Jump to content

ζεστός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ζέω (zéō, to seethe) +‎ -τός (-tós, adjectival suffix).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

ζεστός (zestósm (feminine ζεστή, neuter ζεστόν); first/second declension

  1. seethed, boiled
  2. hot

Declension

[edit]

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ζεστός (zestós), from ζέω (zéō, to heat).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

ζεστός (zestósm (feminine ζεστή, neuter ζεστό)

  1. warm, hot
  2. welcoming, cosy

Declension

[edit]
Declension of ζεστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ζεστός (zestós) ζεστή (zestí) ζεστό (zestó) ζεστοί (zestoí) ζεστές (zestés) ζεστά (zestá)
genitive ζεστού (zestoú) ζεστής (zestís) ζεστού (zestoú) ζεστών (zestón) ζεστών (zestón) ζεστών (zestón)
accusative ζεστό (zestó) ζεστή (zestí) ζεστό (zestó) ζεστούς (zestoús) ζεστές (zestés) ζεστά (zestá)
vocative ζεστέ (zesté) ζεστή (zestí) ζεστό (zestó) ζεστοί (zestoí) ζεστές (zestés) ζεστά (zestá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζεστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζεστός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ζεστότερος (zestóteros) ζεστότερη (zestóteri) ζεστότερο (zestótero) ζεστότεροι (zestóteroi) ζεστότερες (zestóteres) ζεστότερα (zestótera)
genitive ζεστότερου (zestóterou) ζεστότερης (zestóteris) ζεστότερου (zestóterou) ζεστότερων (zestóteron) ζεστότερων (zestóteron) ζεστότερων (zestóteron)
accusative ζεστότερο (zestótero) ζεστότερη (zestóteri) ζεστότερο (zestótero) ζεστότερους (zestóterous) ζεστότερες (zestóteres) ζεστότερα (zestótera)
vocative ζεστότερε (zestótere) ζεστότερη (zestóteri) ζεστότερο (zestótero) ζεστότεροι (zestóteroi) ζεστότερες (zestóteres) ζεστότερα (zestótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ζεστότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ζεστότατος (zestótatos) ζεστότατη (zestótati) ζεστότατο (zestótato) ζεστότατοι (zestótatoi) ζεστότατες (zestótates) ζεστότατα (zestótata)
genitive ζεστότατου (zestótatou) ζεστότατης (zestótatis) ζεστότατου (zestótatou) ζεστότατων (zestótaton) ζεστότατων (zestótaton) ζεστότατων (zestótaton)
accusative ζεστότατο (zestótato) ζεστότατη (zestótati) ζεστότατο (zestótato) ζεστότατους (zestótatous) ζεστότατες (zestótates) ζεστότατα (zestótata)
vocative ζεστότατε (zestótate) ζεστότατη (zestótati) ζεστότατο (zestótato) ζεστότατοι (zestótatoi) ζεστότατες (zestótates) ζεστότατα (zestótata)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]
[edit]