Jump to content

άσχημος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄσχημος (áskhēmos), from Ancient Greek ἀσχήμων (askhḗmōn). By surface analysis, α- (a-) +‎ σχήμα (schíma) +‎ -ος (-os), compositionally equivalent to English unshapely.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.sçi.mos/
  • Hyphenation: ά‧σχη‧μος

Adjective

[edit]

άσχημος (áschimosm (feminine άσχημη, neuter άσχημο)

  1. ugly
    μια άσχημη εικόναmia áschimi eikónaa bad image
  2. bad
    άσχημος καιρόςáschimos kairósbad weather
  3. nasty
    ένα άσχημο ατύχημαéna áschimo atýchimaa nasty accident
  4. unseemly

Declension

[edit]
Declension of άσχημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσχημος (áschimos) άσχημη (áschimi) άσχημο (áschimo) άσχημοι (áschimoi) άσχημες (áschimes) άσχημα (áschima)
genitive άσχημου (áschimou) άσχημης (áschimis) άσχημου (áschimou) άσχημων (áschimon) άσχημων (áschimon) άσχημων (áschimon)
accusative άσχημο (áschimo) άσχημη (áschimi) άσχημο (áschimo) άσχημους (áschimous) άσχημες (áschimes) άσχημα (áschima)
vocative άσχημε (áschime) άσχημη (áschimi) άσχημο (áschimo) άσχημοι (áschimoi) άσχημες (áschimes) άσχημα (áschima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσχημος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσχημος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασχημότερος (aschimóteros) ασχημότερη (aschimóteri) ασχημότερο (aschimótero) ασχημότεροι (aschimóteroi) ασχημότερες (aschimóteres) ασχημότερα (aschimótera)
genitive ασχημότερου (aschimóterou) ασχημότερης (aschimóteris) ασχημότερου (aschimóterou) ασχημότερων (aschimóteron) ασχημότερων (aschimóteron) ασχημότερων (aschimóteron)
accusative ασχημότερο (aschimótero) ασχημότερη (aschimóteri) ασχημότερο (aschimótero) ασχημότερους (aschimóterous) ασχημότερες (aschimóteres) ασχημότερα (aschimótera)
vocative ασχημότερε (aschimótere) ασχημότερη (aschimóteri) ασχημότερο (aschimótero) ασχημότεροι (aschimóteroi) ασχημότερες (aschimóteres) ασχημότερα (aschimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ασχημότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασχημότατος (aschimótatos) ασχημότατη (aschimótati) ασχημότατο (aschimótato) ασχημότατοι (aschimótatoi) ασχημότατες (aschimótates) ασχημότατα (aschimótata)
genitive ασχημότατου (aschimótatou) ασχημότατης (aschimótatis) ασχημότατου (aschimótatou) ασχημότατων (aschimótaton) ασχημότατων (aschimótaton) ασχημότατων (aschimótaton)
accusative ασχημότατο (aschimótato) ασχημότατη (aschimótati) ασχημότατο (aschimótato) ασχημότατους (aschimótatous) ασχημότατες (aschimótates) ασχημότατα (aschimótata)
vocative ασχημότατε (aschimótate) ασχημότατη (aschimótati) ασχημότατο (aschimótato) ασχημότατοι (aschimótatoi) ασχημότατες (aschimótates) ασχημότατα (aschimótata)
[edit]