Count
|
Entry
|
Sources
|
25
|
δια- (dia-)
|
inter-, trans-, διά, διαβαίνω, διαβεβαιώνω, διαγωνίζομαι, διαδέχομαι, διακοσμώ, διακόπτω, διαλέγω, διαλελυμένος, διαλογίζομαι, διαλυμένος, διαλύω, διαμηνύω, διαμοιράζω, διαπλέω, διαπρέπω, διασκέπτομαι, διασχίζω, διασωλήνωση, διατροφή, διαχέω, ενδιατρίβω, συνδιασκέπτομαι
|
24
|
-ση (-si)
|
ένωση, αναζωογόνηση, ανακάλυψη, αξιολόγηση, απαγόρευση, απογοήτευση, γενίκευση, διακήρυξη, δόση, εγγύηση, εκχύλιση, ενημέρωση, ενθύμηση, ενσάρκωση, επανόρθωση, κύηση, μετάδοση, παράδοση, παράλυση, προπόνηση, στύση, συνεννόηση, σύνοψη, χρονολόγηση
|
15
|
Άγιος Βασίλης (Ágios Vasílis)
|
Santa Claus, Άγιε Βασίλη, Άγιο Βασίλη, Άγιοι Βασίληδες, Άγιος Βασίλειος, Άγιους Βασίληδες, Άη Βασίλης, Άι Βασίλης, Άι-Βασίλης, Αγίου Βασίλη, Αγίων Βασίληδων, Αγιοβασίλης, Βασίλειος, Βασίλης, αϊ-Βασίλης
|
13
|
-εύω (-évo)
|
-εία, ανακατεύω, δυσκολεύω, ζητιανεύω, ζωντανεύω, κοροϊδεύω, κουτσομπολεύω, λιγοστεύω, παζαρεύω, πουστεύω, ρεζιλεύω, συμβουλεύω, ψαρεύω
|
13
|
Κέρβερος (Kérveros)
|
Cerberus, Kerberos, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
13
|
Τηθύς (Tithýs)
|
Tethys, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Τηθύς, Φόβος
|
13
|
Χάρων (Cháron)
|
Charon, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος, Χάρων
|
12
|
Διώνη (Dióni)
|
Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Διώνη, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
12
|
Καλλιστώ (Kallistó)
|
Callisto, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
12
|
στρογγύλος (strongýlos)
|
κυκλικός, στρογγύλα, στρογγύλε, στρογγύλες, στρογγύλη, στρογγύλης, στρογγύλο, στρογγύλοι, στρογγύλου, στρογγύλους, στρογγύλων, τετράγωνος
|
11
|
Ιαπετός (Iapetós)
|
Iapetus, Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος, Ἰαπετός
|
11
|
Στύγα (Stýga)
|
Styx, Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Στύξ, Φόβος
|
11
|
Τρίτωνας (Trítonas)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Τρίτων, Τρίτων, Φόβος
|
10
|
-ας (-as)
|
Πλάτωνας, άμπακας, έμπορας, επιδειξίας, κάγκουρας, κουράδας, μπασκίνας, ξερόλας, τρίχας, ψείρας
|
10
|
Δείμος (Deímos)
|
Deimos, Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
10
|
Πλούτωνας (Ploútonas)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Πλούτων, Ποσειδώνας, Φόβος
|
10
|
Ρέα (Réa)
|
Rhea, Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
10
|
πεσσός (pessós)
|
chess piece, ίππος, αξιωματικός, βασίλισσα, βασιλιάς, πεσσός, πιόνι, πύργος, στρατιώτης, τρελός
|
9
|
-ιάζω (-iázo)
|
αγκαλιάζω, αλαλιάζω, αλφαδιάζω, αναποδιάζω, λαχανιάζω, μυγιάζομαι, ντροπιάζω, ταιριάζω, τεμπελιάζω
|
9
|
-τής (-tís)
|
ακροατής, αντικριστής, δικαστής, εκμισθωτής, εκτυπωτής, εκφωνητής, θηριοδαμαστής, καταναλωτής, υποστηρικτής
|
9
|
-τικός (-tikós)
|
αρκτικός, δυτικός, ενοχλητικός, κουραστικός, ουσιαστικός, πιστωτικός, πολιτιστικός, συγκινητικός, σωματικός
|
9
|
Άριελ (Áriel)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
Όμπερον (Ómperon)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
Εγκελάδος (Egkeládos)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
Ηλιακό σύστημα (Iliakó sýstima)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
Μίμας (Mímas)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
Μιράντα (Miránta)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
Νύκτα (Nýkta)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
Ουμβριήλ (Oumvriíl)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
Τιτάνια (Titánia)
|
Άρης, Ήλιος, Γη, Δήμητρα, Δίας, Ερμής, Ουρανός, Ποσειδώνας, Φόβος
|
9
|
έφεδρη (éfedri)
|
reservist, έφεδρος, ανθυπασπίστρια, ανθυπασπιστής, αρχιλοχίας, δεκανέας, επιλοχίας, υπαξιωματικός, υποδεκανέας
|
9
|
κλέπτω (klépto)
|
εκλάπην, κλεμμένος, κρύβω, κόβω, λογοκλοπή, λογοκλοπία, σκάβω, στρίβω, ἐκλάπην
|
8
|
-άζω (-ázo)
|
αναγκάζω, γκρινιάζω, γυμνάζω, δοκιμάζω, εμβολιάζω, κουράζω, πειθαναγκάζω, σπάζω
|
8
|
-ώ (-ó)
|
-άω, -ω, αεροφωτογραφίζω, ανησυχώ, αξιολογώ, κυκλοφορώ, φωτογραφίζω, χρονολογώ
|
8
|
γόνος (gónos)
|
fry, απόγονος, γένος, γεννάω, πρωτο-, πρωτόγονος, υδρο-, υδρογόνο
|
8
|
μόνιμη (mónimi)
|
ανθυπασπίστρια, ανθυπασπιστής, αρχιλοχίας, δεκανέας, επιλοχίας, μόνιμος, υπαξιωματικός, υποδεκανέας
|
8
|
σελήνη (selíni)
|
Moon, moon/translations, new moon, Σελήνη, ημισέληνος, πανσέληνος, σεληνάκατος, φεγγάρι
|
7
|
-εια (-eia)
|
ακρίβεια, ασθένεια, ασυνέχεια, μονομέρεια, οικογένεια, περιφέρεια, πολυμέρεια
|
7
|
-ι (-i)
|
αποφώλι, κεσέμι, κοτέτσι, παραθύρι, πεσκίρι, πιτσούνι, χαμσίνι
|
7
|
-μαντεία (-manteía)
|
-mancy, καφεμαντεία, μάντης, μαντεία, νεκρομαντεία, τεϊομαντεία, χαρτομαντεία
|
7
|
-ουργός (-ourgós)
|
αμαξουργός, δημιουργός, ξυλουργός, οπλουργός, σιδηρουργός, ταπητουργός, ταχυδακτυλουργός
|
7
|
-ς (-s)
|
-άρας, κετσές, μπαμπάς, μπεκρής, ντουνιάς, σκάρτος, σοφάς
|
7
|
-της (-tis)
|
Myroblyt, myroblyte, απεργοσπάστης, ερρινότης, μυροβλύτης, ουρανοξύστης, πυκνωτής
|
7
|
μειοψηφία (meiopsifía)
|
μειονοψηφία, μειοψηφίας, μειοψηφίες, μειοψηφιών, πλειονοψηφία, πλειονότητα, ψήφος
|
7
|
παραβάζω (paravázo)
|
βάζω, παραέβαλα, παραβάλετε, παραβάλομε, παραβάλουμε, παραβάλτε, παραβάλω
|
7
|
πληγή (pligí)
|
pest, plague, pliyii, sore, wound, πλήττω, πληγώνω
|
7
|
ρέμα (réma)
|
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, ρέματα, ρέματος, ρεμάτων, ρεύμα, ψέμα, ῥεῦμα
|
7
|
τρομακτικός (tromaktikós)
|
dreadful, fearful, frightening, scary, terrifying, τρομερός, τρόμος
|
7
|
φρουρός (frourós)
|
guard, guardian, sentinel, soldier, watch, φρουρά, φύλακας
|
7
|
ψαρός (psarós)
|
ψαρά, ψαρεύω, ψαριά, ψαριάς, ψαριές, ψαριών, ψαρο-
|
7
|
ψευδώς (psevdós)
|
αληθώς, ψευδός, ψευδώς αρνητικό, ψευδώς αρνητικός, ψευδώς θετικό, ψευδώς θετικός, ψεύδομαι
|
7
|
ψυχο- (psycho-)
|
ψυχ-, ψυχογιός, ψυχοθεραπεία, ψυχοκόρη, ψυχολογία, ψυχολόγος, ψυχοσωματικός
|
6
|
-ίδιο (-ídio)
|
-ide, βρωμίδιο, ιωδίδιο, πουτανίδιο, φθορίδιο, χλωρίδιο
|
6
|
Σταυράκης (Stavrákis)
|
Stavarache, Stavarachi, Stavrache, Stravrache, Stăvărache, Stăvărachi
|
6
|
βραχύς (vrachýs)
|
brief, βράχος, βραχυπρόθεσμος, βραχύχρονος, κοντός, ψηλός
|
6
|
εξαντλώ (exantló)
|
consume, milk, wear out, καταβάλλω, ξεκωλιάζω, ξεκωλώνω
|
6
|
θανατηφόρος (thanatifóros)
|
-φόρος, baneful, killer, lethal, pernicious, θανατηφόρος
|
6
|
θεοσέβεια (theoséveia)
|
ασέβεια, ευσέβεια, θεοσέβεια, θεοσεβής, σέβας, σέβομαι
|
6
|
καλομαθαίνω (kalomathaíno)
|
coddle, indulge, pamper, spoil, καλομαθημένος, μαθαίνω
|
6
|
κατέχω (katécho)
|
master, possess, έχω, απαγάγω, κάτοχος κάρτας, ξέρω
|
6
|
μπολιάζω (boliázo)
|
εμβολιάζω, κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, κουτσομπόλα, κουτσομπόλης, μπόλι
|
6
|
μπροστινός (brostinós)
|
forward, front, διπλανός, εμπρός, εμπρόσθιος, μπροστά
|
6
|
ντιβάνι (ntiváni)
|
divan, dywʾn', καναπές, دیوان, دیوان, ṭuppum
|
6
|
πενία (penía)
|
indigence, penury, ένδεια, αδεκαρία, ανέχεια, φτώχια
|
6
|
προβάλλω (provállo)
|
-έας, display, project, βάλλω, ξεπροβάλλω, προβολέας
|
6
|
πόθος (póthos)
|
craving, desire, hunger, μεράκι, πόθος, πόθους
|
6
|
σαθρός (sathrós)
|
rickety, rotten, αποσαθρώνομαι, αποσαθρώνω, κλούβιος, σάπιος
|
6
|
σεντούκι (sentoúki)
|
chest, coffer, trunk, صندوق, صندوق, صندوق
|
6
|
στοίχος (stoíchos)
|
αντίστοιχος, αντιστοιχίζω, αντιστοιχώ, οδοντο-, οδοντοστοιχία, στοιχίζω
|
6
|
τήκω (tíko)
|
fuse, melt, αναλώ, λιώνω, τήξη, χύνω
|
6
|
τρι- (tri-)
|
-ώροφος, τρίωρος, τριήμερος, τρικάταρτο, ψήφος, ψηφίο
|
6
|
τριάδα (triáda)
|
-άδα, leash, triad, trinity, τρία, τρίο
|
6
|
φυσίγγιο (fysíngio)
|
cartridge, shell, σφαίρα, φισέκι, φυσάω, فشنگ
|
6
|
φωτο- (foto-)
|
photo-, φως, φωτοαντίγραφο, φωτοβολίδα, φωτονεφέλη, φωτοτυπία
|
6
|
χαιρετίζω (chairetízo)
|
cheer, heretisanje, salute, χαίρομαι, χαίρω, χαιρετάω
|
6
|
χτυπητός (chtypitós)
|
garish, loud, χτυπάω, χτυπημένος, χτυπητό αβγό, χτυπητό αυγό
|
6
|
ψευδώνυμος (psevdónymos)
|
ψευδο-, ψευδωνύμων, ψευδώνυμα, ψευδώνυμο, ψευδώνυμου, ψευδώνυμων
|
6
|
ωφέλεια (oféleia)
|
benefit, κέρδος, ωφελώ, όφελος, ὀφείλω, ὠφέλεια
|
5
|
-άρι (-ári)
|
-αράς, -αριά, κεφαλάρι, μανιτάρι, τριάρι
|
5
|
-ακός (-akós)
|
-ac, ενεργειακός, περιφερειακός, φατνιακός, ψηφιακός
|
5
|
-αρος (-aros)
|
-άκι, -άρα, -άρας, -αράς, μούναρος
|
5
|
-ινός (-inós)
|
καλοκαιρινός, κοντινός, πισινός, πρωινός, φθινοπωρινός
|
5
|
-μός (-mós)
|
βρασμός, διακαμός, ενθουσιασμός, λογαριασμός, χαμός
|
5
|
-τήρας (-tíras)
|
-τήρ, αεριοστροβιλωθητήρας, αναπτήρας, ανελκυστήρας, εκχιονιστήρας
|
5
|
-ως (-os)
|
-ly, ίσως, επανειλημμένως, ιδιαιτέρως, οικειοθελώς
|
5
|
Νικολαΐδης (Nikolaḯdis)
|
Neculaide, Nicholson, Nicolaide, Niculaide, Νικολαΐδης
|
5
|
Σπυρίδων (Spyrídon)
|
