λευκαντικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]λευκαντικό • (lefkantikó) n (plural λευκαντικά)
Declension
[edit]Declension of λευκαντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λευκαντικό • | λευκαντικά • |
genitive | λευκαντικού • | λευκαντικών • |
accusative | λευκαντικό • | λευκαντικά • |
vocative | λευκαντικό • | λευκαντικά • |
Related terms
[edit]- λευκαίνω (lefkaíno, “to bleach”)
- αλεύκαντος (aléfkantos, “unbleached”)