μεταγραμματισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μεταγραμματισμός • (metagrammatismós) m (plural μεταγραμματισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταγραμματισμός (metagrammatismós) | μεταγραμματισμοί (metagrammatismoí) |
genitive | μεταγραμματισμού (metagrammatismoú) | μεταγραμματισμών (metagrammatismón) |
accusative | μεταγραμματισμό (metagrammatismó) | μεταγραμματισμούς (metagrammatismoús) |
vocative | μεταγραμματισμέ (metagrammatismé) | μεταγραμματισμοί (metagrammatismoí) |