Dealul Spirii, Spiridon, Spiru, Spiru, Spyridon
|
5
|
έλξη (élxi)
|
appeal, attraction, άπωση, έλκω, απώθηση
|
5
|
έμπνευση (émpnefsi)
|
afflatus, inspiration, εμπνέω, εμπνευσμένα, εμπνευσμένος
|
5
|
γινόμενο (ginómeno)
|
cross, product, γίνομαι, γεννημένος, μειωτέος
|
5
|
δημιουργικός (dimiourgikós)
|
-ικός, creative, δημιουργία, δημιουργικής, δημιουργός
|
5
|
διάφραγμα (diáfragma)
|
diaphragm, septum, shutter, διάφραγμα, φράζω
|
5
|
διαμόρφωση (diamórfosi)
|
format, διάρθρωση, διαμορφώνω, διαμορφώσεις, μόρφωση
|
5
|
διερμηνεύω (dierminévo)
|
interpret, διερμηνέας, διερμηνευτής, διερμηνεύτρια, ερμηνεύω
|
5
|
ενδεχόμενος (endechómenos)
|
prospective, susceptible, ενδέχεται, ενδεχομένως, πιθανός
|
5
|
ενεργούμενο (energoúmeno)
|
energumen, instrument, pawn, tool, ενεργούμενος
|
5
|
επικάλυψη (epikálypsi)
|
overlap, topping, επικαλύπτω, επικαλύψεις, κάλυψη
|
5
|
επιμελής (epimelís)
|
assiduous, careful, meticulous, mindful, επιμέλεια
|
5
|
εύγε (évge)
|
hurrah, way to go, well done, αίσχος, ντροπή
|
5
|
εύθυμος (éfthymos)
|
gay, Ευθυμία, άκεφος, ευθυμία, κεφάτος
|
5
|
ζημία (zimía)
|
damage, injury, ζημιώνω, κέρδος, όφελος
|
5
|
ισχυρή (ischyrí)
|
ισχυρή αλληλεπίδραση, ισχυρή δύναμη, ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση, ισχυρή πυρηνική δύναμη, ισχυρός
|
5
|
καίτοι (kaítoi)
|
albeit, but, though, while, αν και
|
5
|
κακομαθημένος (kakomathiménos)
|
spoiled, spoilt, καλομαθημένος, μαθαίνω, μαθημένος
|
5
|
κατάπληξη (katáplixi)
|
amazement, astonishment, awe, disbelief, καταπληκτικός
|
5
|
καταπλήσσω (kataplísso)
|
amaze, astound, awe, flabbergast, καταπληκτικός
|
5
|
κληρονομιά (klironomiá)
|
clironomie, inheritance, legacy, κληρονομώ, κληρονόμος
|
5
|
κοσμικός (kosmikós)
|
cosmic, mundane, secular, worldly, κόσμος
|
5
|
κουτάκι (koutáki)
|
box, can, δοχείο, κιβώτιο, κουτί
|
5
|
κριτής (kritís)
|
critic, judge, referee, κρίνω, κριτής
|
5
|
κύων (kýon)
|
Μέγας Κύων, Μικρός Κύων, κυνικός, κύων, σκύλος
|
5
|
λαχτάρα (lachtára)
|
craving, hunger, itch, αραθυμιά, επιθυμία
|
5
|
λαχταρώ (lachtaró)
|
ache for, hunger, itch, long/translations, yearn
|
5
|
λεγόμενος (legómenos)
|
so-called, άπαξ λεγόμενον, αμφι-, δήθεν, λέω
|
5
|
λογοδιάρροια (logodiárroia)
|
logorrhea, verbal diarrhea, διάρροια, διαρρέω, λόγος
|
5
|
μελαγχολία (melancholía)
|
gloom, melancholy, melancolie, milanculii, მელანქოლია
|
5
|
μηνάω (mináo)
|
αμήνυτος, διαμηνύω, μήνυμα, μηνύω, προμηνύω
|
5
|
μισητός (misitós)
|
heinous, invidious, αγαπημένος, μισημένος, μισώ
|
5
|
μπρος (bros)
|
από μπρος, εμπρός, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, μπρος πίσω, μπροστά
|
5
|
μυρώνω (myróno)
|
mirosi, miruses, njurzescu, μυροβλυσία, μυρωμένος
|
5
|
μόσχος (móschos)
|
Mosko, civet, mosc, μόσχος, मुष्क
|
5
|
ξεπερασμένος (xeperasménos)
|
out of date, outdated, rusty, stale, αραχνιασμένος
|
5
|
παθητικός (pathitikós)
|
pathetic, receptive, ενεργητικός, μεσοπαθητικός, πάθος
|
5
|
παλαμίδα (palamída)
|
Atlantic bonito, bonito, palamut, pălămidă, بلوط
|
5
|
παρήγορος (parígoros)
|
απαραμύθητος, απαρηγόρητος, παρηγορημένος, παρηγοριά, παρηγορώ
|
5
|
παραγωγή (paragogí)
|
deduction, production, αποκοπή, επαγωγή, μαζικός
|
5
|
περιβάλλω (perivállo)
|
encompass, envelop, βάλλω, περιβόλι, περικλείω
|
5
|
πληκτικός (pliktikós)
|
boring, plicticos, plictisi, ανιαρός, πλήττω
|
5
|
προθεσμία (prothesmía)
|
deadline, βραχυ-, βραχυπρόθεσμος, εκ-, μακροπρόθεσμος
|
5
|
προσβάλλω (prosvállo)
|
affect, insult, outrage, βάλλω, προσβολή
|
5
|
πρόνοια (prónoia)
|
foresight, pronoia, providence, welfare, προσοχή
|
5
|
πυγή (pygí)
|
έδρα, κωλοτρυπίδα, κώλος, πηγή, πρωκτός
|
5
|
ρύθμιση (rýthmisi)
|
adjustment, disposition, mode, regulation, έλεγχος
|
5
|
σαφής (safís)
|
definite, explicit, perspicuous, unambiguous, unequivocal
|
5
|
σαχλός (sachlós)
|
corny, ludicrous, schmaltzy, silly, σαχλαμάρα
|
5
|
σεβαστός (sevastós)
|
revered, ευσέβαστος, σέβας, σέβομαι, σεβασμός
|
5
|
στήνω (stíno)
|
fix, pitch, rig, set, συστήνω
|
5
|
στεναχωρεμένος (stenachoreménos)
|
στεναχωρημένος, στεναχωριέμαι, στεναχωρούμαι, στενοχωρημένος, στενοχωρώ
|
5
|
στενοχωρεμένος (stenochoreménos)
|
στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, στενοχωριέμαι, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ
|
5
|
στρόβιλος (stróvilos)
|
turbine, αεριοστροβιλωθητήρας, αεριοστρόβιλος, ανεμοστρόβιλος, στρέφω
|
5
|
στύλος (stýlos)
|
pillar, post, shaft, stanchion, style
|
5
|
συνάντηση (synántisi)
|
date, encounter, tryst, αντάμωμα, συναντάω
|
5
|
συνένωση (synénosi)
|
combination, concatenation, συμφυρμός, σύναψη, σύνδεση
|
5
|
συνεπώς (synepós)
|
consequently, άρα, επομένως, συνεπής, ώστε
|
5
|
συνουσιάζομαι (synousiázomai)
|
have sex, sex/translations, γαμάω, κοιμάμαι, πηδάω
|
5
|
συντηρητικός (syntiritikós)
|
conservative, preservative, right, ακροδεξιός, συντηρώ
|
5
|
σφάζω (sfázo)
|
-ιμο, butcher, slaughter, σφάξιμο, σφαγή
|
5
|
σόφισμα (sófisma)
|
sophism, sophistry, σοφία, σοφός, σόφισμα
|
5
|
τίς (tís)
|
τίνα, τίνι, τίνος, τίνων, τίσι
|
5
|
τιποτένιος (tipoténios)
|
nobody, paltry, trivial, worthless, τίποτα
|
5
|
τόμος (tómos)
|
book/translations, tome, volume, τ., τομ.
|
5
|
υποβάλλω (ypovállo)
|
subject, submit, βάλλω, καταθέτω, παρουσιάζω
|
5
|
φανατικός (fanatikós)
|
bigoted, fanatic, fanatical, idolatrous, rabid
|
5
|
φοβισμένος (fovisménos)
|
fearful, scared, έντρομος, τρομαγμένος, φόβος
|
5
|
φρικτός (friktós)
|
awful, gruesome, terrible, απαίσιος, υπέροχος
|
5
|
φυγή (fygí)
|
flight, fugue, τρέπω, φεύγω, φυγάς
|
5
|
ψαρής (psarís)
|
ψαρά, ψαριά, ψαριάς, ψαριές, ψαριών
|
5
|
ψυχιατρείο (psychiatreío)
|
mental hospital, τρελοκομείο, ψυχίατρος, ψυχιατρική, ψυχιατρικός
|
4
|
-άκιας (-ákias)
|
-άκι, γυαλάκιας, κορτάκιας, ματάκιας
|
4
|
-άτος (-átos)
|
-άτικος, αφράτος, γαμάτος, κεφάτος
|
4
|
-η (-i)
|
-s, άμπωτη, διήθηση, υπόψη
|
4
|
-λόγος (-lógos)
|
-ist, -logist, ψευδολόγος, ψυχολόγος
|
4
|
-μάρα (-mára)
|
κουταμάρα, σαχλαμάρα, σηκωμάρα, χαζομάρα
|
4
|
-ομαι (-omai)
|
-ω, απεκδύομαι, νοστιμεύω, υποπτεύομαι
|
4
|
-πόδαρο (-pódaro)
|
βατραχοπόδαρο, καρεκλοπόδαρο, λαγοπόδαρο, ξυλοπόδαρο
|
4
|
Αυγουστίνος (Avgoustínos)
|
Augustine, Augustinus, Αύγουστος, Αὐγουστῖνος
|
4
|
Γιούνη (Gioúni)
|
Ιουνίου, Ιούνη, Ιούνιε, Ιούνιο
|
4
|
Δημοκρατία (Dimokratía)
|
Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Δημοκρατία της Κίνας, Δημοκρατία της Κορέας, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
|
4
|
Ευφράτης (Effrátis)
|
Euphrates, Εὐφράτης, 𐎢𐎳𐎼𐎠𐎬𐎢, 𒀀𒇉𒌓𒄒𒉣
|
4
|
Ηπειρώτης (Ipeirótis)
|
Epirote, ipirot, Ήπειρος, Ἠπειρώτης
|
4
|
Καισάρεια (Kaisáreia)
|
Caesarea, Caesarea, Kayseri, Καισάρεια
|
4
|
Κούλα (Koúla)
|
Άγγελος, Βάσω, Βίκυ, Βασιλική
|
4
|
Κωνσταντάκης (Konstantákis)
|
Constanadache, Constandache, Costandache, Costandachi
|
4
|
Μέλισσα (Mélissa)
|
Melis, Melisa, Melissa, Μέλισσα
|
4
|
Οχτώβρη (Ochtóvri)
|
Οκτωβρίου, Οκτώβρη, Οκτώβριε, Οκτώβριο
|
4
|
Πανταζής (Pantazís)
|
Pantaze, Pantazi, Pantazie, Pantaziu
|
4
|
Σμαραγδάκης (Smaragdákis)
|
Smarandache, Smărăndache, Zmarandache, Zmărândache
|
4
|
Τίγρης (Tígris)
|
Idiglat, Τίγρης, 𐎫𐎡𐎥𐎼𐎠, 𒀀𒇉𒈦𒄘𒃼
|
4
|
Τίγρητας (Tígritas)
|
Idiglat, Τίγρης, 𐎫𐎡𐎥𐎼𐎠, 𒀀𒇉𒈦𒄘𒃼
|
4
|
έδρανο (édrano)
|
bearing, floor, έδρα, καρέκλα
|
4
|
έκσταση (ékstasi)
|
ecstasy, rapture, στάση, ἔκστασις
|
4
|
έπομαι (épomai)
|
come after, shoh, διαδέχομαι, επόμενος
|
4
|
ίδρυση (ídrysi)
|
establishment, ιδρύω, καθιδρύω, ἵδρυσις
|
4
|
αιμο- (aimo-)
|
αιμοληψία, αιμορραγία, αιμορραγώ, αιμοφιλία
|
4
|
αποκλήωση (apoklíosi)
|
αποκλήρωσης, αποκληρώσεις, αποκληρώσεων, αποκληρώσεως
|
4
|
αρχέγονος (archégonos)
|
primeval, primitive, primordial, απόγονος
|
4
|
ασάφεια (asáfeia)
|
abstruseness, obscurity, αοριστία, αοριστολογία
|
4
|
αστήρικτος (astíriktos)
|
lame, unstoppable, στηρίζω, στηριγμένος
|
4
|
ασύμφωνος (asýmfonos)
|
ασυμβίβαστος, συμφωνημένος, συμφωνώ, φωνή
|
4
|
αυτοδημιούργητος (aftodimioúrgitos)
|
self-caused, self-made, δημιουργημένος, δημιουργός
|
4
|
βαρβαρικός (varvarikós)
|
barbarian, barbaric, βάρβαρος, βαρβαρικός
|
4
|
βολή (volí)
|
shot, βάλλω, σουτ, ταχυ-
|
4
|
γενναιότητα (gennaiótita)
|
fortitude, γενναιότης, θάρρος, κουράγιο
|
4
|
γιαρκόν (giarkón)
|
giargone, jargon, jargoon, زرقون
|
4
|
γνήσιος (gnísios)
|
legitimate, ακίβδηλος, απαραποίητος, αυθεντικός
|
4
|
δίωξη (díoxi)
|
action, persecution, διώκω, διώχνω
|
4
|
δειλός (deilós)
|
coward, cowardly, yellow, θαρραλέος
|
4
|
δερβίσης (dervísis)
|
Dervish, dervish, derviş, dlgwš
|
4
|
δευτεραγωνιστής (defteragonistís)
|
δευτεραγωνιστές, δευτεραγωνιστή, δευτεραγωνιστών, δεύτερος
|
4
|
διάκος (diákos)
