περπατιέμαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]περπατιέμαι • (perpatiémai) passive (past περπατήθηκα, ppp περπατημένος, active περπατάω/περπατώ)
- to be walked
- Αυτός ο δρόμος δεν περπατιέται. Είναι γεμάτος χώμα και πέτρες.
- Aftós o drómos den perpatiétai. Eínai gemátos chóma kai pétres.
- This road cannot be walked. It is full of dirt and stones.
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form