, bárka
|
9
|
γραφίς (graphís)
|
fotograf, fotograf, fotograf, fotograf, fotografia, pen, γλαρίς, γραφικός, ὑπογραφίς
|
9
|
γῆρυς (gêrus)
|
care, gair, gair, garrio, ger, ger, gorma, voice/translations, γίγγρος
|
9
|
διαλυτήτοιν (dialutḗtoin)
|
διαλυτήτων, διαλύτης, διαλύτησι, διαλύτησιν, διαλύτητα, διαλύτητας, διαλύτητες, διαλύτητι, διαλύτητος
|
9
|
διαλύτητε (dialútēte)
|
διαλυτήτων, διαλύτης, διαλύτησι, διαλύτησιν, διαλύτητα, διαλύτητας, διαλύτητες, διαλύτητι, διαλύτητος
|
9
|
εὐαγγελιστής (euangelistḗs)
|
euangelista, evangelist, evangelist, evangelista, evangelista, evangelista, evanghelist, Ευαγγελιστής, 𐌰𐌹𐍅𐌰𐌲𐌲𐌴𐌻𐌹𐍃𐍄𐌰
|
9
|
ζυγός (zugós)
|
Zygoptera, siogót, zigot, zygonic, ζυγίζω, ζυγόν, ζυγός, σύζυγος, زيݢوت
|
9
|
θεωρητικός (theōrētikós)
|
teoretikus, teoretisk, teoretisk, theoretic, theoretical, theoreticus, théorétique, θεωρέω, теоретик
|
9
|
κατήχησις (katḗkhēsis)
|
Katechese, catechesis, catequese, catequesis, catihis, katecheza, катехизис, катехізис, катихизис
|
9
|
καυστικός (kaustikós)
|
caustic, causticus, caustique, cáustico, en-, kaustisk, kaustisk, kaustyczny, kostyczny
|
9
|
κλώθω (klṓthō)
|
Clotho, clothoid, clotoide, clò, κλωστή, κλωστήρ, κλώθω, քուղ, ἐπικλώθω
|
9
|
μάργαρον (márgaron)
|
Margarodit, margaric, margarin, margarina, margarine, margarine, margarine, margarodite, маргарин
|
9
|
μνήμων (mnḗmōn)
|
-σύνη, hieromnemon, mnemonic, mnemônico, μνάομαι, μνημονεύω, μνημονικός, μνημοσύνη, 𒈠𒈾𒀀𒋾
|
9
|
μυωπία (muōpía)
|
miopa, miopia, miopia, miopia, myopia, nearsightedness, μυωπία, μύω, μύωψ
|
9
|
παρά- (pará-)
|
para-, paragnost, paralian, αναπαριστάνω, αναπαριστώ, παράθυρο, παρέρχομαι, παραλία, παροράω
|
9
|
πελαγικός (pelagikós)
|
pelagic, pelagico, pelagicus, pelagosaur, pelàgic, pelágico, pelágico, peláxico, pélagique
|
9
|
πεντάγωνος (pentágōnos)
|
Pentagon, pentagon, pentagonal, pentagone, pentagono, pentágono, pentágono, pentágono, γωνία
|
9
|
περί- (perí-)
|
perihelion, perihelium, period, periodo, período, περίζωμα, περίφρασις, περιέπω, перигелий
|
9
|
πιστάκιον (pistákion)
|
bishtajë, pistacchio, pistache, pistachio, pistacho, pistacium, pistako, pstk', πιστάκη
|
9
|
προσγεγραμμένη (prosgegramménē)
|
βαρεῖα, βραχεῖα, δασεῖα, κορωνίς, περισπωμένη, προσγράφω, προσῳδία, ὀξεῖα, ὀξύβαρις
|
9
|
πρωτότυπος (prōtótupos)
|
prototyp, prototype, prototype, prototyyppi, πρωτότυπος, прототип, прототип, прототип, אב טיפוס
|
9
|
πῆνος (pênos)
|
deapin, depăna, dipanare, panicle, pannus, panus, pinti, pīt, πήνη
|
9
|
σκλήρωσις (sklḗrōsis)
|
esclerosis, otosclerosis, sclerosis, sclérose, skleroosi, sklerose, sklerose, skleroza, σκληρός
|
9
|
συνθλίβω (sunthlíbō)
|
θλίβω, συνέθλιψα, συνέθλιψε, συνέθλιψεν, συνεθλίβη, συνεθλίβην, συνεθλίβησαν, συνθλίβομαι, συνθλίβω
|
9
|
συντρίβω (suntríbō)
|
crush, συνέτριψα, συνέτριψε, συνέτριψεν, συνετρίβη, συνετρίβην, συνετρίβησαν, συντρίβομαι, συντρίβω
|
9
|
σφῷν (sphôin)
|
σέ, σε, σοί, σοι, σου, σοῦ, σφῶϊ, σός, ὑμέτερος
|
9
|
σχέδη (skhédē)
|
sceda, sceideal, scheda, scheda, scheda, schedule, skedul, skedule, țidulă
|
9
|
τεκτονικός (tektonikós)
|
tectonic, tektonika, tektonika, tektonisch, tektonisch, tektonisk, tektonisk, τεκτονική, тектоника
|
9
|
τετράκις (tetrákis)
|
tetrakis, tetrakis legomenon, tetrakis-, πεντάκις, τέσσαρες, τέταρτος, τέτταρες, τρίς, ἑξακισμυριοτετρακισχιλιοστός
|
9
|
τοπάζιον (topázion)
|
Topas, topas, topaz, topaze, topáz, tópás, τόπαζος, ܛܘܦܐܙܝܘܢ, ትጳዝዮን
|
9
|
ἀκροστιχίς (akrostikhís)
|
acrastaic, acrostic, acrostiche, acrostichon, akrostiĥo, akrostych, акростих, акростих, აკროსტიქი
|
9
|
ἀναγράφω (anagráphō)
|
record, register, αναγράφω, γράφω, վեր, ἀνέγραψα, ἀναγράφομαι, ἀναγραφή, ἀνεγράφην
|
9
|
ἀνακαλύπτω (anakalúptō)
|
uncover, ανακάλυψη, ανακαλύπτω, καλύπτω, ἀνακαλύπτομαι, ἀνακαλύπτομεν, ἀνακαλύψεις, ἀνεκάλυψα, ἀνεκαλύφθην
|
9
|
ἀνακόλουθον (anakólouthon)
|
anacoluth, anacoluthe, anacoluthon, anacoluthon, anacoluto, anacoluto, anacoluto, anakolut, ανακόλουθο
|
9
|
ἀντίποδες (antípodes)
|
Antipode, antipode, antipode, antipodes, antypoda, antypody, antípoda, antípoda, ἄντοικος
|
9
|
ἀποκύημα (apokúēma)
|
αποκύημα, κύημα, ἀποκυήμασι, ἀποκυήμασιν, ἀποκυήματα, ἀποκυήματε, ἀποκυήματι, ἀποκυήματος, ἀποκυημάτων
|
9
|
ἀποστρέφω (apostréphō)
|
apastróf, apostrofo, apostrofs, apostrophe, apostrophe, apostrophus, αποστροφή, απόστροφος, ἀποστροφή
|
9
|
ἀπόστροφος (apóstrophos)
|
apostrofas, apostrofo, apostrofs, apostrophe, apostrophe, apostrophus, apóstrofo, απόστροφος, ապաթարց
|
9
|
ἀσκητικός (askētikós)
|
Asket, ascetic, ascetisch, aschitac, ascétique, asketo, аскет, аскет, аскет
|
9
|
ἀστοῖν (astoîn)
|
ἀστέ, ἀστοί, ἀστούς, ἀστοῖς, ἀστοῦ, ἀστόν, ἀστός, ἀστῶν, ἀστῷ
|
9
|
ἀστρονόμος (astronómos)
|
astronom, astronomer, astronomo, astronomus, astronoom, asztronómus, αστρονόμος, астроном, ἀστρολόγος
|
9
|
ἀστώ (astṓ)
|
ἀστέ, ἀστοί, ἀστούς, ἀστοῖς, ἀστοῦ, ἀστόν, ἀστός, ἀστῶν, ἀστῷ
|
9
|
ἀτροφία (atrophía)
|
atrofia, atrofie, atrophie, atrophy, atròfia, ατροφία, атрофия, атрофия, атрофія
|
9
|
Ἀγαυή (Agauḗ)
|
agave, agave, agave, agave, agave, agave, agavo, agawa, агава
|
9
|
ἐγγράφω (engráphō)
|
enlist, enroll, γράφω, εγγράφω, ἐγγράφομαι, ἐνέγραψα, ἐνεγράφη, ἐνεγράφην, ἐνεγράφησαν