|
dijak, đak, διάκονος, ђак
|
4
|
διάσπαση (diáspasi)
|
chasm, decomposition, fission, διασπώ
|
4
|
διαίσθηση (diaísthisi)
|
insight, intuition, αίσθηση, διαισθάνομαι
|
4
|
διαβιβάζω (diavivázo)
|
-βιβάζω, shuttle, διαμηνύω, παραγγέλλω
|
4
|
διαγράφω (diagráfo)
|
black out, cancel, delete, strike
|
4
|
διαγραφή (diagrafí)
|
deletion, αντιγραφή, αποκοπή, επικόλληση
|
4
|
διαδίδω (diadído)
|
δίδω, εξάγω, εξαγωγή, προϊόν
|
4
|
διακεκομμένος (diakekomménos)
|
discontinuous, intermittent, διακόπτω, κόβω
|
4
|
διατύπωση (diatýposi)
|
expression, redaction, wording, διατυπώνω
|
4
|
διαυγής (diavgís)
|
translucent, αθόλωτος, διαφανής, διαύγεια
|
4
|
διαφθείρω (diaftheíro)
|
corrupt, debauch, διεφθαρμένος, ξελογιάζω
|
4
|
διβάνι (diváni)
|
dywʾn', دیوان, دیوان, ṭuppum
|
4
|
διπλώνω (diplóno)
|
collapse, fold, δίπλα, δίπλωμα
|
4
|
διωγμός (diogmós)
|
persecution, αποδιωγμός, διώκω, διώχνω
|
4
|
δριμύς (drimýs)
|
Drimia, acid, acrid, pungent
|
4
|
δυσ- (dys-)
|
δυσκοίλιος, δυσκρασία, δυστύχημα, εύκολος
|
4
|
δυσφημώ (dysfimó)
|
αβανεύω, αβανιάζω, κακολογώ, φημίζομαι
|
4
|
εγκύκλιος (egkýklios)
|
circular, circular letter, flyer, ἐγκύκλιος
|
4
|
εδάφιο (edáfio)
|
citation, passage, verse, έδαφος
|
4
|
εισαγωγικός (eisagogikós)
|
introductory, εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγικά
|
4
|
εκκρίνω (ekkríno)
|
secrete, απεκκρίνω, αποκρίνω, κρίνω
|
4
|
εκπυρσοκροτώ (ekpyrsokrotó)
|
discharge, go off, κροτώ, κρότος
|
4
|
εκρήγνυμαι (ekrígnymai)
|
burst, explode, go off, έκρηξη
|
4
|
ελεεινός (eleeinós)
|
deplorable, disgraceful, forlorn, wretched
|
4
|
εμψύχωση (empsýchosi)
|
αναψύχωση, ενθάρρυνση, παρότρυνση, ψύχωση
|
4
|
ενίσχυση (eníschysi)
|
booster, enhancement, ενισχύω, ισχύω
|
4
|
εξάλειψη (exáleipsi)
|
elimination, suppression, αλείφω, εξαλείφω
|
4
|
εξασκώ (exaskó)
|
bring to bear, train, ασκώ, εξάσκηση
|
4
|
εξοντώνω (exontóno)
|
exterminate, αλληλοεξοντωτικός, εξοντωτικός, συντρίβω
|
4
|
επίδραση (epídrasi)
|
αλληλεπίδραση, επήρεια, επιδράσεις, επιδρώ
|
4
|
επανασυνδέω (epanasyndéo)
|
αποσυνδέω, δέω, επανα-, συνδέω
|
4
|
επανορθώνω (epanorthóno)
|
retrieve, ανεπανόρθωτος, επανόρθωση, ορθώνω
|
4
|
επενδύω (ependýo)
|
δύω, επένδυση, επενδυτής, επενδύτης
|
4
|
επιδεξιότητα (epidexiótita)
|
ability, adroitness, dexterity, skill
|
4
|
επικαλούμαι (epikaloúmai)
|
appeal, invoke, quote, καλώ
|
4
|
επιούσιος (epioúsios)
|
daily bread, living, ουσία, ἐπιούσιος
|
4
|
επιστασία (epistasía)
|
supervision, επιβλέπω, επιστάτης, επιστάτρια
|
4
|
ερωτευμένος (erotevménos)
|
amorous, in love, ερωτεύομαι, μπούνια
|
4
|
ευ- (ef-)
|
ευαγγελίζομαι, ευεπηρέαστος, ευθυμία, εύκολος
|
4
|
ευπρεπίζω (efprepízo)
|
groom, ανθρωπεύω, πρέπει, πρέπω
|
4
|
ευχάριστος (efcháristos)
|
pleasant, ευχαριστία, ευχαριστημένος, ευχαριστούμε
|
4
|
ευχέτης (efchétis)
|
ευχή, ευχετήριος, ευχετικός, εύχομαι
|
4
|
ευωχία (evochía)
|
banquet, feast, glee, wassail
|
4
|
εχεμύθεια (echemýtheia)
|
discretion, reticence, secrecy, taciturnity
|
4
|
ζερδαλί (zerdalí)
|
ζέρδελο, زردآلو, زردالو, زردالو
|
4
|
ζερδελί (zerdelí)
|
ζέρδελο, زردآلو, زردالو, زردالو
|
4
|
ζηλεμένος (zileménos)
|
αξιοζήλευτος, ζήλος, ζηλευτός, ζηλεύω
|
4
|
ζωντάνια (zontánia)
|
liveliness, vitality, ζωή, ζωντανός
|
4
|
ζωντανό (zontanó)
|
ζωή, ζωντανός, ζωντόβολο, ζώο
|
4
|
θαλασσοπούλι (thalassopoúli)
|
seabird, γλαροπούλι, θάλασσα, πουλί
|
4
|
θαλασσοταραχή (thalassotarachí)
|
θάλασσα, κλύδων, σάλος, ταράζω
|
4
|
θαλασσόλυκος (thalassólykos)
|
salt/translations, seadog, θάλασσα, λύκος
|
4
|
θαμμένος (thamménos)
|
buried, άθαφτος, αποθαμένος, θάβω
|
4
|
θερμοπαρακαλώ (thermoparakaló)
|
εκλιπαρώ, ικετεύω, καλώ, παρακαλώ
|
4
|
θρέφω (thréfo)
|
έθρεψα, αναθρέφω, θράφηκα, θρεμμένος
|
4
|
θρήσκος (thrískos)
|
religious, θρησκεία, θρησκόληπτος, θρῆσκος
|
4
|
θυρωρός (thyrorós)
|
concierge, doorman, θυρωρός, μπουάπης
|
4
|
ιδιότροπος (idiótropos)
|
fussy, wayward, ανάποδος, παράξενος
|
4
|
ιμάντας (imántas)
|
belt, strap, κεμέρι, ἱμάς
|
4
|
ιπποδρόμιο (ippodrómio)
|
hippodrome, racecourse, racetrack, turf
|
4
|
ισχυρογνωμοσύνη (ischyrognomosýni)
|
obduracy, obstinacy, γινάτι, πείσμα
|
4
|
ιχθυαγορά (ichthyagorá)
|
fishmarket, αγορά, ιχθύς, ψαραγορά
|
4
|
κάμψη (kámpsi)
|
inflection, push-up, κάμπτω, κάμψεις
|
4
|
κάνναβη (kánnavi)
|
cannabis, cãnavi, κάνναβις, χασίς
|
4
|
κάτισχνος (kátischnos)
|
αδυνατισμένος, αποσκελετωμένος, αποστεωμένος, κάτ-
|
4
|
κέδρος (kédros)
|
cedar, chedru, κέδρος, κεδρότσιχλα
|
4
|
κήρυγμα (kírygma)
|
homily, kerygma, sermon, κήρυγμα
|
4
|
καθυστέρηση (kathystérisi)
|
lag, latency, αργοπορία, στέρηση
|
4
|
καθυστερημένος (kathysteriménos)
|
moron, retard, slow, βλαμμένος
|
4
|
καθυστερώ (kathysteró)
|
detain, lag, procrastinate, υστερώ
|
4
|
κακομαθαίνω (kakomathaíno)
|
indulge, pamper, spoil, μαθαίνω
|
4
|
κακομοίρης (kakomoíris)
|
poor, καημένος, καλομοίρης, μοίρα
|
4
|
κακόκεφος (kakókefos)
|
άκεφος, κέφι, κακοκεφιά, κεφάτος
|
4
|
καρακάξα (karakáxa)
|
caragață, jackdaw, magpie, καρα-
|
4
|
καταδέχομαι (katadéchomai)
|
catadicsi, ακατάδεχτος, ακαταδεξία, δέχομαι
|
4
|
καταδίωξη (katadíoxi)
|
chase, persecution, pursuit, καταδιώκω
|
4
|
κατεστημένο (katestiméno)
|
establishment, καθεστώς, καθιστώ, κατεστημένος
|
4
|
κατορθώνω (katorthóno)
|
achieve, manage, κατόρθωμα, ορθώνω
|
4
|
κερασός (kerasós)
|
cereja, kirsikka, kirsuber, sareza
|
4
|
κοιλότητα (koilótita)
|
cavity, hollow, loculus, κοιλιά
|
4
|
κοινοποίηση (koinopoíisi)
|
carbon, notice, έκδοση, αναδημοσίευση
|
4
|
κοινότοπος (koinótopos)
|
hackneyed, mundane, prosaic, trite
|
4
|
κολυμβήθρα (kolymvíthra)
|
baptismal font, colimvitră, font, κολυμπάω
|
4
|
κρέμομαι (krémomai)
|
κρεμάω, κρεμιέμαι, κρεμώ, χείλη
|
4
|
κόλληση (kóllisi)
|
κολλάω, κόλλα, κόλλημα, οξυγονοκόλληση
|
4
|
κόψιμο (kópsimo)
|
cut, cutting, διάρροια, κόβω
|
4
|
κώλυμα (kólyma)
|
deadlock, hindrance, κωλύω, κόλλημα
|
4
|
λαβίδα (lavída)
|
tweezers, λαβίς, μασιά, τσιμπίδα
|
4
|
λαβράκι (lavráki)
|
-άκι, lavrac, levrek, sea bass
|
4
|
λανθασμένος (lanthasménos)
|
wrong, λάθος, λανθασμένα, λανθασμένως
|
4
|
λευκαίνω (lefkaíno)
|
bleach, whiten, λευκαντικό, λευκός
|
4
|
μάνδρα (mándra)
|
αρχι-, αρχιμανδρίτης, μάνδρα, μάντρα
|
4
|
μανιώδης (maniódis)
|
geek, rabid, voracious, μανία
|
4
|
μεσο- (meso-)
|
meso-, μέσα, μέσο, μεσ-
|
4
|
μεσολαβώ (mesolavó)
|
intercede, intermediate, intervene, mediate
|
4
|
μεταβάλλω (metavállo)
|
change, αμετάβλητος, βάλλω, γίνομαι
|
4
|
μεταλαμβάνω (metalamváno)
|
partake, take part, κοινωνώ, λαμβάνω
|
4
|
μετανιωμένος (metanioménos)
|
regretful, repentant, αμεταμέλητος, αμετανόητος
|
4
|
μηχανορραφία (michanorrafía)
|
intrigue, machination, scheme, μηχανή
|
4
|
μοίρασμα (moírasma)
|
διανομή, μοιράζω, μοιρασμένος, παράδοση
|
4
|
μοιραίος (moiraíos)
|
baneful, terminal, αναπόφευκτος, μοίρα
|
4
|
μοιρασιά (moirasiá)
|
distribution, μοιράζω, μοιρασμένα, μοιρασμένος
|
4
|
μοιχεύω (moichévo)
|
απατώ, βάζω κέρατα, κερατώνω, φοράω κέρατα
|
4
|
νεοσσός (neossós)
|
chick, fledgling, αετόπουλο, νεοσσός
|
4
|
νεράτζι (nerátzi)
|
νεράντζι, νεράντζιον, نارنج, नारङ्ग
|
4
|
νευρόσπαστο (nevróspasto)
|
fidget, puppet, ανάδεμα, σπάζω
|
4
|
νοσηρός (nosirós)
|
morbidity, sick, unhealthy, φαντασία
|
4
|
νταηλίκι (ntaïlíki)
|
bravado, bullying, μαγκιά, τσαμπουκάς
|
4
|
νυσταγμένος (nystagménos)
|
drowsy, sleepy, ανύστακτος, νυστάζω
|
4
|
ονειροπόλος (oneiropólos)
|
daydreamer, dreamer, αιθεροβάτης, όνειρο
|
4
|
οπίσθιος (opísthios)
|
hinder, posterior, εμπρός, εμπρόσθιος
|
4
|
ουράνωση (ouránosi)
|
palatalization, ουρανικοποίηση, ουρανικός, υπερωικοποίηση
|
4
|
πάσσαλος (pássalos)
|
pale, post, stake, πάσσαλος
|
4
|
παλιόπαιδο (paliópaido)
|
brat, urchin, κωλόπαιδο, σκατόπαιδο
|
4
|
παραπατώ (parapató)
|
stagger, totter, waddle, πατάω
|
4
|
παρασύρω (parasýro)
|
lead astray, ξελογιάζω, σέρνω, σύρω
|
4
|
παροχή (parochí)
|
flow, διανομή, παράδοση, παρέχω
|
4
|
παστρεύω (pastrévo)
|
pãstrescu, pãstrest, păstra, пастря
|
4
|
πατλιτζάνι (patlitzáni)
|
بادلجان, بادنجان, वातिगगम, वातिङ्गण
|
4
|
περιεργάζομαι (periergázomai)
|
go over, scrutinize, εργάζομαι, περιέργεια
|
4
|
περισπώμενος (perispómenos)
|
περισπωμένη, περισπωμένης, περισπωμένων, περισπώμενες
|
4
|
πηγαινοέρχομαι (pigainoérchomai)
|
shuttle, έρχομαι, πηγαίνω, πηγαινέλα
|
4
|
πλήγμα (plígma)
|
wound, πλήττω, πληγώνω, πλῆγμα
|
4
|
πλαστογραφώ (plastografó)
|
copy, counterfeit, forge, πλαστογραφία
|
4
|
πλατειάζω (plateiázo)
|
πλάτη, πλατεία, πλατιά, πλατύς
|
4
|
πλεκτάνη (plektáni)
|
machination, scheme, πλέκω, πλεκτάνη
|
4
|
πνίξιμο (pníximo)
|
choking, drowning, suffocation, πνίγω
|
4
|
