αναχλός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναχλός • (anachlós) m (feminine αναχλή, neuter αναχλό)
- loose
- Synonym: χαλαρός (chalarós)
- αναχλό χώμα ― anachló chóma ― loose earth
- shallow
- Synonym: ρηχός (richós)
- (figuratively) relaxed
- Synonym: ρηχός (richós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναχλός (anachlós) | αναχλή (anachlí) | αναχλό (anachló) | αναχλοί (anachloí) | αναχλές (anachlés) | αναχλά (anachlá) | |
genitive | αναχλού (anachloú) | αναχλής (anachlís) | αναχλού (anachloú) | αναχλών (anachlón) | αναχλών (anachlón) | αναχλών (anachlón) | |
accusative | αναχλό (anachló) | αναχλή (anachlí) | αναχλό (anachló) | αναχλούς (anachloús) | αναχλές (anachlés) | αναχλά (anachlá) | |
vocative | αναχλέ (anachlé) | αναχλή (anachlí) | αναχλό (anachló) | αναχλοί (anachloí) | αναχλές (anachlés) | αναχλά (anachlá) |