δείγμα
Appearance
See also: δεῖγμα
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek δεῖγμα (deîgma) from δείκνυμι (deíknumi) + -μα (-ma).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δείγμα • (deígma) n (plural δείγματα)
- sample, specimen, token
- Κανένα δείγμα δεν πρέπει να έχει τιμή άνω των 20 ευρώ.
- Kanéna deígma den prépei na échei timí áno ton 20 evró.
- No sample may have a value exceeding 20 euros.
- Ένα τριαντάφυλλο, σαν δείγμα της αγάπης μου.
- Éna triantáfyllo, san deígma tis agápis mou.
- A rose, as a token of my love.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δείγμα (deígma) | δείγματα (deígmata) |
genitive | δείγματος (deígmatos) | δειγμάτων (deigmáton) |
accusative | δείγμα (deígma) | δείγματα (deígmata) |
vocative | δείγμα (deígma) | δείγματα (deígmata) |
Related terms
[edit]- δειγματίζω (deigmatízo, “to take a sample”)
- δειγματολήπτης m or f (deigmatolíptis, “sampler”)
- δειγματοληπτικός (deigmatoliptikós, “sampling”, adjective)
- δειγματοληψία f (deigmatolipsía, “sampling”)
- δειγματολόγιο n (deigmatológio, “sample/pattern book”)
- υπόδειγμα n (ypódeigma)
- υποδειγματικός (ypodeigmatikós, “exemplary”)
- and see: παράδειγμα n (parádeigma, “example”)
Further reading
[edit]- δείγμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language