ποθώ (pothó)
|
hunger, love/translations, lust, θέλω
|
4
|
πολυμαθής (polymathís)
|
erudite, learned, polymath, μαθαίνω
|
4
|
προδοσία (prodosía)
|
prodosie, treachery, treason, προδίδω
|
4
|
προετοιμασμένος (proetoimasménos)
|
prepared, απροετοίμαστος, απροπαράσκευος, προετοιμάζω
|
4
|
προζύμι (prozými)
|
sourdough, άζυμος, ζύμη, μαγιά
|
4
|
προκαταλαμβάνω (prokatalamváno)
|
prepossess, καταλαμβάνω, λαμβάνω, προκατάληψη
|
4
|
προσαρμογή (prosarmogí)
|
adaptation, adjustment, mode, προσαρμόζω
|
4
|
προσδοκία (prosdokía)
|
expectancy, expectation, προσδοκώ, προσδοκώμαι
|
4
|
προσφωνώ (prosfonó)
|
hail, style, φωνάζω, φωνή
|
4
|
πρωτομάρτυς (protomártys)
|
πρωτομάρτυρα, πρωτομάρτυρες, πρωτομάρτυρος, πρωτομαρτύρων
|
4
|
πρόληψη (prólipsi)
|
obviation, prevention, προλαμβάνω, προληπτικός
|
4
|
πρόστυχος (próstychos)
|
ignoble, lewd, vile, vulgar
|
4
|
πτύω (ptýo)
|
fyt, pështyj, κατα-, φτύνω
|
4
|
ρήγμα (rígma)
|
chasm, crack, split, χάσμα
|
4
|
ρετσίνι (retsíni)
|
resina, رجينة, رچینه, ῥητίνη
|
4
|
ρευστό (refstó)
|
cash, fluid, ρευστός, χρήμα
|
4
|
ριψοκίνδυνος (ripsokíndynos)
|
daredevil, κίνδυνος, ρίπτω, ριψοκινδυνεύω
|
4
|
σαΐτα (saḯta)
|
arrow, shuttle, κερκίδα, τόξο
|
4
|
σκαλιστήρι (skalistíri)
|
cultivator, ακουμπιστήρι, αξίνα, σκαλίζω
|
4
|
στάλα (stála)
|
bead, dash, raindrop, ενσταλάζω
|
4
|
στέφανα (stéfana)
|
στέφω, στεφάνη, στεφάνι, φωτοστέφανο
|
4
|
στέφανο (stéfano)
|
στέφω, στεφάνη, στεφάνι, φωτοστέφανο
|
4
|
στέφανος (stéfanos)
|
Βόρειος Στέφανος, στέφω, στεφάνη, στεφάνι
|
4
|
σταυρώνω (stavróno)
|
cross, stãvrusescu, σταυρός, σταύρωση
|
4
|
στοιχειοθετώ (stoicheiothetó)
|
set, typeset, θέτω, στοιχίζω
|
4
|
στραβός (stravós)
|
wrong, κουτσός, στρέφω, στραβώνω
|
4
|
συγκαλύπτω (sygkalýpto)
|
dissimulate, αποκρύπτω, κουκουλώνω, συγκάλυψη
|
4
|
συζυγία (syzygía)
|
conjugation, syzygy, ζυγός, σύζυγος
|
4
|
συκοφαντία (sykofantía)
|
defamation, slander, συκοφάντης, φαντάζω
|
4
|
συμμετοχή (symmetochí)
|
involvement, membership, participation, συμμετέχω
|
4
|
συμπυκνώνω (sympyknóno)
|
compact, condense, συμπυκνωμένος, συμπύκνωμα
|
4
|
συμψηφισμός (sympsifismós)
|
compensation, offsetting, set-off, ψήφος
|
4
|
συναγωνίζομαι (synagonízomai)
|
αγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, συν-
|
4
|
συναγωνισμός (synagonismós)
|
competition, άμιλλα, ανταγωνισμός, αντιπαλότητα
|
4
|
συνομιλώ (synomiló)
|
chat, converse, discourse, talk
|
4
|
συρτός (syrtós)
|
sirtaki, syrtos, συρτάκι, σύρω
|
4
|
σχολαστικός (scholastikós)
|
fussy, pedant, pedantic, ψείρας
|
4
|
τένοντας (ténontas)
|
tendon, αχίλλειος τένοντας, τένων, τείνω
|
4
|
τέχνασμα (téchnasma)
|
subterfuge, wile, απάτη, κομπίνα
|
4
|
ταπεινός (tapeinós)
|
base, meek, modest, ταπεινότητα
|
4
|
ταράσσω (tarásso)
|
τάραξα, ταράζω, ταράχθηκα, ταράχτηκα
|
4
|
ταραχή (tarachí)
|
disorder, trouble, turmoil, ταράζω
|
4
|
τελείως (teleíos)
|
απολύτως, απόλυτα, εντελώς, τέλειος
|
4
|
τετρα- (tetra-)
|
τετράωρος, τετραήμερος, ψήφος, ψηφίο
|
4
|
τρούφα (troúfa)
|
chocolate truffle, truffe, truffle, tuber
|
4
|
τρυπητός (trypitós)
|
perforated, τρυπάω, τρυπημένος, τρύπα
|
4
|
τρωγλοδύτης (troglodýtis)
|
troglodyte, wren, δύω, τρωγλοδύτης
|
4
|
τσιμπίδι (tsimpídi)
|
cimbidh, cımbız, τσιμπάω, τσιμπίδα
|
4
|
υπνάκος (ypnákos)
|
-άκος, catnap, nap, snooze
|
4
|
υπνωτικός (ypnotikós)
|
hypnotic, soporific, ηρεμιστικός, καταπραϋντικός
|
4
|
υποδεικνύω (ypodeiknýo)
|
finger, recommend, δεικνύω, υπόδειξη
|
4
|
υποφέρω (ypoféro)
|
ache, go through, φέρω, χτικιάζω
|
4
|
υπόδειγμα (ypódeigma)
|
pattern, standard, δείγμα, πρότυπο
|
4
|
υπόστρωμα (ypóstroma)
|
bed/translations, substratum, στρώνω, ὑπόστρωμα
|
4
|
φερέγγυος (feréngyos)
|
αξιόχρεος, αφερέγγυος, εγγυώμαι, φέρω
|
4
|
φθίση (fthísi)
|
consumption, φθίσις, φυματίωση, χτικιό
|
4
|
φθηνά (fthiná)
|
for a song, next to nothing, τζάμπα, φθηνός
|
4
|
φιλοδοξία (filodoxía)
|
ambition, aspiration, φιλοδοξία, φιλόδοξος
|
4
|
φορεσιά (foresiá)
|
φοράω, φόρεμα, فراجه, فرجية
|
4
|
χαχανητό (chachanitó)
|
snigger, χάχανο, χάχας, χαχανίζω
|
4
|
χειροπιαστός (cheiropiastós)
|
tangible, απτός, συγκεκριμένος, χειρ
|
4
|
χρεώστης (chreóstis)
|
οφειλέτης, χρεωστώ, χρεώνω, χρωστάω
|
4
|
χρονοτριβή (chronotriví)
|
lag, loitering, τρίβω, χρόνος
|
4
|
χρονοτριβώ (chronotrivó)
|
lag, procrastinate, τρίβω, χρόνος
|
4
|
χωριάτισσα (choriátissa)
|
villager, χωριάτα, χωριάτης, χωρική
|
4
|
ψευτο- (psefto-)
|
ψέμα, ψευδο-, ψεύδομαι, ψεύτης
|
4
|
ψυχαγωγικός (psychagogikós)
|
entertaining, recreational, ψυχαγωγία, ψυχαγωγώ
|
4
|
ωδή (odí)
|
νυχτωδία, οδοί, τραγούδι, ᾠδή
|
4
|
ων (on)
|
αισώπειος, απαισιόμορφος, είμαι, ον
|
4
|
ωραιότατος (oraiótatos)
|
κακάσχημος, πάγκαλος, πανέμορφος, ωραίος
|
4
|
ως εκ τούτου (os ek toútou)
|
thereby, εξού, λοιπόν, τούτος
|
4
|
όνειδος (óneidos)
|
disgrace, αίσχος, ντροπή, ὄνειδος
|
3
|
-άριο (-ário)
|
-άριος, ανθρωπάριο, σημειωματάριο
|
3
|
-ί (-í)
|
-ьꙗ, ασυζητητί, λαχανί
|
3
|
-ίδα (-ída)
|
αγουρίδα, κωλοτρυπίδα, πινακίδα
|
3
|
-ίδι (-ídi)
|
κοψίδι, πριονίδι, τσιτσίδι
|
3
|
-ίτης (-ítis)
|
-ide, -ite, αρχιμανδρίτης
|
3
|
-αίος (-aíos)
|
αναγκαίος, συριζαίος, τελευταίος
|
3
|
-είoς (-eíos)
|
-είο, -είου, -είων
|
3
|
-ειδής (-eidís)
|
αβγοειδής, αιλουροειδής, ωοειδής
|
3
|
-ια (-ia)
|
-s, -ιος, ανημπόρια
|
3
|
-ικό (-ikó)
|
-ικός, αλλαντικό, θειοκυανικός
|
3
|
-λατρία (-latría)
|
-λάτρης, λατρεύω, ξενολατρία
|
3
|
-ούρα (-oúra)
|
γαϊδούρα, καούρα, شماندره
|
3
|
-σις (-sis)
|
ανευφήμηση, απενεργοποίηση, αποσύνδεση
|
3
|
-τήρι (-tíri)
|
-τήριο, ακουμπιστήρι, ανοιχτήρι
|
3
|
-φαγος (-fagos)
|
-φάγος, -φάγος, μελισσοφάγος
|
3
|
-φορώ (-foró)
|
κυκλοφορώ, φέρω, φοράω
|
3
|
-ψήφιος (-psífios)
|
μονο-, ψήφος, ψηφίο
|
3
|
-ώδης (-ódis)
|
θορυβώδης, ιδεώδης, περιπετειώδης
|
3
|
und
|
σκέιτ, σκέιτμπορντ, σκέιτμπορντινγκ
|
3
|
Άβυδος (Ávydos)
|
Abydos, Ἄβυδος, ꜣbḏw
|
3
|
Άγιοι Σαράντα (Ágioi Saránta)
|
Sarandë, Sãrande, Sãrandã
|
3
|
Αδαμάκης (Adamákis)
|
Adamache, Adamachi, Adămache
|
3
|
Αιμιλία (Aimilía)
|
Aemilius, Emily, Αἰμιλία
|
3
|
Αλούπκα (Aloúpka)
|
Alupka, Алупка, Алупка
|
3
|
Αντικύθηρα (Antikýthira)
|
Andikitira, Antikythera, Ἀντικύθηρα
|
3
|
Αργείος (Argeíos)
|
Argive, Άργος, Ἀργεῖος
|
3
|
Αργυρόκαστρον (Argyrókastron)
|
Gjirokastër, Gjirokastër, Iurucast
|
3
|
Αρμάνος (Armános)
|
Aromanian, Βλάχος, βλάχος
|
3
|
Αρταξέρξης (Artaxérxis)
|
Ahasuerus, Artaxerxes, Ἀρταξέρξης
|
3
|
Ασδρούβας (Asdroúvas)
|
Hasdrubal, Ἁσδρούβας, 𐤏𐤆𐤓𐤁𐤏𐤋
|
3
|
Ασσυρία (Assyría)
|
Assyria, Aššūr, Ἀσσυρία
|
3
|
Βαβυλών (Vavylón)
|
Bābilim, Βαβυλών, Βαβυλώνα
|
3
|
Βασίληδες (Vasílides)
|
Άγιοι Βασίληδες, Άγιους Βασίληδες, Βασίλης
|
3
|
Βασιλεία (Vasileía)
|
Basel, Βασίλειος, βασιλεία
|
3
|
Βικέντιος (Vikéntios)
|
Vincent, Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Βικέντιος
|
3
|
Βιτάλιος (Vitálios)
|
Vitalijus, Vitalis, Виталий
|
3
|
Βρετανίδα (Vretanída)
|
Briton, Βρετανή, Βρετανία
|
3
|
Βυζάντιο (Vyzántio)
|
Byzantium, Βυζάντιον, υστερο-
|
3
|
Βύβλος (Vývlos)
|
Bible, Byblos, Βύβλος
|
3
|
Γαλατία (Galatía)
|
Galata, Gaul, Γαλατία
|
3
|
Γαλιλαία (Galilaía)
|
Galilee, Γαλιλαία, גליל
|
3
|
Γεωργιάδης (Georgiádis)
|
Georgeson, Georgiadis, Gheorghiade
|
3
|
Γιαννόπουλος (Giannópoulos)
|
-όπουλος, Johnson, Yiannopoulos
|
3
|
Γιούνηδες (Gioúnides)
|
Ιουνίους, Ιούνηδες, Ιούνιοι
|
3
|
Γολγοθάς (Golgothás)
|
Calvary, Golgotha, Γολγοθᾶ
|
3
|
Δημοσθένης (Dimosthénis)
|
Demosthenes, Δήμος, Δημοσθένης
|
3
|
Διονύσιος (Dionýsios)
|
Dionisie, Dionysius, Διονύσιος
|
3
|
Εγκέλαδος (Egkélados)
|
Enceladus, earthquake, Ἐγκέλαδος
|
3
|
Ελπίδα (Elpída)
|
Hope, ελπίδα, Ἐλπίς
|
3
|
Ενετός (Enetós)
|
Βενετσιάνος, Ενετοκρατία, Ἐνετός
|
3
|
Επιμηθέας (Epimithéas)
|
Epimetheus, Προμηθέας, Ἐπιμηθεύς
|
3
|
Εστία (Estía)
|
Hestia, Vesta, Ἑστία
|
3
|
Ευσέβιος (Efsévios)
|
Eusebius, Εὐσέβιος, ευσεβής
|
3
|
Εφιάλτης (Efiáltis)
|
Ephialtes, Judas, Ἐφιάλτης
|
3
|
Εφραίμ (Efraím)
|
Ephraim, אפרים, Ἐφραίμ
|
3
|
Ζήνων (Zínon)
|
Zeno, Zeno, Ζήνων
|
3
|
Ζαχαρίας (Zacharías)
|
Zachary, Zechariah, Ζαχαρίας
|
3
|
Θεέ μου (Theé mou)
|
by God, oh dear, oh my God
|
3
|
Θεσσαλονικιά (Thessalonikiá)
|
Thessalonian, Θεσσαλονίκη, θεσσαλονικιώτικος
|
3
|
Θεσσαλονικιός (Thessalonikiós)
|
Thessalonian, Θεσσαλονίκη, θεσσαλονικιώτικος
|
3
|
Θωθ (Thoth)
|
Thoth, Θώθ, ḏḥwtj
|
3
|
Ιβηρία (Iviría)
|
Iberia, ιβηρικός, Ἰβηρία
|
3
|
Ιουστίνος (Ioustínos)
|
Iustinus, Justin, Ἰουστῖνος
|
3
|
Ιουστινιανός (Ioustinianós)
|
Iustinianus, Justinian, Ἰουστινιανός
|
3
|
Ισραηλίτης (Israïlítis)
|
Jew, Εβραίος, Ιουδαίος
|
3
|
Ιωαννίδης (Ioannídis)
|
Ioanide, Ioannidis, Johnson
|
3
|
Ιωσήφ (Iosíf)
|