|
9
|
ἐκλογή (eklogḗ)
|
choice, ecloga, eclogite, eclogue, egloga, ekloga, selection, égloga, églogue
|
9
|
ἐμπάθεια (empátheia)
|
Empathie, empathy, empati, empati, empati, empatia, empatia, емпатія, אמפתיה
|
9
|
ἐμφαίνω (emphaínō)
|
emphasis, emphatic, enfasi, enfatico, enfático, enfático, énfasis, φαίνω, ἔμφασις
|
9
|
ἐπιδώμεθα (epidṓmetha)
|
πιδάω, ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
9
|
ὀφιοειδής (ophioeidḗs)
|
ὀφιοειδές, ὀφιοειδέσι, ὀφιοειδέσιν, ὀφιοειδεῖ, ὀφιοειδεῖς, ὀφιοειδοῖν, ὀφιοειδοῦς, ὀφιοειδῆ, ὀφιοειδῶν
|
9
|
ὑγιεινή (hugieinḗ)
|
gigiyena, higiene, hygieeninen, hygiene, hygienia, hygiène, igiene, гигиена, гігієна
|
9
|
ὑδραυλικός (hudraulikós)
|
hydraulic, hydraulikk, hydraulikk, idraulico, υδραυλικός, гидравлика, гидравлика, гідравліка, ὕδωρ
|
8
|
-αρχης (-arkhēs)
|
batrik, patriarca, patriarca, patriarca, patriarca, patriark, patriarko, toparch
|
8
|
-πλοος (-ploos)
|
Hexapla, Octapla, hexapla, hexaple, octapla, octaples, tetrapla, tetraples
|
8
|
-ω (-ō)
|
-ου, -ω, -ως, εἴσω, λυτρόω, πλατύνω, ἐμφυσάω, ἰσχύω
|
8
|
Κελτοί (Keltoí)
|
Celt, Celtae, Kelt, Keltoi, celta, céltico, kelt, ķelts
|
8
|
Ποντικός (Pontikós)
|
Pontic, fındık, Ποντικόν κάρυον, Πόντος, ποντίκι, ποντικός, φουντούκι, фундук
|
8
|
Σεπτέμβριος (Septémbrios)
|
september, septembrie, Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριος, сентябрь, սեպտեմբեր, სექტემბერი, ⲥⲉⲡⲧⲉⲙⲃⲣⲓⲟⲥ
|
8
|
Σῆρες (Sêres)
|
Seres, Serica, sericeous, sericulture, sirgo, sirgo, sirgo, Σήρ
|
8
|
Χημία (Khēmía)
|
Khem, alchemie, alchemy, alquimia, alquimia, alquimia, alquimia, kimia
|
8
|
αἱμορραγία (haimorrhagía)
|
almorragie, cerebral hemorrhage, hemorragia, hemorragia, hemorrhage, hemorrhagic stroke, hémorragie, геморрагия
|
8
|
αἱμορροΐς (haimorrhoḯs)
|
emeroides, emorroide, hemoroid, hemoroide, hemoroide, hemorrhoid, hemorroide, morena
|
8
|
βολίς (bolís)
|
bolid, bolide, bolide, bolis, bolis, bólido, βαλλίζω, βουλιάζω
|
8
|
γαλακτικός (galaktikós)
|
galactic, galacticus, galactique, galactique, galaktika, galaktinen, galaktyka, galáctico
|
8
|
γεωδαισία (geōdaisía)
|
geodesi, geodesi, geodesia, geodesia, geodesy, geodèsia, géodésie, геодезия
|
8
|
διαγώνιος (diagṓnios)
|
diagonal, diagonal, diagonal, diagonal, diagonal, diagonalis, γωνία, диагональ
|
8
|
δρέπω (drépō)
|
drab, δρέπω, δρεπάνη, δρύπτω, δρῶπαξ, χεδροπά, द्रापि, ἔδρεψα
|
8
|
θαυματουργός (thaumatourgós)
|
taumaturgo, taumaturgo, taumaturgo, thaumaturg, thaumaturge, thaumaturge, thaumaturgus, θαῦμα
|
8
|
κάρον (káron)
|
Carum, caraway, caraway, carvea, karwij, κάρος, καρώ, كراويا
|
8
|
κάρχαρος (kárkharos)
|
Carcharodon, Carcharodon carcharias, Carcharodontosaurus, carcharias, jagged, κάρκαρος, καρχαρίας, կարկառ
|
8
|
κίνναμον (kínnamon)
|
Zimt, cinnamico, cinnamon, cīmet, sinamon, synamome, κιννάμωμον, կինամոմոն
|
8
|
καρῶτον (karôton)
|
cairéad, carota, carota, carrot, kareti, karota, καρόω, каротин
|
8
|
κηλέω (kēléō)
|
beguile, bewitch, calvor, celwydd, charm, enchant, θέλγω, κήλεος
|
8
|
κοινωνία (koinōnía)
|
communion, community, fellowship, koinonia, partnership, persekutuan, κοινωνία, κοινός
|
8
|
κοινόβιον (koinóbion)
|
cenobiarch, cenobita, cenobite, cenobium, chinovie, coenobium, coenobium, κοινοβιάτης
|
8
|
κολυμβάω (kolumbáō)
|
columb, columba, columpiar, swim, κολυμβάς, κολυμβήθρα, κολυμπάω, κόλυμβος
|
8
|
κτήτωρ (ktḗtōr)
|
Titarev, ktetor, ktetory, owner, possessor, κτάομαι, Титарёв, титар
|
8
|
μαρσίππιον (marsíppion)
|
Marsupialia, marsupial, marsupial, marsupio, marsupio, marsupium, marsupium, μάρσιππος
|
8
|
μετάπτωσις (metáptōsis)
|
precession, μετάπτωση, μεταπτώσεις, μεταπτώσεων, μεταπτώσεως, πείθω, πτῶσις, ἀπόπτωσις
|
8
|
μετέωρον (metéōron)
|
meteoor, meteor, meteor, meteor, meteori, meteorum, μετέωρος, метеор
|
8
|
μετρικός (metrikós)
|
metrico, metricus, metrisk, metrisk, métrico, métrico, μέτρον, συμμετρικός
|
8
|
μητροπολίτης (mētropolítēs)
|
metropoliitta, metropolita, metropolitan, metropolite, metropolito, mitropolit, Μητροπολίτης, митрополит
|
8
|
μονόλογος (monólogos)
|
Monolog, monologo, monologue, monologue, monoloog, monoloq, swacakap, монолог
|
8
|
παιάν (paián)
|
paean, paean, paeon, pean, peana, peone, peán, peã
|
8
|
παρεκτρέπω (parektrépō)
|
παρεκτρέπομαι, παρεκτρέπομεν, παρεκτρέπω, παρεξέτρεψα, παρεξετράπη, παρεξετράπην, παρεξετράπησαν, τρέπω
|
8
|
πλακόεις (plakóeis)
|
placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, plasenta
|
8
|
πολιτική (politikḗ)
|
politics, politik, politika, politika, polityka, política, πολιτικός, політика
|
8
|
πολύγλωττος (polúglōttos)
|
poliglota, poligloto, polyglot, polyglot, polyglotte, polígloto, πολύγλωσσος, поліглот
|
8
|
πράσιος (prásios)
|
praseo-, praseodimio, praseodymium, praseodímio, prazeodīms, πράσον, празеодим, فراسيون
|
8
|
προγνωστικός (prognōstikós)
|
prescient, prognostic, prognóstico, pronostic, pronosticar, pronosticar, pronosticare, γνωστικός
|
8
|
προτρέπω (protrépō)
|
impel, protreptic, urge on, προέτρεψα, προτρέπομαι, προτρέπομεν, προτρέπω, τρέπω
|
8
|
πρόθεσις (próthesis)
|
praepositio, preposition, prepositional, prothesis, purpose, θέσις, προθετικός, πρόθεση
|
8
|
σάνδανον (sándanon)
|
