κατόρθωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]κατορθώνω (katorthóno, “to manage to”) + -μα (-ma)
Noun
[edit]κατόρθωμα • (katórthoma) n (plural κατορθώματα)
Declension
[edit]Declension of κατόρθωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατόρθωμα • | κατορθώματα • |
genitive | κατορθώματος • | κατορθωμάτων • |
accusative | κατόρθωμα • | κατορθώματα • |
vocative | κατόρθωμα • | κατορθώματα • |
Synonyms
[edit]- άθλος m (áthlos)
- ανδραγάθημα n (andragáthima)
- επίτευγμα n (epítevgma)