From Wiktionary, the free dictionary
περπατώ ( perpató ) ( slightly more formal )
From the modern περπατώ ( perpató ) περπατ- + -άω ( -áo ) , inherited from the mediaeval Byzantine Greek περπατῶ ( perpatô ) , from the Ancient Greek περιπατῶ ( peripatô ) /περιπατέω ( peripatéō ) < περι- ( peri- ) + πατῶ ( patô ) , contracted form of πατέω ( patéō ) .
IPA (key ) : /peɾ.paˈta.o/
Hyphenation: περ‧πα‧τά‧ω
περπατάω • (perpatáo ) / περπατώ (past περπάτησα , passive περπατιέμαι , p‑past περπατήθηκα , ppp περπατημένος )
to walk , stroll
Synonym: ( and more forms ) βαδίζω ( vadízo )
περπατάω / περπατώ, περπατιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
περπατάω , περπατώ
περπατήσω
περπατιέμαι
περπατηθώ
2 sg
περπατάς
περπατήσεις
περπατιέσαι
περπατηθείς
3 sg
περπατάει , περπατά
περπατήσει
περπατιέται
περπατηθεί
1 pl
περπατάμε , περπατούμε
περπατήσουμε , [‑ομε ]
περπατιόμαστε
περπατηθούμε
2 pl
περπατάτε
περπατήσετε
περπατιέστε , (‑ιόσαστε )
περπατηθείτε
3 pl
περπατάνε , περπατάν , περπατούν (ε )
περπατήσουν (ε )
περπατιούνται , (‑ιόνται )
περπατηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
περπατούσα , περπάταγα
περπάτησα
περπατιόμουν (α )
περπατήθηκα
2 sg
περπατούσες , περπάταγες
περπάτησες
περπατιόσουν (α )
περπατήθηκες
3 sg
περπατούσε , περπάταγε
περπάτησε
περπατιόταν (ε )
περπατήθηκε
1 pl
περπατούσαμε , περπατάγαμε
περπατήσαμε
περπατιόμασταν , (‑ιόμαστε )
περπατηθήκαμε
2 pl
περπατούσατε , περπατάγατε
περπατήσατε
περπατιόσασταν , (‑ιόσαστε )
περπατηθήκατε
3 pl
περπατούσαν (ε ), περπάταγαν , (περπατάγανε )
περπάτησαν , περπατήσαν (ε )
περπατιόνταν (ε ), περπατιόντουσαν , περπατιούνταν
περπατήθηκαν , περπατηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα περπατάω , θα περπατώ ➤
θα περπατήσω ➤
θα περπατιέμαι ➤
θα περπατηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα περπατάς , …
θα περπατήσεις , …
θα περπατιέσαι , …
θα περπατηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … περπατήσει έχω, έχεις, … περπατημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … περπατηθεί είμαι , είσαι , … περπατημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … περπατήσει είχα, είχες, … περπατημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … περπατηθεί ήμουν , ήσουν , … περπατημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … περπατήσει θα έχω, θα έχεις, … περπατημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … περπατηθεί θα είμαι, θα είσαι, … περπατημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
περπάτα , περπάταγε
περπάτησε , περπάτα
—
περπατήσου
2 pl
περπατάτε
περπατήστε
περπατιέστε
περπατηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
περπατώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας περπατήσει ➤
περπατημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
περπατήσει
περπατηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
απάτητος ( apátitos , “ untrodden ” , adjective ) απερπάτητος ( aperpátitos , “ untrodden, unwalked ” ) μονοπάτι n ( monopáti , “ footpath ” ) νυχτοπερπάτημα n ( nychtoperpátima , “ night walk ” ) νυχτοπερπατώ ( nychtoperpató , “ to walk at night ” ) περίπατος m ( perípatos , “ walk, stroll ” ) περπάτημα n ( perpátima , “ walking ” ) περπατημένος ( perpatiménos , “ walked ” , participle ) περπατησιά f ( perpatisiá , “ style of walking ” ) περπατητά ( perpatitá , “ by walking ” , adverb ) περπατούρα f ( perpatoúra , “ babywalker, walking frame ” ) and see: πατάω ( patáo , “ I tread ” )