Jump to content

χλιαρός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: Χλιαρός

Ancient Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From χλιαίνω (khliaínō, to be warm) +‎ -ρός (-rós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

χλῐᾰρός (khliarósm (feminine χλῐᾰρᾱ́, neuter χλῐᾰρόν); first/second declension

  1. lukewarm, tepid

Inflection

[edit]

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: χλιαρός (chliarós)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek χλιαρός (khliarós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xli.aˈros/
  • Hyphenation: χλι‧α‧ρός

Adjective

[edit]

χλιαρός (chliarósm (feminine χλιαρή, neuter χλιαρό)

  1. lukewarm (temperature)
  2. lukewarm (not very enthusiastic)

Declension

[edit]
Declension of χλιαρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χλιαρός (chliarós) χλιαρή (chliarí) χλιαρό (chliaró) χλιαροί (chliaroí) χλιαρές (chliarés) χλιαρά (chliará)
genitive χλιαρού (chliaroú) χλιαρής (chliarís) χλιαρού (chliaroú) χλιαρών (chliarón) χλιαρών (chliarón) χλιαρών (chliarón)
accusative χλιαρό (chliaró) χλιαρή (chliarí) χλιαρό (chliaró) χλιαρούς (chliaroús) χλιαρές (chliarés) χλιαρά (chliará)
vocative χλιαρέ (chliaré) χλιαρή (chliarí) χλιαρό (chliaró) χλιαροί (chliaroí) χλιαρές (chliarés) χλιαρά (chliará)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χλιαρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χλιαρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χλιαρότερος (chliaróteros) χλιαρότερη (chliaróteri) χλιαρότερο (chliarótero) χλιαρότεροι (chliaróteroi) χλιαρότερες (chliaróteres) χλιαρότερα (chliarótera)
genitive χλιαρότερου (chliaróterou) χλιαρότερης (chliaróteris) χλιαρότερου (chliaróterou) χλιαρότερων (chliaróteron) χλιαρότερων (chliaróteron) χλιαρότερων (chliaróteron)
accusative χλιαρότερο (chliarótero) χλιαρότερη (chliaróteri) χλιαρότερο (chliarótero) χλιαρότερους (chliaróterous) χλιαρότερες (chliaróteres) χλιαρότερα (chliarótera)
vocative χλιαρότερε (chliarótere) χλιαρότερη (chliaróteri) χλιαρότερο (chliarótero) χλιαρότεροι (chliaróteroi) χλιαρότερες (chliaróteres) χλιαρότερα (chliarótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο χλιαρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χλιαρότατος (chliarótatos) χλιαρότατη (chliarótati) χλιαρότατο (chliarótato) χλιαρότατοι (chliarótatoi) χλιαρότατες (chliarótates) χλιαρότατα (chliarótata)
genitive χλιαρότατου (chliarótatou) χλιαρότατης (chliarótatis) χλιαρότατου (chliarótatou) χλιαρότατων (chliarótaton) χλιαρότατων (chliarótaton) χλιαρότατων (chliarótaton)
accusative χλιαρότατο (chliarótato) χλιαρότατη (chliarótati) χλιαρότατο (chliarótato) χλιαρότατους (chliarótatous) χλιαρότατες (chliarótates) χλιαρότατα (chliarótata)
vocative χλιαρότατε (chliarótate) χλιαρότατη (chliarótati) χλιαρότατο (chliarótato) χλιαρότατοι (chliarótatoi) χλιαρότατες (chliarótates) χλιαρότατα (chliarótata)

Coordinate terms

[edit]
[edit]