Joseph, יוסף, Ἰωσήφ
|
3
|
Καμβύσης (Kamvýsis)
|
Cambyses, Καμβύσης, 𐎣𐎲𐎢𐎪𐎡𐎹
|
3
|
Καναδέζα (Kanadéza)
|
Canadian, Καναδάς, Καναδή
|
3
|
Καναδέζος (Kanadézos)
|
Canadian, Καναδάς, Καναδός
|
3
|
Κεφαλοβρύσιο (Kefalovrýsio)
|
Kefalovrissi, Kefalovrysion, Kefalovryssion
|
3
|
Κικέρων (Kikéron)
|
Cicero, Cicero, Κικέρων
|
3
|
Κνωσός (Knosós)
|
Knossos, Κνωσσός, Κνωσός
|
3
|
Λάμπρος (Lámpros)
|
Lambros, Lambru, λαμπρός
|
3
|
Λάτιο (Látio)
|
Latium, Lazio, Λάτιον
|
3
|
Λουδοβίκος (Loudovíkos)
|
Louis, Ludovicus, Լյուդովիկոս
|
3
|
Μάνος (Mános)
|
Εμμανουήλ, Μανόλης, Μανώλης
|
3
|
Μέμφις (Mémfis)
|
Memphis, mn-nfr, Μέμφις
|
3
|
Μαία (Maía)
|
Maia, Μαῖα, Πλειάδες
|
3
|
Μανωλάκης (Manolákis)
|
Manolache, Manolachi, Μανώλης
|
3
|
Μανωλιός (Manoliós)
|
Εμμανουήλ, Μανόλης, Μανώλης
|
3
|
Μασσαλιώτης (Massaliótis)
|
Marseillais, Μασσαλία, Μασσαλιώτης
|
3
|
Μαυρογένης (Mavrogénis)
|
Blackbeard, Mavroghene, Mavrogheni
|
3
|
Μεγάλη Ελλάδα (Megáli Elláda)
|
Magna Graecia, Magna Graecia, Μεγάλη Ἑλλάς
|
3
|
Μεσσίας (Messías)
|
Messiah, Μεσσίας, משיחא
|
3
|
Μλιετ (Mliet)
|
Melita, Mljet, Μελίτη
|
3
|
Νεάπολη (Neápoli)
|
Naples, Neapoli, Νεάπολις
|
3
|
Ξέρξης (Xérxis)
|
Xerxes, Ξέρξης, 𐎧𐏁𐎹𐎠𐎼𐏁𐎠
|
3
|
Οχτώβρηδες (Ochtóvrides)
|
Οκτωβρίους, Οκτώβρηδες, Οκτώβριοι
|
3
|
Πάρος (Páros)
|
Paros, Αντίπαρος, Πάρος
|
3
|
Πίνδος (Píndos)
|
Pindhos, Pindus, Πίνδος
|
3
|
Παντελεήμων (Panteleḯmon)
|
Pantaleón, Pantelimon, Παντελής
|
3
|
Παπαδόπουλος (Papadópoulos)
|
-όπουλος, Papadopol, Papadopoulos
|
3
|
Πετρόπουλος (Petrópoulos)
|
-όπουλος, Peterson, Petropolis
|
3
|
Προκόπιος (Prokópios)
|
Procopius, Προκόπιος, προκοπή
|
3
|
Πόντος (Póntos)
|
Pontus, Πόντος, Πόντος
|
3
|
Ρεβέκκα (Revékka)
|
Rebecca, Rebekah, Ῥεβέκκα
|
3
|
Ρεμένος (Reménos)
|
Aromanian, rãmen, Βλάχος
|
3
|
Ρουαντέζων (Rouantézon)
|
Νοτιοαφρικάνος, Ρουαντέζα, Ρουαντέζος
|
3
|
Σέργιος (Sérgios)
|
Sergius, Sergius, Сергей
|
3
|
Σίμος (Símos)
|
Simo, Simos, Simu
|
3
|
Σαλαμινία (Salaminía)
|
Κούλουρη, Σαλαμίνα, Σαλαμινία
|
3
|
Σειρήνα (Seirína)
|
siren, Σειρήν, σύρω
|
3
|
Σιδών (Sidón)
|
Sidon, Σιδών, 𐤑𐤉𐤃𐤍
|
3
|
Σολομών (Solomón)
|
Solomon, Σολομών, שלמה
|
3
|
Σουσάννα (Sousánna)
|
Susan, Susanna, Σουσάννα
|
3
|
Σπύρος (Spýros)
|
Ispir, Spiru, Spiru
|
3
|
Στεφανάκης (Stefanákis)
|
Stefanachi, Ștefănache, Στέφανος
|
3
|
Στεφανία (Stefanía)
|
Stephanie, Στέφανος, στέφω
|
3
|
Τηλέμαχος (Tilémachos)
|
Telemachus, Τηλέμαχος, τηλέ-
|
3
|
Φάτα Μοργκάνα (Fáta Morgkána)
|
Fata Morgana, Morgan le Fay, fata Morgana
|
3
|
Φίλιπποι (Fílippoi)
|
Philippi, Φίλιπποι, Φίλιππος
|
3
|
Φιλαδέλφεια (Filadélfeia)
|
Philadelphia, Νέα Φιλαδέλφεια, Φιλαδέλφεια
|
3
|
Χαρίλαος (Charílaos)
|
Harold, Χάρης, Χαρίλαος
|
3
|
Χριστόφορος (Christóforos)
|
Christopher, Άγιος Χριστόφορος και Νέβις, Χριστόφορος
|
3
|
Ωρίωνας (Oríonas)
|
Ωρίων, Ωρίωνα, Ωρίωνος
|
3
|
Ωσηέ (Osié)
|
Hosea, הושע, Ὡσηέ
|
3
|
άρτυμα (ártyma)
|
αρταίνω, καρύκευμα, ἄρτυμα
|
3
|
άσπαστος (áspastos)
|
unbreakable, σπάζω, σπασμένος
|
3
|
άτρωτος (átrotos)
|
indestructible, invulnerable, unbreakable
|
3
|
άφθαρτος (áfthartos)
|
incorruptible, indestructible, unbreakable
|
3
|
άφοβος (áfovos)
|
intrepid, undaunted, έντρομος
|
3
|
άφωνος (áfonos)
|
speechless, φωνάζω, φωνή
|
3
|
έγκυρος (égkyros)
|
εγ-, εγκυρότητα, ενημέρωση
|
3
|
έκκριση (ékkrisi)
|
discharge, secretion, απόκριμα
|
3
|
έκπλους (ékplous)
|
άπαρση, απόπλους, εκπλέω
|
3
|
έκτρωμα (éktroma)
|
abomination, απόβαλμα, απόρριγμα
|
3
|
έλασμα (élasma)
|
foil, lamina, ἔλασμα
|
3
|
έλευση (élefsi)
|
advent, έρχομαι, ἔλευσις
|
3
|
έμβολο (émvolo)
|
beak, εμ-, εμβόλιο
|
3
|
έμμεσα (émmesa)
|
implicitly, αποσπόντα, πλάγια
|
3
|
έξωση (éxosi)
|
eviction, εξώστης, ξεσπίτωμα
|
3
|
έσχατος (éschatos)
|
terminal, τελικός, ἔσχατος
|
3
|
ίζημα (ízima)
|
deposit, κατακάθι, ἵζημα
|
3
|
ίριδα (írida)
|
iris, ίρις, ιριδίζω
|
3
|
αθανατίζω (athanatízo)
|
απαθανατίζω, αποθανατίζω, θάνατος
|
3
|
ακατάπαυστα (akatápafsta)
|
ακατάπαυστος, ατέλειωτα, ατελείωτα
|
3
|
ακατάσβηστος (akatásvistos)
|
άσβεστος, ακατάσβεστος, σβήνω
|
3
|
ακατόρθωτο (akatórthoto)
|
impossibility, impossible, ακατόρθωτος
|
3
|
αλατοποθήκη (alatopothíki)
|
αλαταποθήκες, αλαταποθήκης, αλαταποθηκών
|
3
|
αλιζάρι (alizári)
|
alizari, alizari, آلاجهری
|
3
|
αμφίπλευρα (amfíplevra)
|
bilaterally, αμφίπλευρος, αμφοτέρωθεν
|
3
|
ανέφικτο (anéfikto)
|
impossibility, impossible, ανέφικτος
|
3
|
απαγορεύσιμος (apagoréfsimos)
|
απαγορευμένος, απαγορεύω, απαγόρευση
|
3
|
αποβατικό σκάφος (apovatikó skáfos)
|
landing craft, αποβατικός, σκάφος
|
3
|
απογέννι (apogénni)
|
lastborn, αποσπόρι, στερνοπαίδι
|
3
|
αποζούδι (apozoúdi)
|
lastborn, αποσπόρι, στερνοπαίδι
|
3
|
αποσυμπιέζω (aposympiézo)
|
decompress, unzip, πιέζω
|
3
|
αρβανίτικη (arvanítiki)
|
Arbinishia, Arbinishii, αρβανίτικος
|
3
|
αρματωσιά (armatosiá)
|
rig, άρμα, αρματώνω
|
3
|
αρνητικό (arnitikó)
|
negative, αρνητικός, ψευδώς αρνητικό
|
3
|
αρχιστράτηγος (archistrátigos)
|
commander in chief, generalissimo, αρχι-
|
3
|
αστραπιαίος (astrapiaíos)
|
lightning, lightning fast, αστραπή
|
3
|
ασυμφώνητος (asymfónitos)
|
συμφωνημένος, συμφωνώ, φωνή
|
3
|
ασυνάρτητος (asynártitos)
|
discursive, incoherent, ανακόλουθος
|
3
|
ασφαλείας (asfaleías)
|
ζώνες ασφαλείας, ζώνης ασφαλείας, ζώνων ασφαλείας
|
3
|
ασχημίζω (aschimízo)
|
άσχημος, νοστιμίζω, νοστιμεύω
|
3
|
ασχημαίνω (aschimaíno)
|
άσχημος, νοστιμίζω, νοστιμεύω
|
3
|
ατελής (atelís)
|
imperfect, inchoate, incomplete
|
3
|
ατιμία (atimía)
|
atimy, αίσχος, ἀτιμία
|
3
|
αυθόρμητος (afthórmitos)
|
arbitrary, off-the-cuff, spontaneous
|
3
|
αυξομειούμενος (afxomeioúmenos)
|
αυξομειωμένος, αυξομειώνομαι, αυξομειώνω
|
3
|
αυτοκαταστρέφομαι (aftokatastréfomai)
|
self-destruct, καταστρέφω, στρέφω
|
3
|
αυτοκινητοπομπή (aftokinitopompí)
|
motorcade, πέμπω, πομπή
|
3
|
αυτονόητος (aftonóitos)
|
intuitive, self-evident, εξυπακούεται
|
3
|
αφαιρέσιμος (afairésimos)
|
removable, αναφαίρετος, αφαιρώ
|
3
|
αφαιρετέος (afairetéos)
|
αναφαίρετος, αφαιρώ, μειωτέος
|
3
|
αφηγητικός (afigitikós)
|
αφήγηση, αφηγήτρια, αφηγητής
|
3
|
βαθμίδα (vathmída)
|
step, βαθμός, ἀναβαθμίς
|
3
|
βαμμένος (vamménos)
|
dyed, αιματοβαμμένος, βάφω
|
3
|
βαρύαυλος (varýavlos)
|
φαγκοτίστα, φαγκοτίστας, φαγκότο
|
3
|
βασιλιάς των ζώων (vasiliás ton zóon)
|
king of beasts, βασιλιάς, ζώο
|
3
|
βδελυρός (vdelyrós)
|
αηδής, αηδιαστικός, βδέλυγμα
|
3
|
βεβηλώνω (vevilóno)
|
defile, desecrate, profane
|
3
|
βελτιστοποίηση (veltistopoíisi)
|
optimization, performance, βελτιώνω
|
3
|
βιβάζω (vivázo)
|
αναβιβάζω, αποβιβάζω, επιβιβάζω
|
3
|
βλαστάρι (vlastári)
|
βλασταίνω, βλαστός, φιντάνι
|
3
|
βομβίνος (vomvínos)
|
bumblebee, βόμβος, μπάμπουρας
|
3
|
βομβαρδισμός (vomvardismós)
|
bombing, βομβαρδίζω, βόμβα
|
3
|
βουίζω (vouízo)
|
hum, roar, αντιβουίζω
|
3
|
βουτυροκομείο (voutyrokomeío)
|
-κομείο, βουτυροκομία, βούτυρο
|
3
|
βουτυροκόμος (voutyrokómos)
|
-κόμος, βουτυροκομία, βούτυρο
|
3
|
βραδύτητα (vradýtita)
|
slowness, βραδυ-, βραδυτής
|
3
|
βρυσομάνα (vrysomána)
|
fountainhead, βρύση, πηγή
|
3
|
βρωμιάρης (vromiáris)
|
pig, κάθαρμα, καθίκι
|
3
|
βρόγχος (vrónchos)
|
bronchus, net, βρογχίτιδα
|
3
|
βρώμικη (vrómiki)
|
βρόμικη, βρόμικια, βρώμικος
|
3
|
βρώμικης (vrómikis)
|
βρόμικης, βρόμικιας, βρώμικος
|
3
|
βόρβορος (vórvoros)
|
mire, mud, αποβορβόρωση
|
3
|
βύνη (výni)
|
malt, βύνη, κριθάρι
|
3
|
γάντζα (gántza)
|
ganzo, γάντζος, قانجه
|
3
|
γάρο (gáro)
|
joint, μπάφος, τσιγαριλίκι
|
3
|
γέννημα (génnima)
|
γέννηση, γεννάω, φαντασία
|
3
|
γεννητικός (gennitikós)
|
genital, γεννάω, προγεννητικός
|
3
|
γεωγραφικό μήκος (geografikó míkos)
|
longitude, γεωγραφικός, μήκος
|
3
|
γεωγραφικό πλάτος (geografikó plátos)
|
latitude, γεωγραφικός, πλάτος
|
3
|
γηρατειά (girateiá)
|
age, old age, γεράματα
|
3
|
γιαχνί (giachní)
|
yakhni, یخنی, یخنی
|
3
|
γλέντι (glénti)
|
celebration, γλεντάω, κέφι
|
3
|
γλυκοκοιτάζω (glykokoitázo)
|
ogle, κοιτάζω, κοιτάω
|
3
|
γοητευμένος (goïtevménos)
|
charmed, αγοήτευτος, γοητεύω
|
3
|
γοφάρι (gofári)
|
bluefish, lüfer, لوفر
|
3
|
γραφτό (graftó)
|
γραπτό, γραφτός, μοίρα
|
3
|
γυάλα (gyála)
|
γυαλί, δοχείο, θερμοκοιτίδα
|
3
|
γόης (góis)
|
sheik, γητεύω, γοητεύω
|
3
|
δίκοπος (díkopos)
|
double-edged, κοπή, κόβω
|
3
|
δίλημμα (dílimma)
|
conundrum, dilemma, λήμμα
|
3
|
δίμιτο (dímito)
|
dimie, δίμιτον, دیمی
|
3
|
δαγκάνα (dagkána)
|
mandible, δαγκάνω, δαγκώνω
|
3
|
δαιμονοποιώ (daimonopoió)
|
demonize, δαιμονοποίηση, δαιμονοποιήσεις
|
3
|
δασμολογώ (dasmologó)
|
tariff, αδασμολόγητος, δασμός
|
3
|
δεδομένος (dedoménos)
|
δίνω, δεδομένο, δεδομένου
|
3
|
δειλινό (deilinó)
|
αυγή, χάραμα, χαραυγή
|
3
|
