Jump to content

δείγμα

From Wiktionary, the free dictionary
See also: δεῖγμα

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek δεῖγμα (deîgma) from δείκνυμι (deíknumi) + -μα (-ma).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈðiɣ.ma/
  • Hyphenation: δείγ‧μα

Noun

[edit]

δείγμα (deígman (plural δείγματα)

  1. sample, specimen, token
    Κανένα δείγμα δεν πρέπει να έχει τιμή άνω των 20 ευρώ.
    Kanéna deígma den prépei na échei timí áno ton 20 evró.
    No sample may have a value exceeding 20 euros.
    Ένα τριαντάφυλλο, σαν δείγμα της αγάπης μου.
    Éna triantáfyllo, san deígma tis agápis mou.
    A rose, as a token of my love.

Declension

[edit]
Declension of δείγμα
singular plural
nominative δείγμα (deígma) δείγματα (deígmata)
genitive δείγματος (deígmatos) δειγμάτων (deigmáton)
accusative δείγμα (deígma) δείγματα (deígmata)
vocative δείγμα (deígma) δείγματα (deígmata)
[edit]

Further reading

[edit]