μεταγραμματισμός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεταγραμματισμός (metagrammatismósm (plural μεταγραμματισμοί)

  1. (linguistics) transliteration

Declension

[edit]
singular plural
nominative μεταγραμματισμός (metagrammatismós) μεταγραμματισμοί (metagrammatismoí)
genitive μεταγραμματισμού (metagrammatismoú) μεταγραμματισμών (metagrammatismón)
accusative μεταγραμματισμό (metagrammatismó) μεταγραμματισμούς (metagrammatismoús)
vocative μεταγραμματισμέ (metagrammatismé) μεταγραμματισμοί (metagrammatismoí)

See also

[edit]