δεκτός (dektós)
|
acceptable, δέχομαι, παραδεκτός
|
3
|
δεξιόστροφος (dexióstrofos)
|
clockwise, dextrorotatory, στρέφω
|
3
|
δεόντως (deóntos)
|
properly, δέω, δέων
|
3
|
δημοσιονομικός (dimosionomikós)
|
financial, fiscal, δήμος
|
3
|
δημοσιοποίηση (dimosiopoíisi)
|
έκδοση, δήμος, δημοσίευση
|
3
|
δηνάριον (dinárion)
|
dinero, dinero, δηνάριον
|
3
|
διάκονος (diákonos)
|
deacon, αρχι-, διάκονος
|
3
|
διάνοια (diánoia)
|
brain, mind, διάνοια
|
3
|
διάταγμα (diátagma)
|
edict, απόφαση, διαταγή
|
3
|
διάταξη (diátaxi)
|
disposition, layout, διάρθρωση
|
3
|
διάφορος (diáforos)
|
differential, miscellaneous, various
|
3
|
διαβεβαίωση (diavevaíosi)
|
vow, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσεις
|
3
|
διαβολάκι (diavoláki)
|
pickle, urchin, διάβολος
|
3
|
διαβολικός (diavolikós)
|
devilish, impish, κακός
|
3
|
διαδοχικά (diadochiká)
|
in turn, successively, διαδοχικός
|
3
|
διαδοχική διερμηνεία (diadochikí diermineía)
|
consecutive interpreting, διαδοχικός, διερμηνεία
|
3
|
διαθέτω (diathéto)
|
possess, stock, θέτω
|
3
|
διαιρέτης (diairétis)
|
divisor, διαιρώ, μειωτέος
|
3
|
διακοσμημένος (diakosmiménos)
|
αδιακόσμητος, διακοσμώ, ποικίλος
|
3
|
διακόσμηση (diakósmisi)
|
decoration, ornament, διακοσμώ
|
3
|
διαλείπων (dialeípon)
|
discontinuous, intermittent, λείπω
|
3
|
διαλογή (dialogí)
|
triage, διαλέγω, διαλογή
|
3
|
διαλογικός (dialogikós)
|
discursive, interactive, διαλέγομαι
|
3
|
διαλογισμός (dialogismós)
|
contemplation, meditation, διαλογίζομαι
|
3
|
διαμαρτύρομαι (diamartýromai)
|
expostulate, protest, remonstrate
|
3
|
διαμοιρασμένος (diamoirasménos)
|
διαμοιράζομαι, διαμοιράζω, μοιρασμένος
|
3
|
διασυνδέω (diasyndéo)
|
network, δέω, συνδέω
|
3
|
διαταραχή (diatarachí)
|
disorder, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ταράζω
|
3
|
διαχείριση (diacheírisi)
|
administration, διαχειρίζομαι, μάνατζμεντ
|
3
|
διαχρονικός (diachronikós)
|
diachronic, timeless, χρόνος
|
3
|
διαχωρισμός (diachorismós)
|
severance, απαρτχάιντ, χωρίζω
|
3
|
διδάκτορας (didáktoras)
|
doctor, διδάκτωρ, διδάσκω
|
3
|
διεισδύω (dieisdýo)
|
infiltrate, percolate, δύω
|
3
|
διερευνώ (dierevnó)
|
scan, αδιερεύνητος, ερευνάω
|
3
|
διευθέτηση (diefthétisi)
|
adjustment, disposition, settlement
|
3
|
διευκολύνω (diefkolýno)
|
ease, expedite, εύκολος
|
3
|
δικαιοδοσία (dikaiodosía)
|
jurisdiction, αναρμοδιότητα, αρμοδιότητα
|
3
|
διμερής (dimerís)
|
duplex, μονομερής, πολυμερής
|
3
|
διοίκηση (dioíkisi)
|
regime, διοίκησις, μάνατζμεντ
|
3
|
διοικητής (dioikitís)
|
commander, commanding officer, διοικητικός
|
3
|
διχειλικός (dicheilikós)
|
bilabial, χείλος, χειλοϋπερωικός
|
3
|
διώξιμο (dióximo)
|
αποδιωγμός, διώκω, διώχνω
|
3
|
δοκησίσοφος (dokisísofos)
|
pedant, pedantic, δοκησισοφία
|
3
|
δοκιμαστική (dokimastikí)
|
δοκιμαστικός, οδήγηση, πτήση
|
3
|
δοκιμαστικό (dokimastikó)
|
δοκιμή, δοκιμαστικό σωλήνα, δοκιμαστικός
|
3
|
δολοπλοκία (doloplokía)
|
conspiracy, intrigue, machination
|
3
|
δρομάκι (dromáki)
|
alley, ρούγα, σοκάκι
|
3
|
δρόσος (drósos)
|
dew, δροσόπαγος, δρόσος
|
3
|
δυνατότητα (dynatótita)
|
feature, possibility, πιθανότητα
|
3
|
δυσδιάκριτος (dysdiákritos)
|
dim, αμυδρός, ευδιάκριτος
|
3
|
δωροληψία (dorolipsía)
|
bribe, bribery, δώρο
|
3
|
δόλιος (dólios)
|
treacherous, underhanded, δολιοφθορά
|
3
|
δύσθυμος (dýsthymos)
|
άκεφος, δυσθυμία, κεφάτος
|
3
|
δύσχρηστος (dýschristos)
|
άχρηστος, ανάποδος, δύσχρ.
|
3
|
εγγεγραμμένος (engegramménos)
|
incircle, εγ-, εγγράφω
|
3
|
εγγράψιμος (engrápsimos)
|
cyclic, γράφω, εγγράφω
|
3
|
εγκλιματίζω (egklimatízo)
|
inure, ανεγκλιμάτιστος, εγκλιματισμός
|
3
|
εγκωμιάζω (egkomiázo)
|
ανεγκωμίαστος, εξαίρω, μαλώνω
|
3
|
ειδικότητα (eidikótita)
|
major, specialization, specialty
|
3
|
εισερχόμενος (eiserchómenos)
|
inbound, εισέρχομαι, ερχόμενος
|
3
|
εκ νέου (ek néou)
|
anew, once again, επανιδρύω
|
3
|
εκατονταετηρίδα (ekatontaetirída)
|
centennial, εκατονταετία, εκατό
|
3
|
εκθέτης (ekthétis)
|
index, superscript, εκθέτω
|
3
|
εκκαθάριση (ekkathárisi)
|
liquidation, settlement, ανεκκαθάριστος
|
3
|
εκλεκτός (eklektós)
|
elect, fine, the one
|
3
|
εκλογέας (eklogéas)
|
εκλέγω, ψηφοφορία, ψηφοφόρος
|
3
|
εκνευρίζω (eknevrízo)
|
irritate, εκνευρισμένος, θυμώνω
|
3
|
εκροή (ekroḯ)
|
outflow, εισροή, εκρέω
|
3
|
εκσπερματισμός (ekspermatismós)
|
εκσπερμάτιση, εκσπερμάτωση, εκσπερματίζω
|
3
|
εκτροπή (ektropí)
|
aberration, diversion, εκτρέπω
|
3
|
εκχώρηση (ekchórisi)
|
concession, settlement, εκχωρώ
|
3
|
ελαιοτριβείο (elaiotriveío)
|
-είο, ελιά, τρίβω
|
3
|
ελλιπής (ellipís)
|
imperfect, λίπος, λείπω
|
3
|
ενήλικας (enílikas)
|
adult, major, ενηλικιώνομαι
|
3
|
ενήλικος (enílikos)
|
adult, ενηλικιώνομαι, μεγάλος
|
3
|
ενδεχόμενο (endechómeno)
|
chance, contingency, ενδέχεται
|
3
|
ενεργός (energós)
|
απενεργοποίηση, ενέργεια, ενεργοποιώ
|
3
|
εννοιοκρατία (ennoiokratía)
|
conceptualism, έννοια, εννοώ
|
3
|
εννοιολογικός (ennoiologikós)
|
conceptual, έννοια, εννοώ
|
3
|
ενορία (enoría)
|
enorie, enurii, parish
|
3
|
ενσαρκώνω (ensarkóno)
|
embody, incarnate, ενσάρκωση
|
3
|
ενστικτώδης (enstiktódis)
|
instinctive, spontaneous, ένστικτο
|
3
|
ενσωματωμένος (ensomatoménos)
|
baked-in, embedded, onboard
|
3
|
ενταφιάζω (entafiázo)
|
bury, earth, θάβω
|
3
|
εντείνω (enteíno)
|
intensify, step up, τείνω
|
3
|
εντευκτήριο (entefktírio)
|
chamber, haunt, resort
|
3
|
εξέχω (exécho)
|
project, έχω, ἐξέχω
|
3
|
εξαίσιος (exaísios)
|
exquisite, έξοχος, γαμάτος
|
3
|
εξαιρώ (exairó)
|
except, recuse, εξαίρω
|
3
|
εξερεύνηση (exerévnisi)
|
exploration, εξερευνώ, ερευνάω
|
3
|
εξουσιοδοτημένος (exousiodotiménos)
|
licensed, ανεξουσιοδότητος, αυθαίρετος
|
3
|
επίζηλος (epízilos)
|
αξιοζήλευτος, ζήλος, ζηλευτός
|
3
|
επίτροπος (epítropos)
|
commissioner, epitrop, επιτρέπω
|
3
|
επαγγέλομαι (epangélomai)
|
αγγέλλω, ασκώ, επάγγελμα
|
3
|
επαναλαμβανόμενος (epanalamvanómenos)
|
recursive, επαναλαμβάνω, επανειλημμένος
|
3
|
επαναληπτικός (epanaliptikós)
|
repetitive, επαναλαμβάνω, επανειλημμένος
|
3
|
επαναφορά (epanaforá)
|
restoration, return, επαναφέρω
|
3
|
επανδρώνω (epandróno)
|
man/translations, staff, παντρεύω
|
3
|
επαρχιώτικος (eparchiótikos)
|
country, provincial, επαρχία
|
3
|
επιδεικνύω (epideiknýo)
|
exhibit, δεικνύω, επίδειξη
|
3
|
επιδεικτικός (epideiktikós)
|
ostentatious, δείχνω, επίδειξη
|
3
|
επιδειξιομανής (epideixiomanís)
|
exhibitionist, επιδειξίας, επιδειξιομανία
|
3
|
επιζώ (epizó)
|
live, survive, γλιτώνω
|
3
|
επικολλώ (epikolló)
|
paste, veneer, επικόλληση
|
3
|
επικουρικός (epikourikós)
|
accessory, auxiliary, subsidiary
|
3
|
επικρατών (epikratón)
|
dominant, prevalent, επικρατώ
|
3
|
επικύηση (epikýisi)
|
conception, κύημα, κύηση
|
3
|
επιπροσθέτως (epiprosthétos)
|
additionally, in addition, on top of
|
3
|
επιρροή (epirroḯ)
|
έλεγχος, επήρεια, κύρος
|
3
|
επιτιμώ (epitimó)
|
expostulate, rebuke, μαλώνω
|
3
|
επωφελής (epofelís)
|
επιβλαβής, επιζήμιος, ωφελώ
|
3
|
επώδυνος (epódynos)
|
painful, sore, οδύνη
|
3
|
ερωτοδουλειά (erotodouleiá)
|
affair, liaison, love affair
|
3
|
ες (es)
|
ess, αισώπειος, απαισιόμορφος
|
3
|
εσωστρεφής (esostrefís)
|
introvert, introverted, στρέφω
|
3
|
ευαισθησία (evaisthisía)
|
idiosyncrasy, αίσθηση, αισθητικότητα
|
3
|
ευθυμώ (efthymó)
|
δυσθυμία, ευθυμία, κέφι
|
3
|
ευκολότατα (efkolótata)
|
ευκολότατος, εύκολος, πανεύκολα
|
3
|
ευκρινής (efkrinís)
|
articulate, unambiguous, κρίνω
|
3
|
ευμετάβλητος (evmetávlitos)
|
fickle, variable, volatile
|
3
|
ευπρεπής (efprepís)
|
decent, εὐπρεπής, της προκοπής
|
3
|
ευσεβισμός (efsevismós)
|
ευσέβεια, ευσεβής, σέβομαι
|
3
|
ευφράδεια (effrádeia)
|
eloquence, fluency, ευφραδής
|
3
|
εφημέριος (efimérios)
|
pastor, priest, πάστορας
|
3
|
εχέγγυο (echéngyo)
|
collateral, security, εγγυώμαι
|
3
|
εύκαμπτος (éfkamptos)
|
flexible, pliable, κάμπτω
|
3
|
ζέρζελο (zérzelo)
|
ζέρδελο, زردالو, زردالو
|
3
|
ζαμπάκι (zampáki)
|
-άκι, زنبق, زنبق
|
3
|
ζαρταλούδι (zartaloúdi)
|
ζέρδελο, زردالو, زردالو
|
3
|
ζαχαριέρα (zachariéra)
|
-ιέρα, sugar bowl, ζάχαρη
|
3
|
ζαχαρωμένα (zacharoména)
|
αποκρυσταλλώνω, ζαχαρώνω, φρούτο
|
3
|
ζευγάρωμα (zevgároma)
|
mating, ζευγάρι, συνουσία
|
3
|
ζευγαρώνω (zevgaróno)
|
mate, pair, ζευγάρι
|
3
|
ζηλιάρα (ziliára)
|
ζήλος, ζηλεύω, ζηλιάρης
|
3
|
ζηλόφθονος (zilófthonos)
|
envious, jealous, ζήλος
|
3
|
ζωικός (zoïkós)
|
ζωή, ζώο, λίπος
|
3
|
ζωντάνεμα (zontánema)
|
ζωή, ζωντανεύω, ζωντανός
|
3
|
ζωντανά (zontaná)
|
live, stock, ζωντανός
|
3
|
ζωντοχήρα (zontochíra)
|
divorcée, ζωή, ζωντανός
|
3
|
ηττώμαι (ittómai)
|
lose, ήττα, υπερισχύω
|
3
|
θα ήθελα (tha íthela)
|
