άσχημος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- άσκημος (áskimos)
Etymology
[edit]From Ancient Greek ἄσχημος (áskhēmos), from Ancient Greek ἀσχήμων (askhḗmōn). By surface analysis, α- (a-) + σχήμα (schíma) + -ος (-os), compositionally equivalent to English unshapely.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]άσχημος • (áschimos) m (feminine άσχημη, neuter άσχημο)
- ugly
- μια άσχημη εικόνα ― mia áschimi eikóna ― a bad image
- bad
- άσχημος καιρός ― áschimos kairós ― bad weather
- nasty
- ένα άσχημο ατύχημα ― éna áschimo atýchima ― a nasty accident
- unseemly
Declension
[edit]Declension of άσχημος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσχημος • | άσχημη • | άσχημο • | άσχημοι • | άσχημες • | άσχημα • |
genitive | άσχημου • | άσχημης • | άσχημου • | άσχημων • | άσχημων • | άσχημων • |
accusative | άσχημο • | άσχημη • | άσχημο • | άσχημους • | άσχημες • | άσχημα • |
vocative | άσχημε • | άσχημη • | άσχημο • | άσχημοι • | άσχημες • | άσχημα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσχημος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσχημος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασχημότερος • | ασχημότερη • | ασχημότερο • | ασχημότεροι • | ασχημότερες • | ασχημότερα • |
genitive | ασχημότερου • | ασχημότερης • | ασχημότερου • | ασχημότερων • | ασχημότερων • | ασχημότερων • |
accusative | ασχημότερο • | ασχημότερη • | ασχημότερο • | ασχημότερους • | ασχημότερες • | ασχημότερα • |
vocative | ασχημότερε • | ασχημότερη • | ασχημότερο • | ασχημότεροι • | ασχημότερες • | ασχημότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ασχημότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασχημότατος • | ασχημότατη • | ασχημότατο • | ασχημότατοι • | ασχημότατες • | ασχημότατα • |
genitive | ασχημότατου • | ασχημότατης • | ασχημότατου • | ασχημότατων • | ασχημότατων • | ασχημότατων • |
accusative | ασχημότατο • | ασχημότατη • | ασχημότατο • | ασχημότατους • | ασχημότατες • | ασχημότατα • |
vocative | ασχημότατε • | ασχημότατη • | ασχημότατο • | ασχημότατοι • | ασχημότατες • | ασχημότατα • |
Related terms
[edit]- άσχημα (áschima, “badly”, adverb)
- ασχημαίνω (aschimaíno, “to disfigure”)
- ασχημάνθρωπος m (aschimánthropos, “uglu man”)
- ασχημάτιστος (aschimátistos, “shapeless, unformed”, adjective)
- ασχημία f (aschimía, “indecency”)
- ασχήμια f (aschímia, “ugliness”)
- ασχημίζω (aschimízo, “to uglify”)
- ασχημονώ (aschimonó)
- ασχημοσύνη f (aschimosýni, “indecency”)
- ασχημούλης (aschimoúlis, “a little ugly”, adjective)
- κακάσχημος (kakáschimos, “hideous”, adjective)