sandal, sandal, sandalum, sanders, saundres, σάνταλον, صندل, चन्दन
|
8
|
σκάλα (skála)
|
escala, escala, escala, escale, escală, scala, σκάλα, ܣܩܠܐ
|
8
|
σκίγκος (skínkos)
|
Scincus, escáncer, scinco, scincoid, scincos, skink, skink, σκίγγος
|
8
|
στίβι (stíbi)
|
chalcostibite, kohl, msdmt, stib-, stibium, stibium, stibnite, στίμμι
|
8
|
συμβουλεύω (sumbouleúō)
|
advise, counsel, βουλεύω, συμβουλή, συμβουλεύομαι, συμβουλεύω, συνεβούλευσα, σύμβουλος
|
8
|
συνεχής (sunekhḗs)
|
constant, constantly, continually, continuous, synechism, συνεχές, συνεχής, συνεχῶς
|
8
|
συντάσσω (suntássō)
|
compile, compose, direct, put together, syntagma, συνταγή, σύνταξις, τάσσω
|
8
|
συστηματικός (sustēmatikós)
|
sistematico, sistematizar, sistemàtic, sistemático, sistemático, systematic, systematisk, systématique
|
8
|
σύλληψις (súllēpsis)
|
arrest, concept, syllepsa, syllepsis, syllepsis, syllepsis, συλλαμβάνω, σύλληψη
|
8
|
τακτική (taktikḗ)
|
Taktik, tactics, tactiek, taktiek, taktikk, taktikk, τακτικός, тактика
|
8
|
φατός (phatós)
|
faattinen, fatyczny, phatic, θέσφατος, θνῄσκω, हत, ἔπεφνον, ὀδυνήφατος
|
8
|
φιλοσοφέω (philosophéō)
|
filosofare, philosopheme, philosophize, φιλοσοφία, φιλοσοφώ, φιλοσόφημα, φιλόσοφος, פלסף
|
8
|
φυσικά (phusiká)
|
metafisica, metafizyka, metaphysics, pataphysique, φυσικός, метафизика, метафизика, метафізика
|
8
|
χαρακτηρίζω (kharaktērízō)
|
caractéthistique, characteristic, characterize, charakterisieren, charakteryzować, karakterisoida, karakteristiek, характеризувати
|
8
|
χιασμός (khiasmós)
|
chiasm, chiasme, chiasmo, chiasmus, chiastolite, chiazm, quiasme, quiasmo
|
8
|
χρωματικός (khrōmatikós)
|
chromatic, chromatique, cromatico, cromàtic, cromático, cromático, kromatisk, kromatisk
|
8
|
χώρος (khṓros)
|
-choron, hecatonicosachoron, hexacosichoron, hexadecachoron, icositetrachoron, octachoron, pentachoron, polychoron
|
8
|
ψαλμῳδία (psalmōidía)
|
psalmodie, psalmodie, psalmody, salmodia, ψαλμουδιά, ψαλμωδία, ψαλμῳδός, ᾠδή
|
8
|
ψύλλος (psúllos)
|
flea, ψύλλα, ψύλλε, ψύλλοι, ψύλλος, ψύλλου, ψύλλους, ψύλλων
|
8
|
ἀμφίβιον (amphíbion)
|
Amphibie, abinieks, amfaibiach, amfibi, amfibium, amfībija, amphibian, ἀμφίβιος
|
8
|
ἀμφιβολία (amphibolía)
|
ambiguity, amfibolia, amfibologia, amphibolia, amphibolia, amphibologie, amphibology, amphiboly
|
8
|
ἀνακρίνω (anakrínō)
|
ανακρίνω, κρίνω, ἀνέκρινα, ἀνέκρινον, ἀνακρίνομαι, ἀνακρίνομεν, ἀνεκρίθην, 𐌰𐌽𐌳𐌷𐍂𐌿𐍃𐌺𐌰𐌽
|
8
|
ἀνατείνω (anateínō)
|
ανατείνω, τείνω, ἀνάτασις, ἀνέτεινα, ἀνέτεινον, ἀνατείνομαι, ἀνατείνομεν, ἀνετάθην
|
8
|
ἀντιπαθής (antipathḗs)
|
antipathy, antipatia, antipatia, antipatia, antipatía, antipatía, антипатія, հակ
|
8
|
ἀρτεμισία (artemisía)
|
armoise, artemisa, artemisia, artemisia, artemisia, αρτεμισία, βότρυς, артемизинин
|
8
|
ἁρμονικός (harmonikós)
|
armonico, armónico, harmonic, harmonika, harmonique, harmonisk, harmonisk, harmonnique
|
8
|
ἄβατον (ábaton)
|
Abaton, abaton, abaton, abaton, abaton, abaton, абатон, ἄβατος
|
8
|
ἄσπρος (áspros)
|
asper, aspra, aspron, dayaper, dayaper, diaper, άσπρος, аспра
|
8
|
ἐγκαίνια (enkaínia)
|
Encaenia, Hanukkah, dedication, encaenia, encaenia, ეკენია, ეკენია, 𐌹𐌽𐌽𐌹𐌿𐌾𐌹𐌸𐌰
|
8
|
ἐλαστός (elastós)
|
elasta, elastic, elasticiteit, elastisitas, elasto-, elastyczny, elàstic, ἐλαύνω
|
8
|
ἐπίδεσθε (epídesthe)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδεσθον (epídesthon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδετε (epídete)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδετον (epídeton)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδησθε (epídēsthe)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδησθον (epídēsthon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδηται (epídētai)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδητε (epídēte)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδητον (epídēton)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοι (epídoi)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιεν (epídoien)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιμεν (epídoimen)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιμι (epídoimi)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιντο (epídointo)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιο (epídoio)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοις (epídois)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοισθε (epídoisthe)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοισθον (epídoisthon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιτε (epídoite)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιτο (epídoito)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιτον (epídoiton)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδω (epídō)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωμαι (epídōmai)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωμεν (epídōmen)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωνται (epídōntai)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωσι (epídōsi)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωσιν (epídōsin)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδῃ (epídēi)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδῃς (epídēis)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδεσθε (epeídesthe)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδεσθον (epeídesthon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδετο (epeídeto)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδοντο (epeídonto)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδου (epeídou)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπειδέσθην (epeidésthēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπειδόμεθα (epeidómetha)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπειδόμην (epeidómēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέσθαι (epidésthai)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέσθω (epidésthō)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέσθων (epidésthōn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέτω (epidétō)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέτων (epidétōn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδεῖν (epideîn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδημία (epidēmía)
|
epidemia, epidemiológia, stay, επιδημία, епидемия, епідеміологія, епідемія, пандемия
|
8
|
ἐπιδοίμεθα (epidoímetha)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοίμην (epidoímēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοίσθην (epidoísthēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοίτην (epidoítēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδομένη (epidoménē)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοῦ (epidoû)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοῦσα (epidoûsa)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδόμενον (epidómenon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδόμενος (epidómenos)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδόν (epidón)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδόντων (epidóntōn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδών (epidṓn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐρι- (eri-)
|
հերիք, ἀρι-, ἐρίγδουπος, ἐριβῶλαξ, ἐρικυδής, Ἐρίγυιος, Ἐριφύλη, Ἐριχθόνιος
|
8
|
ἔπιδε (épide)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
Ἐσθήρ (Esthḗr)
|
Ester, Ester, Ester, Estera, Esther, Esther, Esther, Эсфирь
|
8
|
Ἰσίδωρος (Isídōros)
|
Dorries, Isidore, Isidorus, Izydor, δῶρον, Сидор, Ἶσις, ⲓⲥⲓⲇⲱⲣⲟⲥ
|
8
|
ὠτίον (ōtíon)
|
Otariidae, ear/translations, otaria, otary, otion, αφτί, οὖς, ὠτικός
|
7
|
-έα (-éa)
|
-εύς, -ιά, κοκκυγέα, νεραντζιά, περσέα, συκέα, φιλυρέα
|
7
|
-ισμα (-isma)
|
-ism, -isms, -ismus, -izam, -ίζω, -изам, ἀγώνισμα
|
7
|
Αἰθιοπικός (Aithiopikós)
|
Ethiopian, etiopico, etiòpic, etiópico, etiópico, Αἰθίοψ, Αἰθιοπία
|
7
|
Γεννάδιος (Gennádios)
|
Gennadio, Ghenadie, Генадзь, Генадзій, Геннадий, Геннадій, ⲅⲉⲛⲛⲁⲇⲓⲟⲥ
|
7
|
Δευτερονόμιον (Deuteronómion)
|
Deotranaimí, Deuteronomium, Deuteronomium, Deuteronomy, Δευτερονόμιο, δεύτερος, Ἐπινομίς
|
7
|
Δεῖμος (Deîmos)
|
Deimos, Deimos, Deimos, Deimos, Deimos, Dejmos, δειμός
|
7
|
Εὐήμερος (Euḗmeros)
|
Euhemeros, Euhemerus, euhemerism, euhemerist, euhemeristic, euhemerization, euhemerize
|
7
|
Μονεμβασία (Monembasía)
|
malmesye, malmsey, malvasia, malvasia, malvesey, malvesye, malvoisie
|
7
|
Σπάρτα (Spárta)
|
Sparta, Sparta, Sparta, Sparta, Sparto, Σπάρτη, Спарта
|
7
|
Φεβρουάριος (Phebrouários)
|
Februarius, februarius, Φεβρουάριος, Φλεβάρης, февраль, փեբրուարիոս, ⲫⲉⲃⲣⲟⲩⲁⲣⲓⲟⲥ
|
7
|
έν (én)
|
Ignatius, parentes, κατάγω, κατανοέω, ξυνίημι, συνίημι, ἐναρίζω
|
7
|
αὐτοκρατία (autokratía)
|
autocracy, autocratie, autocratie, autokracja, autokrasi, автократія, ავტოკრატია
|
7
|
βάκτρον (báktron)
|
Bakteriologie, bactritid, baculum, baktérium, peg, βακτηρία, կալ
|
7
|
βαθμός (bathmós)
|
bathmism, bathmophobia, degree, phase, step, βαθμός, 𐌲𐍂𐌹𐌸𐍃
|
7
|
βαστάζειν (bastázein)
|
abastar, baston, bastone, bastuni, batman, vastuni, βαστάζω
|
7
|
βοτανικός (botanikós)
|
botanic, botanika, botanique, botánico, βοτάνη, βοτανική, βοτανικός
|
7
|
γαλια (galia)
|
galai, galea, galera, galera, galera, galera, galé
|
7
|
γλαύκωμα (glaúkōma)
|
cataract, glaucoma, glaucoma, glaucome, glaukooma, γλαυκός, глаукома
|
7
|
γνωστός (gnōstós)
|
Gnostic, gnostic, gnostika, known, znots, γιγνώσκω, γνωστός
|
7
|
γοητεία (goēteía)
|
goetia, goety, goècia, sorcery, witchcraft, γοητεία, γοητεύω
|
7
|
γούνα (goúna)
|
gonèla, goune, gown, gowne, gunna, gunë, гуна
|
7
|
δίγαμμα (dígamma)
|
digamma, digamo, Ϝ, Ϝ, ϝ, ϝ, ϝαῦ
|
7
|
δημοτικός (dēmotikós)
|
demotic, demotico, demotik, demotist, démotique, δημοτική, δημοτικός
|
7
|
διαδέχομαι (diadékhomai)
|
succeed, διάδοχος, διάδοχος, διαδέχομαι, διαδοχή, διαδοχικός, διεδέχθην
|
7
|
δρομὰς κάμηλος (dromàs kámēlos)
|
dromadaire, dromadaire, dromader, dromedar, dromedar, dromedaris, dromedarius
|
7
|
δῖνος (dînos)
|
Dinobryon, Dinoflagellata, dinic, dino-, dinophycean, dinophyte, scotodinia
|
7
|
είτην (eítēn)
|
κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, συνίημι, ἀμείβω, ἐναρίζω
|
7
|
εὐθηνός (euthēnós)
|
cheap, ieftin, jeftin, φτηνός, евтин, евтин, јефтин
|
7
|
εῖμεν (eîmen)
|
κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, συνίημι, ἀμείβω, ἐναρίζω
|
7
|
εῖτε (eîte)
|
κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, συνίημι, ἀμείβω, ἐναρίζω
|
7
|
εῖτον (eîton)
|
κατάγω, κατανοέω, νεικέω, ξυνίημι, συνίημι, ἀμείβω, ἐναρίζω
|
7
|
θλάω (thláō)
|
Thlaspi, dlùth, dlúth, διαθλώ, θλάσμα, θλάσπις, θλίβω
|
7
|
κακο- (kako-)
|
κακοδαίμων, κακομάζαλος, κακομήχανος, κακοστόμαχος, κακοῦργος, κακόμοιρος, κακόχυλος
|
7
|
καλυπτός (kaluptós)
|
Eucalyptus, eucalipto, eucalipto, eucalyptus, eukalyptus, eukalyptus, ⲕⲗⲁϥⲧ
|
7
|
καπάνη (kapánē)
|
campana, campana, campanile, յոպնակ, قبان, ἀπήνη, ἀρκάνη
|
7
|
καταγράφω (katagráphō)
|
γράφω, κατέγραψα, καταγράφομαι, καταγράφομεν, καταγράφω, καταγραφή, καταγραφείς
|
7
|
κοιλιακός (koiliakós)
|
celiac, celiaco, celiakia, celiakia, coeliac, coeliacus, cœliaque
|
7
|
κοιτίς (koitís)
|
κοίτη, κοιτίδα, κοιτίδα, κοιτίδας, κοιτίδες, κοιτίδος, κοιτίδων
|
7
|
κομμέρκιον (kommérkion)
|
gömrük, gümrük, đumruk, جمرك, جمرك, كمرك, گمرک
|
7
|
κρυπτείαιν (krupteíain)
|
κρυπτεία, κρυπτείαις, κρυπτείαν, κρυπτείας, κρυπτείᾳ, κρυπτειῶν, κρυπτεῖαι
|
7
|
κόρης (kórēs)
|
κορῶν, κόραι, κόραιν, κόραις, κόρη, κόρην, κόρῃ
|
7
|
λαφύσσω (laphússō)
|
devour, gobble, gorge, gulp down, wolf down, λαμυρός, լափեմ
|
7
|
λιμένιον (liménion)
|
liman, liman, liman, λιμήν, лиман, лиман, لیمان
|
7
|
μετάθεσις (metáthesis)
|
metatese, metateza, metathesis, metátese, metátesis, métathèse, θέσις
|
7
|
μεταφυσικά (metaphusiká)
|
metafizika, metafizyka, metafysica, metafísico, metaphysics, метафизика, метафизика
|
7
|
μυθολογέω (muthologéō)
|
mifologiýa, mitolojiya, mythologie, mythology, μυθολογία, μῦθος, баснословный
|
7
|
μυθολόγος (muthológos)
|
-λογία, mifologiýa, mitologo, mitolojiya, mythologie, mythology, μυθολογία
|
7
|
νήφω (nḗphō)
|
-άλιος, nephalism, nephalist, ανανήφω, νηφάλιος, νῆψις, նօթի
|
7
|
νεο- (neo-)
|
Neornithes, neo-, neo-, neo-, neo-, neo-, неодим
|
7
|
νῆστις (nêstis)
|
jejunum, nestis, nestitherapy, νηστεύω, νηστικός, նօթի, ἐσθίω
|
7
|
ξαίνω (xaínō)
|
saucius, sentis, sentus, ξάνιον, ξαίνω, ξύω, սանտր
|
7
|
παράλιος (parálios)
|
coast, paralian, paralio, paralious, paralius, seashore, ἅλς
|
7
|
παραγράφω (paragráphō)
|
γράφω, παρέγραψα, παραγράφομαι, παραγράφω, παρεγράφη, παρεγράφην, παρεγράφησαν
|
7
|
περιγράφω (perigráphō)
|
outline, γράφω, περιέγραψα, περιγράφομαι, περιγράφομεν, περιγράφω, περιγραφή
|
7
|
περιφραστικός (periphrastikós)
|
perifrastinen, perifrastisch, perifrástico, perifrástico, periphrastic, périphrastique, περίφρασις
|
7
|
πλάνος (plános)
|
aeroplane, aeroplano, aeroplanum, aéroplane, misleading, planus, πλανάω
|
7
|
πλέως (pléōs)
|
fler, full, full, plenus, πίμπλημι, پورا, पूरा
|
7
|
πλακοῦς (plakoûs)
|
pizza, placenta, plakous, plasenta, tiropita, γαμήλιος, πλάξ
|
7
|
πολύγαμος (polúgamos)
|
poligamia, poligámia, polygamia, polygamus, polygamy, polígamo, πολυγαμία
|
7
|
πολύγωνον (polúgōnon)
|
Vieleck, poligon, poligon, polygon, polygoon, veelhoek, πολύγωνος
|
7
|
πρωτεῖος (prōteîos)
|
Protein, proteic, protein, protein, proteina, proteino, פּראָטעיִן
|
7
|
σπείρα (speíra)
|
leptospira, spiraal, spiral, spirea, spirála, spirális, σπεῖρα
|
7
|
σποραδικός (sporadikós)
|
esporádico, sporadic, sporadisch, sporadisk, sporadisk, sporadyczny, спорадичний
|
7
|
σύνδρομος (súndromos)
|
siondróm, syndrom, syndrome, szindróma, síndrome, синдром, синдром
|
7
|
τράχωμα (trákhōma)
|
trachoma, trachoma, trakooma, traĥomo, τραχύς, трахома, تراخوما
|
7
|
τρίγωνος (trígōnos)
|
three-cornered, triangular, trigon, trigono, trigonus, γωνία, τρίγωνον
|
7
|
τρίζω (trízō)
|
squeak, strido, βρύκω, στρίξ, τρίγλη, τρίζω, стрекотать
|
7
|
τρίπτυχος (tríptukhos)
|
triptiek, triptih, triptych, triptyykki, tríptico, tríptico, πτύσσω
|
7
|
τσιγγάνος (tsingános)
|
cigány, sigoyni, tzigane, țigan, сиған, циган, цыган
|
7
|
φείδομαι (pheídomai)
|
aphid, bite, spare, Φείδιππος, Φειδίας, φειδός, भेद
|
7
|
φιλοσοφικός (philosophikós)
|
filosofiku, philosophicus, σοφός, φιλοσοφία, φιλοσοφικά, φιλοσοφική, φιλόσοφος
|
7
|
φορός (phorós)
|
acanthophorous, chlamyphore, Θεσμοφόρια, εὔφορος, φέρω, светофор, ἰχθυόφορος
|
7
|
φυσιογνωμονία (phusiognōmonía)
|
fisionomia, fisionomia, fisonomia, fizjonomia, fysiognomie, physiognomonie, physiognomy
|
7
|
ψευδομάρτυς (pseudomártus)
|
false witness, μάρτυς, ψευδομάρτυρα, ψευδομάρτυρας, ψευδομάρτυρες, ψευδομάρτυρος, ψευδομαρτύρων
|
7
|
ἀγρία (agría)
|
cenoura, sanahorya, sanoria, stavesacre, zanahoria, سفنارية, ἄγριος
|
7
|
ἀθετέω (athetéō)
|
athetesis, invalidate, nullify, reject, renege, void, αθετώ
|
7
|
ἀκηδία (akēdía)
|
acedia, acedia, acedia, acedior, apathy, exhaustion, weariness
|
7
|
ἀμφιπρόστυλος (amphipróstulos)
|
amfiprostylos, amphiprostyle, amphiprostylos, anfiprostilo, anfipróstilo, anfipróstilo, αμφιπρόστυλος
|
7
|
ἀνάλημμα (análēmma)
|
analema, analema, analemma, analemma, analemma, λῆμμα, ἀναλαμβάνω
|
7
|
ἀνατέμνω (anatémnō)
|
anatomia, anatomija, anatomía, cut up, ανατέμνω, τέμνω, ἀνατομή
|
7
|
ἀντίχριστος (antíkhristos)
|
Antichrist, Antychryst, Antykryst, antichrist, Антихрист, Антихрист, Антихрист
|
7
|
ἀνταγωνίζεσθαι (antagōnízesthai)
|
antagonis, antagonism, antagonist, antagonista, antagonista, antagonista, antagonista
|
7
|
ἀντιστροφή (antistrophḗ)
|