would like, ήθελα, θέλω
|
3
|
θαμπώνω (thampóno)
|
dazzle, dim, αντιθαμπωτικός
|
3
|
θρέφομαι (thréfomai)
|
θράφηκα, θρεμμένος, τρέφομαι
|
3
|
θρέψη (thrépsi)
|
atrepsja, nutrition, τρέφω
|
3
|
θραύω (thrávo)
|
fracture, συντρίβω, τρίβω
|
3
|
θρησκοληψία (thriskolipsía)
|
pietism, θρησκεία, θρησκόληπτος
|
3
|
θωπεύω (thopévo)
|
baby, caress, stroke
|
3
|
θωριά (thoriá)
|
θεωρία, θεωρώ, θωρώ
|
3
|
ιππικός (ippikós)
|
equestrian, ίππος, ιππικό
|
3
|
ισοϋψής (isoÿpsís)
|
contour, contour line, level
|
3
|
ιστοδιεύθυνση (istodiéfthynsi)
|
IP address, URL, Uniform Resource Locator
|
3
|
ιταμός (itamós)
|
cheeky, θρασύς, ἰταμός
|
3
|
ιτιά (itiá)
|
sallow, willow, ἰτέα
|
3
|
κάδοι (kádoi)
|
κάδοι απορριμάτων, κάδοι απορριμμάτων, κάδος
|
3
|
κάθε ένας (káthe énas)
|
all and sundry, each, everyone
|
3
|
κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε (kállio gaïdouródene pará gaïdourogýreve)
|
a stitch in time saves nine, better safe than sorry, γάιδαρος
|
3
|
κάμινος (káminos)
|
cămin, κάμινος, камина
|
3
|
κάντζα (kántza)
|
ganzo, γάντζος, قانجه
|
3
|
κάργια (kárgia)
|
jackdaw, κοράκι, قارغه
|
3
|
κάρφωμα (kárfoma)
|
dunk, dunking, καρφί
|
3
|
κάστρον (kástron)
|
Gjirokastër, Gjirokastër, Iurucast
|
3
|
κάφρος (káfros)
|
kaffir, philistine, κόπανος
|
3
|
καβάλα (kavála)
|
caballus, cavało, horseback
|
3
|
καβάλος (kaválos)
|
caballus, cavallo, crotch
|
3
|
καζανάκι (kazanáki)
|
cistern, flush, σιφόν
|
3
|
καθίδρυμα (kathídryma)
|
εγκαθιδρύω, ιδρύω, καθιδρύω
|
3
|
καθίζηση (kathízisi)
|
settlement, καθίζω, καθιζάνω
|
3
|
καθορισμένος (kathorisménos)
|
definite, καθορίζω, ορισμένος
|
3
|
καθοριστικός (kathoristikós)
|
pivotal, καθορίζω, καθοριστικά
|
3
|
και άλλα (kai álla)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
και ακόλουθα (kai akóloutha)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
και αλλού (kai alloú)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
καινοτόμος (kainotómos)
|
innovative, καινοτομία, πρωτοπόρος
|
3
|
κακο- (kako-)
|
κακογαμημένος, κακοκεφιά, κακός
|
3
|
κακοήθης (kakoḯthis)
|
malicious, malignant, καλοήθης
|
3
|
κακοκεφιάζω (kakokefiázo)
|
ακεφιά, κέφι, κακοκεφιά
|
3
|
καλαπόδι (kalapódi)
|
calapod, last, καλοπόδιον
|
3
|
καλο- (kalo-)
|
καλομάνα, καλομαθημένος, καλομοίρης
|
3
|
καλυμμένος (kalymménos)
|
άντυτος, ακάλυπτος, ντυμένος
|
3
|
καλόκεφος (kalókefos)
|
άκεφος, κέφι, κεφάτος
|
3
|
καμφορά (kamforá)
|
camfor, camphor, kapur
|
3
|
κανονικά (kanoniká)
|
normally, ανάποδα, κανονικός
|
3
|
καντήλα (kantíla)
|
candela, candelă, cãndilã
|
3
|
κανταράκι (kantaráki)
|
καντάρι, قنطار, قنطار
|
3
|
κανών (kanón)
|
canon, Καννών, καννών
|
3
|
καπόνι (kapóni)
|
capo, capon, clapon
|
3
|
καρδάρι (kardári)
|
caldarium, карда, كردل
|
3
|
καρυκεύω (karykévo)
|
spice, νοστιμίζω, νοστιμεύω
|
3
|
καρό (karó)
|
diamond, διαμάντι, κούπα
|
3
|
κασέλα (kaséla)
|
chest, coffer, trunk
|
3
|
κασεδάκι (kasedáki)
|
δοχείο, κιβώτιο, κουτί
|
3
|
κασετόφωνο (kasetófono)
|
cassette recorder, απομαγνητοφωνώ, φωνή
|
3
|
κατάλυμα (katályma)
|
accommodation, γιατάκι, καταλύω
|
3
|
κατάρρευση (katárrefsi)
|
collapse, καταρρέω, χείλος
|
3
|
κατάφωτος (katáfotos)
|
κατα-, ολόφωτος, φως
|
3
|
κατήγορος (katígoros)
|
accuser, prosecutor, κατηγορώ
|
3
|
καταγέλαστος (katagélastos)
|
αξιογέλαστος, αστείος, γελοίος
|
3
|
καταδικάζω (katadikázo)
|
convict, κατάδικος, κατα-
|
3
|
κατακάθομαι (katakáthomai)
|
κάθομαι, καθιζάνω, κατακάθι
|
3
|
κατακλυσμός (kataklysmós)
|
cataclysm, deluge, κατακλυσμός
|
3
|
καταλογίζω (katalogízo)
|
εγγράφω, κατάλογος, λογίζομαι
|
3
|
κατασκεύασμα (kataskévasma)
|
construct, γιαπί, κατασκευάζω
|
3
|
καταφατικός (katafatikós)
|
αντιφατικός, αποφατικός, κατάφαση
|
3
|
καταφερτζής (katafertzís)
|
go-getter, καταφέρνω, μάγκας
|
3
|
κατεβάζω (katevázo)
|
download, ανεβάζω, βάζω
|
3
|
κατειλημμένος (kateilimménos)
|
occupied, ειλημμένος, καταλαμβάνω
|
3
|
κατηγορουμένων (katigorouménon)
|
κατηγορουμένη, κατηγορούμενο, κατηγορούμενος
|
3
|
κατοικήσιμος (katoikísimos)
|
habitable, inhabitable, κατοικημένος
|
3
|
καφουρά (kafourá)
|
kapur, καφουρά, كافور
|
3
|
κβ΄
|
ΚΒ΄, είκοσι δυο, είκοσι δύο
|
3
|
κελάηδημα (keláidima)
|
birdsong, κελαηδάω, τσίου-τσίου
|
3
|
κερασφόρος (kerasfóros)
|
-φόρος, horned, κερατάς
|
3
|
κερατίνη (keratíni)
|
horn, κέρας, κέρατο
|
3
|
κιλίμι (kilími)
|
kilim, كلیم, گلیم
|
3
|
κινέω (kinéo)
|
συγκίνηση, συγκινητικός, συγκινώ
|
3
|
κιούγκι (kioúgki)
|
λούκι, كنك, گنگ
|
3
|
κιόσκι (kióski)
|
kiosk, stand, περίπτερο
|
3
|
κλέφτικος (kléftikos)
|
κλέβω, κλέφτης, κλέφτικο
|
3
|
κλέφτρα (kléftra)
|
-τρα, κλέφτης, κλεφτρόνι
|
3
|
κλειδιά (kleidiá)
|
γαλλικά κλειδιά, γερμανικά κλειδιά, κλειδί
|
3
|
κλεισούρα (kleisoúra)
|
clausura, δερβένι, κλείνω
|
3
|
κληροδοτώ (klirodotó)
|
pass on, κληρονομώ, κληρονόμος
|
3
|
κληρονομία (klironomía)
|
cleronomy, κληρονομώ, κληρονόμος
|
3
|
κοινολεκτώ (koinolektó)
|
καθομιλουμένη, κοινολεξία, κοινόλεκτος
|
3
|
κοινότητα (koinótita)
|
commune, community, κοινός
|
3
|
κομματιάζω (kommatiázo)
|
shred, κομμάτι, συντρίβω
|
3
|
κονάκι (konáki)
|
-άκι, konaki, قوناق
|
3
|
κοντάκι (kontáki)
|
stock, κοντάκιον, قونداق
|
3
|
κουκουνάρι (koukounári)
|
-αριά, coconar, cone
|
3
|
κουρελής (kourelís)
|
rag, κουρέλι, ξεβράκωτος
|
3
|
κουσκούτα (kouskoúta)
|
dodder, كشوث, ܟܫܘܬܐ
|
3
|
κρίκοι (kríkoi)
|
hoopla, rings, κρίκος
|
3
|
κραυγαλέος (kravgaléos)
|
loud, vociferous, κραυγάζω
|
3
|
κρεμάμενος (kremámenos)
|
hanging, κρεμάω, κρεμασμένος
|
3
|
κροτούν (krotoún)
|
αέριο, κροτώ, κρότος
|
3
|
κρούσμα (kroúsma)
|
case, instance, κρούω
|
3
|
κυβερνητική (kyvernitikí)
|
cybernetics, κυβέρνηση, κυβερνητικός
|
3
|
κυμαίνομαι (kymaínomai)
|
fluctuate, undulate, κύμα
|
3
|
κυνηγόσκυλο (kynigóskylo)
|
hound, hunter, κυνηγός
|
3
|
κυρά (kyrá)
|
κυρά, κυρία, κυρούλα
|
3
|
κυριακός (kyriakós)
|
Chiriac, Κυριακή, κυριακή
|
3
|
κυριαρχία (kyriarchía)
|
chiriarhie, preponderance, supremacy
|
3
|
κυψελίδα (kypselída)
|
alveolus, earwax, κυψέλη
|
3
|
κωδικοποίηση (kodikopoíisi)
|
codification, encoding, κωδικοποιώ
|
3
|
κωδώνιον (kodónion)
|
καμπάνα, κουδούνι, κώδων
|
3
|
κωλυσιεργώ (kolysiergó)
|
filibuster, κωλύω, παρακωλύω
|
3
|
κόγχη (kónchi)
|
alcove, angle, socket
|
3
|
κόμαρο (kómaro)
|
komar, κούμαρο, κόμαρος
|
3
|
κόνικλος (kóniklos)
|
rabbit, κονικλοτροφείο, κουνέλι
|
3
|
κύπτω (kýpto)
|
ανακύπτω, εγκύπτω, υποκύπτω
|
3
|
κώνος (kónos)
|
cone, κῶνος, χωνί
|
3
|
λάγνος (lágnos)
|
lascivious, lecherous, lustful
|
3
|
λέρα (léra)
|
κάθαρμα, καθίκι, λερώνω
|
3
|
λήθαργος (líthargos)
|
lethargy, stupor, λήθη
|
3
|
λήπτης (líptis)
|
λαμβάνω, παραλήπτης, υπολήπτομαι
|
3
|
λαίμαργος (laímargos)
|
glutton, gluttonous, λαιμαργία
|
3
|
λαμπερός (lamperós)
|
-ερός, bright, λάμπω
|
3
|
λαμπρότητα (lamprótita)
|
glory, splendor, λάμπω
|
3
|
λείψω (leípso)
|
lipsescu, lipsi, lãpsest
|
3
|
λεγεώνα (legeóna)
|
league, legio, λεγεών
|
3
|
λεηλατώ (leïlató)
|
loot, sack, διαγουμίζω
|
3
|
λερωμένος (leroménos)
|
dirty, soiled, λερώνω
|
3
|
λευκοπλάστης (lefkoplástis)
|
band-aid, επίδεσμος, λευκός
|
3
|
λιγουλάκι (ligouláki)
|
λίγο, λίγος, λιγάκι
|
3
|
λογοκριμένος (logokriménos)
|
censored, αλογόκριτος, λογοκρίνω
|
3
|
λοξοκοιτάω (loxokoitáo)
|
κοιτάζω, κοιτάω, λοξός
|
3
|
λυπητερός (lypiterós)
|
sad, θλιμμένος, λυπημένος
|
3
|
λυσσαλέος (lyssaléos)
|
rabid, λύσσα, λύσσα
|
3
|
λυσσώδης (lyssódis)
|
rabid, λύσσα, λύσσα
|
3
|
λυτάρι (lytári)
|
litar, litar, литар
|
3
|
λυόμενος (lyómenos)
|
λυμένος, λύνοντας, λύω
|
3
|
λόγου (lógou)
|
ζωή σε λόγου σας, λ.χ., λόγος
|
3
|
μέλει (mélei)
|
μέλη, μέλι, νοιάζει
|
3
|
μέλλει (méllei)
|
μέλη, μέλι, μέλλων
|
3
|
μαγαζάτορας (magazátoras)
|
έμπορος, καταστηματάρχης, μαγαζί
|
3
|
μαγιάτικος (magiátikos)
|
-ιάτικος, Μάης, μάης
|
3
|
μαγκάλι (magkáli)
|
brazier, mangal, φουφού
|
3
|
μαγνητικό πεδίο (magnitikó pedío)
|
magnetic field, μαγνήτης, μαγνητικός
|
3
|
μαγνητοφωνώ (magnitofonó)
|
απομαγνητοφωνώ, μαγνήτης, φωνή
|
3
|
μαγνητοφώνηση (magnitofónisi)
|
απομαγνητοφωνώ, μαγνήτης, φωνή
|
3
|
μαινόμενος (mainómenos)
|
furious, rabid, μανία
|
3
|
μακρός (makrós)
|
μακροπρόθεσμος, μακρόχρονος, μακρύς
|
3
|
μαλλιαρή (malliarí)
|
δημοτική, ελληνικά, νέα ελληνικά
|
3
|
μανέστρα (manéstra)
|
noodle, κριθάρι, κριθαράκι
|
3
|
μαρσιποφόρος (marsipofóros)
|
-φόρος, καγκουρό, μάρσιπος
|
3
|
μαστουρωμένος (mastouroménos)
|
high, stoned, κλασμένος
|
3
|
μεγαλείο (megaleío)
|
glory, greatness, splendor
|
3
|
μεγαλοπρεπής (megaloprepís)
|
magnificent, splendid, ανακτορικός
|
3
|
μεθύστακας (methýstakas)
|
drunk, μέθυσος, μεθώ
|
3
|
μειωτικός (meiotikós)
|
derogatory, disparaging, μειωτ.
