Jump to content

απερπάτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απερπάτητος (aperpátitosm (feminine απερπάτητη, neuter απερπάτητο)

  1. unwalked, untrodden
    Synonym: απερπάτητος (aperpátitos)

Declension

[edit]
Declension of απερπάτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απερπάτητος (aperpátitos) απερπάτητη (aperpátiti) απερπάτητο (aperpátito) απερπάτητοι (aperpátitoi) απερπάτητες (aperpátites) απερπάτητα (aperpátita)
genitive απερπάτητου (aperpátitou) απερπάτητης (aperpátitis) απερπάτητου (aperpátitou) απερπάτητων (aperpátiton) απερπάτητων (aperpátiton) απερπάτητων (aperpátiton)
accusative απερπάτητο (aperpátito) απερπάτητη (aperpátiti) απερπάτητο (aperpátito) απερπάτητους (aperpátitous) απερπάτητες (aperpátites) απερπάτητα (aperpátita)
vocative απερπάτητε (aperpátite) απερπάτητη (aperpátiti) απερπάτητο (aperpátito) απερπάτητοι (aperpátitoi) απερπάτητες (aperpátites) απερπάτητα (aperpátita)
[edit]