Jump to content

απάτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απάτητος (apátitosm (feminine απάτητη, neuter απάτητο)

  1. inaccessible, untrodden (mountain top)
    Synonym: απερπάτητος (aperpátitos)
  2. trackless
  3. untrodden (grapes)

Declension

[edit]
Declension of απάτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απάτητος (apátitos) απάτητη (apátiti) απάτητο (apátito) απάτητοι (apátitoi) απάτητες (apátites) απάτητα (apátita)
genitive απάτητου (apátitou) απάτητης (apátitis) απάτητου (apátitou) απάτητων (apátiton) απάτητων (apátiton) απάτητων (apátiton)
accusative απάτητο (apátito) απάτητη (apátiti) απάτητο (apátito) απάτητους (apátitous) απάτητες (apátites) απάτητα (apátita)
vocative απάτητε (apátite) απάτητη (apátiti) απάτητο (apátito) απάτητοι (apátitoi) απάτητες (apátites) απάτητα (apátita)
[edit]