antistrofa, antistrofe, antistrophe, antistrophe, antistrophe, antístrofe, στροφή
|
7
|
ἀποδεικνύω (apodeiknúō)
|
αναπόδεικτος, αποδεικνύω, ἀπέδειξα, ἀπέδειξε, ἀπέδειξεν, ἀπεδείχθην, ἀποδείκνυμι
|
7
|
ἀποκλείω (apokleíō)
|
exclude, αποκλείω, ἀπέκλεισα, ἀπεκλείσθη, ἀποκλείεται, ἀποκλείετε, ἀποκλείομαι
|
7
|
ἀποπλήσσειν (apoplḗssein)
|
Apoplexia, Apoplexie, apaipléis, apoplejía, apoplexia, apoplexia, ἀποπλήσσω
|
7
|
ἀποτίθημι (apotíthēmi)
|
store, stow away, τίθημι, аптека, բաց, ἀποθήκη, ἀποθετικός
|
7
|
ἀπόζεμα (apózema)
|
apozem, apozema, apozema, bozzima, decoction, extract, pócima
|
7
|
ἀρχιατρός (arkhiatrós)
|
archiater, archiatre, arkiater, arquiatro, arts, arts, ārsts
|
7
|
ἄθετος (áthetos)
|
atetoza, athetesis, athetize, athetosis, αθετώ, θετός, τίθημι
|
7
|
ἄσημος (ásēmos)
|
unremarkable, ασήμι, сым, סאמא, سیم, ἄσημον, 𐎿𐎡𐎹𐎶𐎶
|
7
|
ἄτονος (átonos)
|
atono, atony, àton, átono, átono, άτονος, атония
|
7
|
Ἀργοναύτης (Argonaútēs)
|
Argonaut, Argonauta, Argonauta, argonauta, argonaute, არგონავტი, Ἄργος
|
7
|
Ἀσιατικός (Asiatikós)
|
Asian, asiatico, asiatique, asiático, asiático, asiático, Ἀσία
|
7
|
Ἄλεξις (Álexis)
|
Aleixo, Alexis, Alexis, Alexius, Alexius, Lesh, ἀλέξω
|
7
|
Ἄρειος (Áreios)
|
Arius, Arius, Arrius, Pyroeis, areiolainen, Ἄρειος Πάγος, Ἄρης
|
7
|
ἐκδίδωμι (ekdídōmi)
|
Anekdote, anecdote, anecdotum, give up, δίδωμι, אַנעקדאָט, ἔκδοσις
|
7
|
ἐκτρέπω (ektrépō)
|
εκτρέπω, τρέπω, ἐκτρέπομαι, ἐκτρέπομεν, ἐκτρόπιον, ἐξέτρεψα, ἐξετράπην
|
7
|
ἐμφατικός (emphatikós)
|
emfaattinen, emphatic, emphatique, emphatisch, enfatico, enfático, enfático
|
7
|
ἐξηγητής (exēgētḗs)
|
Exeget, eksegeetti, exegeet, exeget, exegete, exégeta, ἐξηγέομαι
|
7
|
ἐπιδείκνυμι (epideíknumi)
|
display, epideictic, epidicticus, exhibit, δείκνυμι, φαίνω, ἐπίδειξις
|
7
|
ἐπισυνάπτω (episunáptō)
|
επισυνάπτω, ἐπισυνάπτομαι, ἐπισυνάπτομεν, ἐπισυνήφθη, ἐπισυνήφθην, ἐπισυνήφθησαν, ἐπισυνῆψα
|
7
|
ἐργαστήριον (ergastḗrion)
|
ergastolo, ergastulum, factory, manufactory, workshop, ἐργάζομαι, ἔργον
|
7
|
ἤρεμος (ḗremos)
|
eremus, ermu, ermu, heremus, quiet, silent, ήρεμος
|
7
|
ἰσχιαδικός (iskhiadikós)
|
ciático, ciático, ischiadicus, ischiatico, sciatic, sciatica, sciatico
|
7
|
Ἰάφεθ (Iápheth)
|
Iaphet, Iaphetus, Jafeth, Japhet, Japhet, Japheth, Афетъ
|
7
|
ὀ (o)
|
Αἰολεύς, Δάν, Τάν, μάρτυρ, ξέννος, φήρ, ὄρανος
|
7
|
ὀξύθυμος (oxúthumos)
|
choleric, hot-tempered, hotheaded, irascible, quick-tempered, short-tempered, οξύθυμος
|
7
|
ὁρμῶν (hormôn)
|
hormona, hormona, hormona, hormona, гормон, ὁρμάω, ὁρμή
|
7
|
Ὄρκος (Órkos)
|
ogr, ogre, ogro, orco, orco, orco, ork
|
7
|
ὑπερβάλλω (huperbállō)
|
exceed, excel, outdo, surpass, βάλλω, υπερβάλλω, ὑπερβολή
|
7
|
ὠσμός (ōsmós)
|
osmo-, osmosis, osmotisk, osmotisk, osmoza, ósmosis, ὠθέω
|
7
|
ὡροσκόπος (hōroskópos)
|
horoscope, horoskop, horoskopas, horoszkóp, horóscopo, βάσις, ὡροσκοπεῖον
|
6
|
-εκτομία (-ektomía)
|
-ectomia, -ectomia, -ectomia, -ectomy, -ectomía, -ektomia
|
6
|
-μετρία (-metría)
|
-metría, geometri, geometriya, geometry, stœchiométrie, ģeometrija
|
6
|
-πώλης (-pṓlēs)
|
bibliopoly, pharmacopola, pharmacopole, pharmacopolist, seller, vendor
|
6
|
Αἰγυπτιακός (Aiguptiakós)
|
Aegyptiacus, Egyptiac, aegyptiacus, egiziaco, Αἰγύπτιος, ⲁⲓⲅⲩⲡⲧⲓⲁⲕⲟⲛ
|
6
|
Βελλεροφῶν (Bellerophôn)
|
Bellerofonte, Bellerophon, Bellerophon, Bellerophon, Bellerophontes, Βελλεροφόντης
|
6
|
Γαγάτης (Gagátēs)
|
gagat, get, giaj, git, jais, jet
|
6
|
Κύριος (Kúrios)
|
Kyrie, Kyrie eleison, kyrie, Κύριε ελέησον, κύριος, κύριος
|
6
|
Λιγυστικός (Ligustikós)
|
ligustico, ligusticum, lovage, lubczyk, Λίγυς, Λιγυστική
|
6
|
Παιών (Paiṓn)
|
paeonia, peon, peon, peony, pion, pion
|
6
|
Παρθένιος (Parthénios)
|
Bartın, Bartın, Parcova, Parfeni, Parthenius, Parthenius
|
6
|
Σέραπις (Sérapis)
|
Serapis, Sérapis, Σάραπις, σεραπιάς, ⲥⲁⲣⲁⲡⲁⲙⲱⲛ, ⲥⲉⲣⲁⲡⲓⲥ
|
6
|
Σαλομών (Salomṓn)
|
Salomon, Salomon, Salomão, Σολομών, שלמה, 撒羅滿
|
6
|
Συρικόν (Surikón)
|
zirkoon, Συρικός, σάνδυξ, σόργο, إسرنج, زرقون
|
6
|
Τραπεζοῦντα (Trapezoûnta)
|
Trabzon, Trapezund, Trebizond, Τραπεζοῦς, طرابزون, طربزون
|
6
|
αἰσθητής (aisthētḗs)
|
aesthesio-, aesthete, esteetti, estheet, esthète, αισθητής
|
6
|
αἱματίτης (haimatítēs)
|
ematite, haematite, haematites, hematiet, hematite, hæmatite
|
6
|
αὐξάνειν (auxánein)
|
auxanogram, auxanography, auxesis, auxin, auxosporulation, αὐξάνω
|
6
|
αὐτόγραφον (autógraphon)
|
autograf, autograph, autographe, aŭtografio, aŭtografo, αυτόγραφο
|
6
|
βαμβάκιον (bambákion)
|
bambagia, bambakion, bonbaxo, pmbk', βάμβαξ, βαμβάκι
|
6
|
βδελυκτός (bdeluktós)
|
abominable, disgusting, loathsome, repulsive, βδέλυγμα, βδελυρός
|
6
|
βιαστής (biastḗs)
|
-τής, biastophile, biastophilia, biastophiliac, biastophilic, βιαστής
|
6
|
βῶξ (bôx)
|
boga, boga, boga, boga, bogue, box
|
6
|
γάνυμαι (gánumai)
|
Ganymede, gaudeo, Γανυμήδης, γάνος, γαῦρος, γηθέω
|
6
|
γάστρα (gástra)
|
grasta, grasta, γάστρα, γαστήρ, γλάστρα, قوصرة
|
6
|
γαζοφυλάκιον (gazophulákion)
|
gazofilacio, gazophylacium, gazpacho, γαζοφύλαξ, газофилакиꙗ, 𐌲𐌰𐌶𐌰𐌿𐍆𐍅𐌻𐌰𐌺𐌹𐍉
|
6
|
γαλῆ (galê)
|
Dasogale, ferret, galeanthropy, galeophobia, weasel, γαλέη
|
6
|
γεωμέτρης (geōmétrēs)
|
geometer, geometri, geometric, geometriya, geometry, ģeometrija
