From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly, from Ancient Greek ἑρμηνεύω ( hermēneúō ) .
IPA (key ) : /eɾ.miˈne.vo/
Hyphenation: ερ‧μη‧νεύ‧ω
ερμηνεύω • (erminévo ) (past ερμήνευσα , passive ερμηνεύομαι , p‑past ερμηνεύτηκα /ερμηνεύθηκα , ppp ερμηνευμένος )
to interpret , explain , construe , translate
ερμηνεύω ερμηνεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ερμηνεύω
ερμηνεύσω
ερμηνεύομαι
ερμηνευτώ , ερμηνευθώ
2 sg
ερμηνεύεις
ερμηνεύσεις
ερμηνεύεσαι
ερμηνευτείς , ερμηνευθείς
3 sg
ερμηνεύει
ερμηνεύσει
ερμηνεύεται
ερμηνευτεί , ερμηνευθεί
1 pl
ερμηνεύουμε , [‑ομε ]
ερμηνεύσουμε , [‑ομε ]
ερμηνευόμαστε
ερμηνευτούμε , ερμηνευθούμε
2 pl
ερμηνεύετε
ερμηνεύσετε
ερμηνεύεστε , ερμηνευόσαστε
ερμηνευτείτε , ερμηνευθείτε
3 pl
ερμηνεύουν (ε )
ερμηνεύσουν (ε )
ερμηνεύονται
ερμηνευτούν (ε ), ερμηνευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ερμήνευα
ερμήνευσα
ερμηνευόμουν (α )
ερμηνεύτηκα , ερμηνεύθηκα
2 sg
ερμήνευες
ερμήνευσες
ερμηνευόσουν (α )
ερμηνεύτηκες , ερμηνεύθηκες
3 sg
ερμήνευε
ερμήνευσε
ερμηνευόταν (ε )
ερμηνεύτηκε , ερμηνεύθηκε
1 pl
ερμηνεύαμε
ερμηνεύσαμε
ερμηνευόμασταν , (‑όμαστε )
ερμηνευτήκαμε , ερμηνευθήκαμε
2 pl
ερμηνεύατε
ερμηνεύσατε
ερμηνευόσασταν , (‑όσαστε )
ερμηνευτήκατε , ερμηνευθήκατε
3 pl
ερμήνευαν , ερμηνεύαν (ε )
ερμήνευσαν , ερμηνεύσαν (ε )
ερμηνεύονταν , (ερμηνευόντουσαν )
ερμηνεύτηκαν , ερμηνευτήκαν (ε ), ερμηνεύθηκαν , ερμηνευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ερμηνεύω ➤
θα ερμηνεύσω ➤
θα ερμηνεύομαι ➤
θα ερμηνευτώ / ερμηνευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ερμηνεύεις , …
θα ερμηνεύσεις , …
θα ερμηνεύεσαι , …
θα ερμηνευτείς / ερμηνευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ερμηνεύσει έχω, έχεις, … ερμηνευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ερμηνευτεί / ερμηνευθεί είμαι , είσαι , … ερμηνευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ερμηνεύσει είχα, είχες, … ερμηνευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ερμηνευτεί / ερμηνευθεί ήμουν , ήσουν , … ερμηνευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ερμηνεύσει θα έχω, θα έχεις, … ερμηνευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ερμηνευτεί / ερμηνευθεί θα είμαι, θα είσαι, … ερμηνευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ερμήνευε
ερμήνευσε
—
ερμηνεύσου
2 pl
ερμηνεύετε
ερμηνεύστε
ερμηνεύεστε
ερμηνευτείτε , ερμηνευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ερμηνεύοντας ➤
ερμηνευόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ερμηνεύσει ➤
ερμηνευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ερμηνεύσει
ερμηνευτεί , ερμηνευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.