επίτευγμα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἐπίτευγμα (epíteugma).
Noun
[edit]επίτευγμα • (epítevgma) n (plural επιτεύγματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επίτευγμα (epítevgma) | επιτεύγματα (epitévgmata) |
genitive | επιτεύγματος (epitévgmatos) | επιτευγμάτων (epitevgmáton) |
accusative | επίτευγμα (epítevgma) | επιτεύγματα (epitévgmata) |
vocative | επίτευγμα (epítevgma) | επιτεύγματα (epitévgmata) |
Synonyms
[edit]- άθλος m (áthlos)
- ανδραγάθημα n (andragáthima)
- κατόρθωμα n (katórthoma)