|
6
|
γομφίος (gomphíos)
|
agomphious, comb, gomphiasis, molar, zobs, γόμφος
|
6
|
γραφεῖον (grapheîon)
|
grafio, graphium, gryf, gërfej, γραφείο, γραφιοθήκη
|
6
|
γυρός (gurós)
|
γυρῖνος, γῦρος, կոր, կուր, կրուկն, ἀνάγυρος
|
6
|
γόγγρος (góngros)
|
conger, conger, congro, grongo, زنگ, জাম
|
6
|
δέκτης (déktēs)
|
Carpodectes, Melidectes, melidectes, pandect, δέκτης, δέχομαι
|
6
|
δίοδος (díodos)
|
dioda, diode, diodo, диод, фотодиод, ὁδός
|
6
|
δαιμονικός (daimonikós)
|
daemoniacus, daemonicus, demonic, demonisk, demonisk, δαιμονιακός
|
6
|
δεσποτικός (despotikós)
|
despotic, despotický, despotyczny, δεσποτικός, δεσπότης, деспотичен
|
6
|
διαβολικός (diabolikós)
|
diabolic, diabolicus, diabolique, diabolisch, diabolsk, diabolsk
|
6
|
διαπασῶν (diapasôn)
|
diapason, diapason, diapasó, diapasón, dijapazon, диапазон
|
6
|
διοικέω (dioikéō)
|
deoise, diecezja, diocesi, διοίκησις, διοικητής, οἰκέω
|
6
|
δορυφόρος (doruphóros)
|
Doryfera, Doryphora, doryphora, doryphore, doryphore, κοντός
|
6
|
εἰσπνέω (eispnéō)
|
breathe in, inhale, εισπνέω, εἰσέπνευσα, εἰσπνέομαι, πνέω
|
6
|
εὐφωνία (euphōnía)
|
eufonia, eufonie, eufonía, euphonie, euphony, κακοφωνία
|
6
|
εὖγε (eûge)
|
euge, euge, eugepae, hurrah, well done, վաշ
|
6
|
θανάσιμος (thanásimos)
|
deadly, fatal, lethal, mortal, θάνατος, θνῄσκω
|
6
|
θωρακικός (thōrakikós)
|
thoracic, thoracique, torácico, torácico, torácico, θώραξ
|
6
|
κάθετος (káthetos)
|
cateto, cateto, cateto, cathetus, cathète, κάθετος
|
6
|
κάκκαβος (kákkabos)
|
Chachele, cacabus, kahelo, kakkel, κάναβος, κόλλαβος
|
6
|
κέλλα (kélla)
|
cella, chilie, sincelo, κελί, келья, ܩܠܝܬܐ
|
6
|
καλόγηρος (kalógēros)
|
Calogero, caloyer, caloyer, γῆρας, καλόγερος, калугеръ
|
6
|
καρχαρίας (karkharías)
|
Carcharhinus, Carcharodon, Carcharodon carcharias, carcharias, καρχαρίας, قرش
|
6
|
καρωτόν (karōtón)
|
Karotte, carota, carotta, carotte, carrot, καρώ
|
6
|
κατάληψις (katálēpsis)
|
acatalessia, catalepsy, catalessi, comprehension, procatalepsis, καταλαμβάνω
|
6
|
κατάπλασμα (katáplasma)
|
cataplasm, cataplasma, cataplasma, cataplasma, kataplasmo, poultice
|
6
|
κατηχούμενος (katēkhoúmenos)
|
catechumeen, catechumen, catechumenus, catecúmeno, katekumen, κατηχέω
|
6
|
κελλάριν (kellárin)
|
cellarium, chiler, kiler, ćiler, ћилер, كلار
|
6
|
κελλάριον (kellárion)
|
cellarium, chiler, kiler, ćiler, ћилер, كلار
|
6
|
κλάδιον (kládion)
|
fillocladio, fusicladio, gliocladio, rizocladio, κλάδος, κλαδί
|
6
|
κλήμα (klḗma)
|
clematide, clematis, clematite, clématite, klematis, klematis
|
6
|
κογχύλιον (konkhúlion)
|
cockle, conchiglia, conchylium, conquilla, sconciglio, κόγχος
|
6
|
κοσμοκράτωρ (kosmokrátōr)
|
cosmocrat, cosmocrator, cosmocrator, cosmocrator, cosmocratôr, kosmokraatti
|
6
|
κούπα (koúpa)
|
cuppa, ćup, ћуп, كوب, ܟܘܒܐ, ܟܘܒܐ
|
6
|
κρασίον (krasíon)
|
Crascì, crascì, crasì, craxi, wine, κρασί
|
6
|
κυριακός (kuriakós)
|
church, kirke, Κυριακή, κυριακή, κυριακόν, κύριος
|
6
|
λιγυστικόν (ligustikón)
|
Liebstöckel, ligusticum, lubczyk, πανάκεια, любисток, любисток
|
6
|
λουκάνικα (loukánika)
|
lucanica, λουκάνικο, луканка, נקניק, نقانق, نکانک
|
6
|
λόγιον (lógion)
|
Menologium, elogium, logion, rational, rationale, λόγιος
|
6
|
μαγνῆτις (magnêtis)
|
magnes, magnet, magneto-, magnez, μαγνησία, مغناطيس
|
6
|
μακαρία (makaría)
|
macaroni, maccherone, makaron, makaroni, makaronioj, μακάριος
|
6
|
μαλακία (malakía)
|
malacia, malacia, malacia, softness, μαλακία, רככת
|
6
|
μανικός (manikós)
|
insane, maaninen, mad, manic, manik, μαίνομαι
|
6
|
μελετάω (meletáō)
|
meditare, meditate, practise, μελέτη, μελετάω, μελετώ
|
6
|
μελιτζάνα (melitzána)
|
melanzana, melongena, بادنجان, باذنجان, वातिगगम, वातिङ्गण
|
6
|
μετατρέπω (metatrépō)
|
μετέτρεψα, μετατρέπομαι, μετατρέπομεν, μετατρέπω, μετετράπην, τρέπω
|
6
|
μεταφράζω (metaphrázō)
|
interpret, translate, μετάφραση, μετάφρασις, μετέφρασα, φράζω
|
6
|
μετρέω (metréō)
|
geometer, géométrie, measure, ģeometrija, γεωμετρία, μετράω
|
6
|
μιμικός (mimikós)
|
mimic, mimico, mimika, mímico, mímico, μῖμος
|
6
|
μισανθρωπία (misanthrōpía)
|
misanthropie, misanthropy, misantropía, misantrópico, mizantropie, мізантропія
|
6
|
μισόγυνος (misógunos)
|
misogynistic, misógino, misógino, misóxino, μισογυνία, μισογύνης
|
6
|
μονογαμία (monogamía)
|
monogamia, monogamia, monogamy, monogámia, моногамия, моногамія
|
6
|
μονόχρωμος (monókhrōmos)
|
monochrome, monochrome, monocromo, monocromo, monocromo, монохромний
|
6
|
μουστάκιον (moustákion)
|
mostaccio, moustache, moustache, μουστάκι, μουστάκιν, μύσταξ
|
6
|
μυέω (muéō)
|
misteri, mistério, mystery, μυστήριον, μύστης, μύστις
|
6
|
μύσσομαι (mússomai)
|
emungo, meek, μυκτήρ, μυκτήρ, μύκης, μύξα
|
6
|
νήκτης (nḗktēs)
|
Chironectes, Kawanectes, Macronectes, Orthonectida, nectocalice, nectozoide
|
6
|
νευρο- (neuro-)
|
neuro-, neuro-, neuro-, neuro-, nevro-, nevro-
|
6
|
νοούμενον (nooúmenon)
|
Noumenon, noumeno, noumenon, numen, numinous, νοέω
|
6
|
νότιον (nótion)
|
squirting cucumber, Νότιον Τρίγωνον, βουβάλιον, σκορπίον, φέρομβρον, ἐλατήριον
|
6
|
ξέω (xéō)
|
anxius, saucius, ξέσις, ξεστός, ξύω, ἐΰξοος
|
6
|
οἴσω (oísō)
|
oesophagus, oesophagus, utor, οἰσοφάγος, οἶσος, φέρω
