Jump to content

επίτευγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἐπίτευγμα (epíteugma).

Noun

[edit]

επίτευγμα (epítevgman (plural επιτεύγματα)

  1. achievement, success

Declension

[edit]
Declension of επίτευγμα
singular plural
nominative επίτευγμα (epítevgma) επιτεύγματα (epitévgmata)
genitive επιτεύγματος (epitévgmatos) επιτευγμάτων (epitevgmáton)
accusative επίτευγμα (epítevgma) επιτεύγματα (epitévgmata)
vocative επίτευγμα (epítevgma) επιτεύγματα (epitévgmata)

Synonyms

[edit]