Jump to content

χαλαρός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From χαλάω (khaláō, to slacken, loosen) +‎ -ρός (-rós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

χᾰλᾰρός (khălărósm (feminine χᾰλᾰρᾱ́, neuter χᾰλᾰρόν); first/second declension

  1. slack, loose, supple
  2. languid, effeminate

Inflection

[edit]

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: χαλαρός (chalarós)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χαλαρός (chalarósm (feminine χαλαρή, neuter χαλαρό)

  1. loose, slack
    Synonym: αναχλός (anachlós)
  2. (figuratively) lax, relaxed

Declension

[edit]
Declension of χαλαρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χαλαρός (chalarós) χαλαρή (chalarí) χαλαρό (chalaró) χαλαροί (chalaroí) χαλαρές (chalarés) χαλαρά (chalará)
genitive χαλαρού (chalaroú) χαλαρής (chalarís) χαλαρού (chalaroú) χαλαρών (chalarón) χαλαρών (chalarón) χαλαρών (chalarón)
accusative χαλαρό (chalaró) χαλαρή (chalarí) χαλαρό (chalaró) χαλαρούς (chalaroús) χαλαρές (chalarés) χαλαρά (chalará)
vocative χαλαρέ (chalaré) χαλαρή (chalarí) χαλαρό (chalaró) χαλαροί (chalaroí) χαλαρές (chalarés) χαλαρά (chalará)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χαλαρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χαλαρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χαλαρότερος (chalaróteros) χαλαρότερη (chalaróteri) χαλαρότερο (chalarótero) χαλαρότεροι (chalaróteroi) χαλαρότερες (chalaróteres) χαλαρότερα (chalarótera)
genitive χαλαρότερου (chalaróterou) χαλαρότερης (chalaróteris) χαλαρότερου (chalaróterou) χαλαρότερων (chalaróteron) χαλαρότερων (chalaróteron) χαλαρότερων (chalaróteron)
accusative χαλαρότερο (chalarótero) χαλαρότερη (chalaróteri) χαλαρότερο (chalarótero) χαλαρότερους (chalaróterous) χαλαρότερες (chalaróteres) χαλαρότερα (chalarótera)
vocative χαλαρότερε (chalarótere) χαλαρότερη (chalaróteri) χαλαρότερο (chalarótero) χαλαρότεροι (chalaróteroi) χαλαρότερες (chalaróteres) χαλαρότερα (chalarótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο χαλαρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χαλαρότατος (chalarótatos) χαλαρότατη (chalarótati) χαλαρότατο (chalarótato) χαλαρότατοι (chalarótatoi) χαλαρότατες (chalarótates) χαλαρότατα (chalarótata)
genitive χαλαρότατου (chalarótatou) χαλαρότατης (chalarótatis) χαλαρότατου (chalarótatou) χαλαρότατων (chalarótaton) χαλαρότατων (chalarótaton) χαλαρότατων (chalarótaton)
accusative χαλαρότατο (chalarótato) χαλαρότατη (chalarótati) χαλαρότατο (chalarótato) χαλαρότατους (chalarótatous) χαλαρότατες (chalarótates) χαλαρότατα (chalarótata)
vocative χαλαρότατε (chalarótate) χαλαρότατη (chalarótati) χαλαρότατο (chalarótato) χαλαρότατοι (chalarótatoi) χαλαρότατες (chalarótates) χαλαρότατα (chalarótata)
[edit]