Jump to content

αναχλός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναχλός (anachlósm (feminine αναχλή, neuter αναχλό)

  1. loose
    Synonym: χαλαρός (chalarós)
    αναχλό χώμαanachló chómaloose earth
  2. shallow
    Synonym: ρηχός (richós)
  3. (figuratively) relaxed
    Synonym: ρηχός (richós)

Declension

[edit]
Declension of αναχλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναχλός (anachlós) αναχλή (anachlí) αναχλό (anachló) αναχλοί (anachloí) αναχλές (anachlés) αναχλά (anachlá)
genitive αναχλού (anachloú) αναχλής (anachlís) αναχλού (anachloú) αναχλών (anachlón) αναχλών (anachlón) αναχλών (anachlón)
accusative αναχλό (anachló) αναχλή (anachlí) αναχλό (anachló) αναχλούς (anachloús) αναχλές (anachlés) αναχλά (anachlá)
vocative αναχλέ (anachlé) αναχλή (anachlí) αναχλό (anachló) αναχλοί (anachloí) αναχλές (anachlés) αναχλά (anachlá)