εύθυμος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: εὔθυμος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek εὔθυμος (eúthumos).[1] By surface analysis, εύ- (éf-) +‎ θυμός (thymós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈe.fθi.mos/
  • Hyphenation: εύ‧θυ‧μος

Adjective

[edit]

εύθυμος (éfthymosm (feminine εύθυμη, neuter εύθυμο)

  1. cheerful, cheery, jolly, merry
    Synonym: χαρούμενος (charoúmenos)
    Antonym: δύσθυμος (dýsthymos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εύθυμος (éfthymos) εύθυμη (éfthymi) εύθυμο (éfthymo) εύθυμοι (éfthymoi) εύθυμες (éfthymes) εύθυμα (éfthyma)
genitive εύθυμου (éfthymou) εύθυμης (éfthymis) εύθυμου (éfthymou) εύθυμων (éfthymon) εύθυμων (éfthymon) εύθυμων (éfthymon)
accusative εύθυμο (éfthymo) εύθυμη (éfthymi) εύθυμο (éfthymo) εύθυμους (éfthymous) εύθυμες (éfthymes) εύθυμα (éfthyma)
vocative εύθυμε (éfthyme) εύθυμη (éfthymi) εύθυμο (éfthymo) εύθυμοι (éfthymoi) εύθυμες (éfthymes) εύθυμα (éfthyma)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύθυμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύθυμος, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ εύθυμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language