|
3
|
μελέτη (meléti)
|
discussion, study, μελετάω
|
3
|
μελαγχολικός (melancholikós)
|
brooding, desolate, melancholic
|
3
|
μεμψιμοιρία (mempsimoiría)
|
self-pity, μέμφομαι, μοίρα
|
3
|
μερισμός (merismós)
|
partition, sharing, μερισμός
|
3
|
μεσαίος (mesaíos)
|
median, middle, μεσαίο δάχτυλο
|
3
|
μεταβιβάζω (metavivázo)
|
-βιβάζω, relay, transfer
|
3
|
μεταμορφώνω (metamorfóno)
|
μεταμορφόω, μεταμόρφωση, μορφή
|
3
|
μεταστροφή (metastrofí)
|
about turn, conversion, swing
|
3
|
μετατροπή (metatropí)
|
μεταγραμματισμός, μεταγραφή, μετατρέπω
|
3
|
μεταφορικός (metaforikós)
|
figurative, μεταφέρω, μεταφορικά
|
3
|
μεταχρονολογώ (metachronologó)
|
χρονολογία, χρονολογώ, χρόνος
|
3
|
μεταχρονολόγηση (metachronológisi)
|
χρονολογία, χρονολόγηση, χρόνος
|
3
|
μηδαμινός (midaminós)
|
paltry, petty, trivial
|
3
|
μηνίσκος (minískos)
|
Μήνη, ημισέληνος, μηνίσκος
|
3
|
μιγάς (migás)
|
creole, mongrel, mulatto
|
3
|
μιλιά (miliá)
|
αμίλητος, μηλιά, μιλάω
|
3
|
μιμούμαι (mimoúmai)
|
copy, mock, μίμος
|
3
|
μινί (miní)
|
μίνι, μινί φούστα, μινί φούστες
|
3
|
μισέλληνας (miséllinas)
|
mishellene, ανθέλληνας, γραικύλος
|
3
|
μοιράδι (moirádi)
|
μοίρα, μοιράζω, μοιρασμένος
|
3
|
μολότωφ (molótof)
|
βόμβα μολότωφ, βόμβες μολότωφ, κοκτέιλ μολότωφ
|
3
|
μολύνω (molýno)
|
defile, molipsi, poison
|
3
|
μονοψήφιος (monopsífios)
|
μονο-, ψήφος, ψηφίο
|
3
|
μορφώνω (morfóno)
|
combine, αναμορφώνω, διαμορφώνω
|
3
|
μουσουλμάνος (mousoulmános)
|
Muslim, مسلمان, مسلمان
|
3
|
μοχθηρός (mochthirós)
|
fiendish, malevolent, malicious
|
3
|
μούδιασμα (moúdiasma)
|
numbness, αιμωδία, αιμωδίαση
|
3
|
μούσκεμα (moúskema)
|
drenched, μουσκεμένος, μουσκεύω
|
3
|
μπάτης (bátis)
|
sea breeze, απόγειο, امبات
|
3
|
μπακάλαινα (bakálaina)
|
grocer, μπακάλης, παντοπώλισσα
|
3
|
μπακάλισσα (bakálissa)
|
grocer, μπακάλης, παντοπώλισσα
|
3
|
μπαμπόγρια (bampógria)
|
κωλόγρια, παλιόγρια, σκατόγρια
|
3
|
μπαούλο (baoúlo)
|
chest, coffer, trunk
|
3
|
μπεκάτσα (bekátsa)
|
Eurasian woodcock, becață, woodcock
|
3
|
μπινιά (biniá)
|
μπινές, μπινελίκι, πουστιά
|
3
|
μπλέκω (bléko)
|
μπερδεύω, ξεμπλέκω, πλέκω
|
3
|
μπούμπουρας (boúmpouras)
|
μέλισσα, μελισσοκόμος, μπάμπουρας
|
3
|
μυλωνάς (mylonás)
|
miller, αλευροβιομήχανος, μύλος
|
3
|
μυστικοσύμβουλος (mystikosýmvoulos)
|
privy councillor, repository, σύμβουλος
|
3
|
μύρισμα (mýrisma)
|
mireasmă, njurizmã, миризма
|
3
|
νάρθηκας (nárthikas)
|
cast, narthex, νάρθηξ
|
3
|
νέμω (némo)
|
njeh, χειρο-, χειρονομία
|
3
|
να ανοίξει το δρόμο (na anoíxei to drómo)
|
pave the way, ανοίξει, δρόμος
|
3
|
ναζιάρικα (naziárika)
|
ναζιάρα, ναζιάρης, ναζού
|
3
|
ναζιάρικος (naziárikos)
|
ναζιάρα, ναζιάρης, ναζού
|
3
|
νεκρική (nekrikí)
|
death mask, νεκρική ακαμψία, νεκρικός
|
3
|
νεκροδόχος (nekrodóchos)
|
κάσα, νεκροκρέβατο, φέρετρο
|
3
|
νεροσυρμή (nerosyrmí)
|
αυλακιά, γράνα, συρμή
|
3
|
νευριάζω (nevriázo)
|
annoy, θυμώνω, νευριασμένος
|
3
|
νηοπομπή (niopompí)
|
convoy, πέμπω, πομπή
|
3
|
νοθεύω (nothévo)
|
adulterate, alloy, doctor
|
3
|
νοικάρης (noikáris)
|
εκμισθωτής, ενοικιαστής, μισθωτής
|
3
|
νομοθετώ (nomothetó)
|
legislate, θέτω, νομοθεσία
|
3
|
νοστιμάδα (nostimáda)
|
-άδα, nostimadă, νόστιμος
|
3
|
νοτερός (noterós)
|
damp, humid, moist
|
3
|
νοώ (noó)
|
εννοώ, νοέω, νοῶ
|
3
|
νταής (ntaḯs)
|
bully, μάγκας, τραμπούκος
|
3
|
νταμιτζάνα (ntamitzána)
|
dame-jeanne, demijohn, μπουκάλα
|
3
|
ντε γιούρε (nte gioúre)
|
de jure, technically, ντε
|
3
|
νυσταλέος (nystaléos)
|
sleepy, ανύστακτος, νυστάζω
|
3
|
νυχτοπούλι (nychtopoúli)
|
night owl, night person, πουλί
|
3
|
ξάγναντο (xágnanto)
|
αγνάντιο, αγναντεύω, ξαγναντεύω
|
3
|
ξαναμοιρασμένος (xanamoirasménos)
|
μοιρασμένος, ξαναμοιράζομαι, ξαναμοιράζω
|
3
|
ξεγελάω (xegeláo)
|
fool, απατώ, εξαπατώ
|
3
|
ξεγελώ (xegeló)
|
con, outsmart, γελάω
|
3
|
ξεκάθαρος (xekátharos)
|
definite, unequivocal, αμυδρός
|
3
|
ξενάγηση (xenágisi)
|
tour, ξεναγός, περιήγηση
|
3
|
ξενο- (xeno-)
|
xeno-, ξένος, ξενολατρία
|
3
|
ξεφεύγω (xefévgo)
|
escape, get away with, φεύγω
|
3
|
ξεφωνίζω (xefonízo)
|
κράζω, φωνάζω, φωνή
|
3
|
ξεχείλισμα (xecheílisma)
|
ξεχειλίζω, υπερχείλιση, χείλος
|
3
|
ογδοηκοστός (ogdoïkostós)
|
eightieth, Π΄, ογδόντα
|
3
|
οδυνηρός (odynirós)
|
painful, poignant, οδύνη
|
3
|
οικτίρω (oiktíro)
|
deplore, pity, ανοικτίρμων
|
3
|
ολιγο- (oligo-)
|
λίγος, ολίγος, ὀλιγο-
|
3
|
ολό- (oló-)
|
ολόασπρος, ολόλευκος, ολόμαυρος
|
3
|
ολότελα (olótela)
|
απολύτως, απόλυτα, εντελώς
|
3
|
ομοφυλοφιλικός (omofylofilikós)
|
γκέι, ομοφυλοφιλία, ομοφυλόφιλος
|
3
|
ονειρομαντεία (oneiromanteía)
|
oneiromancy, ονειροκρίτης, όνειρο
|
3
|
ορειβάτης (oreivátis)
|
-βάτης, mountaineer, αναβάτης
|
3
|
οστά (ostá)
|
Napier's bones, οστούν, οστό
|
3
|
ουρήθρα (ouríthra)
|
urethra, ουρώ, οὐρήθρα
|
3
|
ουροδοχείο (ourodocheío)
|
bedpan, γιογιό, καθίκι
|
3
|
οφειλή (ofeilí)
|
οφείλω, οφειλέτης, όφελος
|
3
|
πάλλομαι (pállomai)
|
leap, μονοπαλλόμενο, πολυπαλλόμενο
|
3
|
πάσχω (páscho)
|
suffer from, πάθος, παθαίνω
|
3
|
πήγνυμι (pígnymi)
|
mpij, κηροπήγιο, παγωτό
|
3
|
πίπτω (pípto)
|
shpat, εκπίπτω, πέφτω
|
3
|
παίδαρος (paídaros)
|
γκόμενος, κούκλος, παιδί
|
3
|
παγκοσμίως (pagkosmíos)
|
worldwide, παγκόσμια, παγκόσμιος
|
3
|
παιχνιδότοπος (paichnidótopos)
|
playground, παιδική χαρά, παιδότοπος
|
3
|
παλιογυναίκα (paliogynaíka)
|
tramp, βρομοθήλυκο, βρωμοθήλυκο
|
3
|
πανικός (panikós)
|
panic, panică, πανικοβάλλω
|
3
|
παπαριά (papariá)
|
παπάρα, παπάρας, παπάρι
|
3
|
παρέμβαση (parémvasi)
|
intervention, mediation, παρεμβατισμός
|
3
|
παρίσταμαι (parístamai)
|
attend, αναπαριστάνω, παριστάνω
|
3
|
παραγραφή (paragrafí)
|
lapse, prescription, παραγράφω
|
3
|
παραθέτω (parathéto)
|
quote, θέτω, παράθημα
|
3
|
παρακαμπτήριος (parakamptírios)
|
bypass, κάμπτω, παρακάμπτω
|