μεταγραφή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μεταγραφή • (metagrafí) f (plural μεταγραφές)
Declension
[edit]Declension of μεταγραφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταγραφή • | μεταγραφές • |
genitive | μεταγραφής • | μεταγραφών • |
accusative | μεταγραφή • | μεταγραφές • |
vocative | μεταγραφή • | μεταγραφές • |
See also
[edit]- μετατροπή (metatropí, “conversion; Romanization”)
- μεταγραμματισμός (metagrammatismós, “transliteration”)