ερημίτης
Appearance
See also: ἐρημίτης
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek ἐρημίτης (erēmítēs).
Noun
[edit]ερημίτης • (erimítis) m (plural ερημίτες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ερημίτης (erimítis) | ερημίτες (erimítes) |
genitive | ερημίτη (erimíti) | ερημιτών (erimitón) |
accusative | ερημίτη (erimíti) | ερημίτες (erimítes) |
vocative | ερημίτη (erimíti) | ερημίτες (erimítes) |
Further reading
[edit]- ερημίτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language