|
6
|
οὔριος (oúrios)
|
Urius, addled, prosperous, successful, Οὔριος, οὖρος
|
6
|
πένταθλον (péntathlon)
|
pentathlon, pentathlon, pentathlon, pentatlón, péntatlon, ペンタスロン
|
6
|
παραλληλόγραμμον (parallēlógrammon)
|
paralelogramo, paralelogramo, parallellogram, parallelogrammum, parallélogramme, παραλληλόγραμμος
|
6
|
παρηγορέω (parēgoréō)
|
comfort, console, paregoric, παρακαλέω, παρηγορώ, ἀγορεύω
|
6
|
πεντα- (penta-)
|
Penstemon, penta-, penta-, pentarchia, pentarchy, ὀκτα-
|
6
|
πεπτός (peptós)
|
cooked, peptide, peptíð, πέσσω, пептид, пептид
|
6
|
περιήγησις (periḗgēsis)
|
description, gazetteer, periegesis, tour, περιήγηση, ἥγησις
|
6
|
περιπέτεια (peripéteia)
|
Peripetie, peripecia, peripeteia, perypetia, péripétie, περιπέτεια
|
6
|
περιπλέκω (periplékō)
|
περιεπλάκη, περιεπλάκην, περιεπλάκησαν, περιπλέκομαι, περιπλέκομεν, περιπλέκω
|
6
|
πλάτη (plátē)
|
omoplate, πλάτη, πλάτος, σπάθη, پیاده, ὠμοπλάτη
|
6
|
πορθέω (porthéō)
|
destroy, forfex, plunder, sack, σίνομαι, συλάω
|
6
|
προπίνω (propínō)
|
propinar, propine, propino, toast, πίνω, πρόπομα
|
6
|
πρόστυλος (próstulos)
|
amphiprostyle, anfipróstilo, anfipróstilo, prostyl, prostyle, prostylos
|
6
|
πταίω (ptaíō)
|
stumble, trip, πτήσσω, πταίσμα, πταίω, φταίω
|
6
|
πῦον (pûon)
|
puter, putreo, pyo-, पूय, पूयति, पूय्
|
6
|
σήψ (sḗps)
|
sepia, seps, sepsi, sepsis, șopârlă, σήπω
|
6
|
σίκυς άγριος (síkus ágrios)
|
squirting cucumber, βουβάλιον, πευκέδανον, σκορπίον, φέρομβρον, ἐλατήριον
|
6
|
σκατοφάγος (skatophágos)
|
Scatophagus, scatophage, scatophage, scatophagous, shiteater, σκῶρ
|
6
|
σπίγγος (spíngos)
|
finch, σπίζω, σπίνος, σπίνος, फिङ्गक, ফিঙা
|
6
|
σπονδεῖος (spondeîos)
|
Spondeus, spondee, spondeus, σπονδή, σπονδείος, спондей
|
6
|
στέρησις (stérēsis)
|
deprivation, στέρηση, στερέω, στερήσεις, στερήσεων, στερήσεως
|
6
|
στρώννυμι (strṓnnumi)
|
spread, στρωμνή, στρωτήρ, στρωτός, στρῶμα, στόρνυμι
|
6
|
συμβάλλω (sumbállō)
|
symbol, szimbólum, βάλλω, συμφέρω, συνάγω, σύμβολον
|
6
|
συνεκδοχή (sunekdokhḗ)
|
Synekdoche, sinécdoque, synecdoche, synecdoche, synecdoque, синекдоха
|
6
|
συντονία (suntonía)
|
sintonia, sintonia, sintonia, sintonía, syntonie, syntony
|
6
|
σύζυγος (súzugos)
|
syzygie, δάμαρ, παράκοιτις, συζυγία, σύζυγος, ὄαρ
|
6
|
τίκτειν (tíktein)
|
techniek, technique, technique, tegniek, τίκτω, טעכניק
|
6
|
ταπήτιον (tapḗtion)
|
tapezieren, tapis, tapis, tapis, tapiz, τάπης
|
6
|
ταρκάσιον (tarkásion)
|
carcaj, carcán, carcás, carcás, carquois, ترکش
|
6
|
τελειότης (teleiótēs)
|
perfection, τελειοτήτων, τελειότητα, τελειότητα, τελειότητας, τελειότητες
|
6
|
τετραίνω (tetraínō)
|
bore, perforate, trema, τέρετρον, τορός, τρῆμα
|
6
|
τραγῳδός (tragōidós)
|
tragedian, tragedie, tragedo, tragoedus, τράγος, τραγῳδία
|
6
|
τροχαῖος (trokhaîos)
|
Trochäus, trochaeus, trochaic, trochee, trokee, troké
|
6
|
τρύω (trúō)
|
Xylotrya, τρυτάνη, τρῦσις, травить, Ἀμφιτρύων, Ἀτρυτώνη
|
6
|
φαντός (phantós)
|
fancy, fantaisie, fantasy, fantasy, φαίνω, φαντάζω
|
6
|
φασκία (phaskía)
|
fascia, fisqija, φάσκιωμα, φασκιά, φασκιώνω, ܦܣܩܝܬܐ
|
6
|
φειδωλία (pheidōlía)
|
frugality, parsimony, stinginess, thrift, thriftiness, μικρολογία
|
6
|
φυσαλλίς (phusallís)
|
Physalia, Physalis, physaliphorous, physalis, physalis, φῦσα
|
6
|
φύρω (phúrō)
|
lamprophyre, πορφύρα, συμφυρμός, φορύνω, φρέαρ, 𒁍𒊒𒌓
|
6
|
φῦμα (phûma)
|
bimë, growth, phyma, rhinophyma, φύω, ринофима
|
6
|
χερνίβιον (kherníbion)
|
chamber pot, οὐράνη, σκωραμίς, χέρνιψ, ἀμίς, ἐνουρήθρα
|
6
|
χλαμύδος (khlamúdos)
|
achlamydeous, aclamadach, dichlamydeous, heterochlamydeous, monochlamydeous, χλαμύς
|
6
|
χρονολογία (khronología)
|
-λογία, chronologia, cronología, cronoloxía, cronológico, cronológico
|
6
|
ψεκάς (psekás)
|
drizzle, psecas, rain, rain/translations, ψακάς, շաղ
|
6
|
ψηφίον (psēphíon)
|
ψηφία, ψηφίο, ψηφίου, ψηφίων, ψηφιακός, ψῆφος
|
6
|
ψιμύθιον (psimúthion)
|
Wismut, bisemutum, bismuth, bismwth, bizmut, ψίμυθος
|
6
|
ψυκτικός (psuktikós)
|
ψυκτικά, ψυκτικέ, ψυκτική, ψυκτικοί, ψυκτικούς, ψύχω
|
6
|
ψωρίασις (psōríasis)
|
psoriaasi, psoriasi, psoriasis, psoriasis, psoriasis, ψώρα
|
6
|
ψῖ (psî)
|
psi, psi, psio, pszi, psí, ψεῖ
|
6
|
ϝρόδον (wródon)
|
rooj, rosa, rose, rósa, ورد, ῥόδον
|
6
|
ἀ (a)
|
acersecomes, alexia, asymptote, μάρτυρ, אסימפטוטה, ἄμπελος
|
6
|
ἀγα- (aga-)
|
very, way too, ἀγήνωρ, ἀγακλειτός, ἀγακλυτός, ἠγάθεος
|
6
|
ἀγγαρεία (angareía)
|
angary, angheria, community service, corvee, αγγαρεία, ἄγγαρος
|
6
|
ἀγκύλη (ankúlē)
|
ancyla, αγκύλι, μεσάγκυλον, ճարմանդ, إنكلية, ἀγκύλος
|
6
|
ἀκριβῶς (akribôs)
|
exactly, precisely, ακριβώς, ἀκριβής, 𐌲𐌻𐌰𐌲𐌲𐍅𐌰𐌱𐌰, 𐌲𐌻𐌰𐌲𐌲𐍅𐍉
|
6
|
ἀλάβαστρον (alábastron)
|
alabaster, alabastron, alabastron, alabástrom, αλάβαστρο, 𐌰𐌻𐌰𐌱𐌰𐌻𐍃𐍄𐍂𐌰𐌿𐌽
|
6
|
ἀλμενιχιακά (almenikhiaká)
|
Almanach, almanach, almanach, almanake, almanaque, almanaque
|
6
|
ἀνάκρουσις (anákrousis)
|
anacrusa, anacrusi, anacrusi, anacrusis, ανάκρουση, κρούω
|
6
|
ἀνακρούω (anakroúō)
|
anacrusis, ανάκρουση, ανακρούω, κρούω, ἀνέκρουσα, ἀνακρούομαι
|
6
|
ἀντινομία (antinomía)
|
antinomia, antinomia, antinomia, antinomy, antinómia, antynomia
|
6
|
ἀντωνυμία (antōnumía)
|
pronom, pronomen, pronomen, pronoun, αντωνυμία, ἀντονομασία
|